Συγκινεί ο Σαββόπουλος για τη μάχη του με καρκίνο και Covid: Το άβολο περιστατικό με τις νοσοκόμες
Σε μια εκ βαθέων εξομολόγηση, ο μουσικοσυνθέτης μοιράζεται με τον κόσμο μέσα από τις σελίδες της αυτοβιογραφίας του με τίτλο «Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα» τον αγώνα που έδωσε εναντίον του καρκίνου ενώ παράλληλα ασθένησε με κορονοϊό.
Γενναίος, ανθρώπινος, συγκινητικός.... Ο κορυφαίος μουσικό συνθέτης Διονύσης Σαββόπουλος θέλησε να μοιραστεί, για πρώτη φορά, τις εμπειρίες που βίωσε στη μάχη την οποία έδωσε τα τελευταία χρόνια με τον καρκίνο. Μπορεί η σοβαρή περιπέτεια της υγείας του να ξεκίνησε στα μέσα του 2020, ο ίδιος, ωστόσο, επέλεξε να συνεχίσει κανονικά τις καλλιτεχνικές του δραστηριότητες δίχως να κάνει καμία απολύτως δημόσια αναφορά στον αγώνα που έδινε για τη ζωή του.
Σήμερα, πέντε χρόνια σχεδόν μετά, σε μια εκ βαθέων εξομολόγηση, μοιράζεται με τον κόσμο μέσα από τις σελίδες της αυτοβιογραφίας του με τίτλο «Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα» που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πατάκη, τα γεγονότα, τις σκέψεις και τα συναισθήματα εκείνης της δύσκολης περιόδου που συνέπεσε με την πανδημία του κορονοϊού από τον οποίο και νόσησε σε μια χρονική στιγμή που ο οργανισμός του ήταν αδύναμος, εξασθενημένος.
Η γλαφυρή διήγηση ενός περιστατικού στο νοσοκομείο ραγίζει καρδιές:
Ξυπνώ ένα βράδυ μούσκεμα. Είχα βρέξει εσώρουχα πιτζάμες, σεντόνια, χάλια τα ‘χα κάνει. Τώρα; Πρέπει να φωνάξω τις νοσοκόμες; Πρέπει να με δουν έτσι; Είμαι ο... ο Σαββόπουλος. Δεν γίνεται.
Γίνεται! Τί άλλο να έκανα, χτύπησα το κουδούνι. Κατέφθασε πρώτα η μία, είδε τί έγινε και φώναξε και τις άλλες. Ανέκφραστες και άψογες όλες τους:
- Σηκωθείτε, κύριε Σαββόπουλε.
Να γδυθώ; Έβγαλα αμήχανος τις πυτζάμες. Με ελέγξανε.
- Βγάλτε και τα εσώρουχά σας.
Τα ‘βγαλα και στάθηκα στη γωνιά ντροπιασμένος, κρύβοντας με τις παλάμες μου ό,τι μπορούσα. Ένας γυμνοσάλιαγκας ήμουν, ένα τίποτα. Κι όπως ήμουν έτσι ν΄ ανοίξει η γη να με καταπιεί, ένιωσα ξάφνου σαν να μην έχει σημασία πια, σα ‘να φυγε ένα βάρος από πάνω μου, ανάσανα, κι αφέθηκα στα χέρια των γυναικών. Με πλύνανε, μού βγάλαν να φορέσω καινούργιες πιτζάμες, με ξάπλωσαν στα καθαρά σεντόνια και με σκέπασαν.
- Χρόνια πολλά, μού είπαν φεύγοντας οι αδελφές. Είχε έρθει το Πάσχα».