Συμφωνία με Τουρκία: Γιατί αυτή τη φορά είναι αλλιώς
Παραδοσιακά, οι σχέσεις με την Ελλάδα δεν βρίσκονταν υψηλά στην ατζέντα της Τουρκίας. Οι πολιτικοί, οι κρατικές υπηρεσίες αλλά και τα μέσα ενημέρωσης θεωρούσαν περιορισμένης σημασίας ότι αφορούσε την Ελλάδα. Αυτό μπορεί να υπέκρυπτε και την αλαζονεία της «μεγάλης χώρας» αλλά είχε και ευεργετικές επιπτώσεις. Οι διαφορές των δύο χωρών, δεν ήταν «σημαντικές».
Αντίθετα στην Ελλάδα, η κοινή γνώμη αλλά και η πολιτική ρητορική έθετε πάντα σε προτεραιότητα τις σχέσεις με την Τουρκία, το κυπριακό, τις απειλές στο Αιγαίο, τις γενοκτονίες. Η αλήθεια είναι ότι η ρητορική έμφαση σπάνια οδηγούσε σε πραγματικά μέτρα και σοβαρές πολιτικές που αφορούσαν την γειτονική χώρα.
Στο πλαίσιο αυτό, η σύγχρονη ελληνοτουρκική ιστορία των σαράντα τελευταίων ετών είναι γεμάτη με απόπειρες συμφωνιών. Σε ορισμένες περιπτώσεις φαίνονταν ότι είμαστε κοντά σε συμφωνία χωρίς όμως αποτέλεσμα.
Ωστόσο η προσέγγιση που επιχειρείται την περίοδο αυτή έχει μερικές ιδιαιτερότητες. Η προσπάθεια κατευθύνεται στην ανάγκη να προσδιοριστεί ο τρόπος, η μέθοδος των συνομιλιών ώστε να καταλήξουν θετικά. Υπάρχουν όμως οι πολιτικές προϋποθέσεις για μια τέτοια συμφωνία;
Η σημερινή Τουρκία είναι διαφορετική από εκείνην στις αρχές τις δεκαετίας ’90. Στα υψηλά και μεσαία κλιμάκια του τουρκικού κράτους η νατοϊκή αντίληψη έχει αντικατασταθεί από την λεγόμενη ευρασιατική θεώρηση του κόσμου. Σύμφωνα με αυτήν η χώρα βρίσκεται όχι στην περιφέρεια της Δύσης αλλά στα επίκεντρο μιας περιοχής ανάμεσα στην Ευρώπη και την Ασία που αναπτύσσεται δυναμικά αναβαθμίζοντας το ρόλο της Τουρκίας, την δυνατότητά της να επεκταθεί. Η υιοθέτηση αυτής της αντίληψης ολοκλήρωσε την επικράτηση του Ερντογάν τις τελευταίες δεκαετίες, οδήγησε όμως και στη σημερινή βαριά κρίση της οικονομίας γιατί τα μεγάλα σχέδια χρειάζονται και την ανάλογη υποδομή και χρηματοδότηση.
Στην Ελλάδα, κάποιοι πολιτικοί έπαιξαν επίσης το χαρτί της τουρκικής απειλής για να κερδίσουν την στήριξη του κοινού χωρίς πάντα να έχουν εφαρμόσει όσα έπρεπε αν πίστευαν τα λεγόμενά τους.
Αυτό που συνέβη όμως ήταν ότι μεγάλες δυνάμεις αλλά και χώρες της περιοχής άρχισαν να ενοχλούνται από την στρατιωτική και διπλωματική υπερδραστηριότητα της Τουρκίας και έσπευσαν να συνταχθούν με την απειλούμενη επίσης Ελλάδα. Οι συμφωνίες με την Αίγυπτο, την Ιταλία, τη Βουλγαρία και το Ισραήλ, η ουσιαστική ενίσχυση της ελληνικής αεροπορίας δυναμώνουν την ελληνική πλευρά κι αυτό δεν μπορεί να το αγνοήσει το βαθύ κράτος της Τουρκίας.
Η υποβάθμιση των σχέσεων της Τουρκίας με τις ΗΠΑ και το Ισραήλ, μπορεί να οφείλονται στην μεγαλομανία «κανείς δεν μπορεί να μας αγνοεί» που ακούγεται ευχάριστα από μερίδα ψηφοφόρων αλλά δεν βοήθησε καθόλου της τουρκική οικονομία που έχει σοβαρά προβλήματα και απέφυγε την κατάρρευση χάρη σε ενέσεις ρευστότητας από φιλικές χώρες. Αυτή όμως η πολιτική στήριξη της οικονομίας, συνοδεύεται από όρους κι έχει ημερομηνία λήξης.
Από την άλλη πλευρά και η ελληνική κυβέρνηση, χρειάζεται περίοδο ηρεμίας ώστε να στρέψει την προσοχή της σε άλλα ζητήματα εσωτερικής επικαιρότητας αλλά και να «δέσει» τις διπλωματικές συμμαχίες που έχει συνάψει με χώρες που έχουν κι αυτές τα δικά τους ζητήματα.
Το πρώτο συμπέρασμα είναι ότι είναι ιδανική η συγκυρία για να υπάρχει γόνιμη περίοδος συνεργασίας, στην διάρκεια της οποίας και οι δύο κυβερνήσεις θα επιχειρήσουν να προετοιμάσουν την κοινή γνώμη στις χώρες τους για τα οφέλη συμφωνιών. Στο διάστημα αυτό η Τουρκία ελπίζει να πάρει την αναβάθμιση των F16 που σε λίγα χρόνια θα υστερούν σημαντικά από τα αντίστοιχα ελληνικά αλλά και να ξεπεράσει τα βαθιά προβλήματα της οικονομίας. Ζήτησαν για παράδειγμα από την Παγκόσμια Τράπεζα να διπλασιαστούν σε 35 δισ. δολ. οι πιστώσεις στη χώρα.
Η περίοδος ηρεμίας που συμφωνήθηκε, θα οδηγήσει σε συμφωνία; Άγνωστο αλλά μπορούμε να πούμε ότι αν υπάρχει μία περίπτωση να συμβεί, θα είναι με πρόεδρο έναν πολιτικό σαν τον Ερντογάν. Έχει αποδείξει ότι μπορεί να υποστηρίζει με μεγάλη πειθώ ένα επιχείρημα όπως και το αντίθετό του. Τα ουσιαστικά ερωτήματα είναι αν θεωρούμε προσόν τον καιροσκοπισμό αλλά και με ποιόν τρόπο θα επιλέξει ο ίδιος να κλείσει την εντυπωσιακή πολιτική παρουσία του. Πώς θέλει να τον θυμούνται; Θα ξέρουμε σε μερικούς μήνες.