Στρατηγικές αντιφάσεις στη Συρία: Σκάκι ΗΠΑ, Ρωσίας,Τουρκίας με τους αντάρτες - Ο ρόλος της Ελλάδας
Η παρουσία των τουρκικών δυνάμεων στη Συρία και οι επιπτώσεις που μπορεί να έχει στην ελληνική ασφάλεια και κυριαρχία στον θαλάσσιο χώρο της Ανατολικής Μεσογείου δεν πρέπει να αγνοηθούν.
Η πρόσφατη επίθεση των Σύριων ανταρτών, υπό την ηγεσία της ριζοσπαστικής ισλαμιστικής οργάνωσης Hayat Tahrir al-Sham (HTS), συνδέεται άμεσα με τις μεγάλες περιφερειακές επιπτώσεις του πολέμου Ισραήλ – Χεζμπολάχ, αποδεικνύοντας για άλλη μια φορά την ευθραυστότητα της Συριακής σύγκρουσης και τις διεθνείς διαστάσεις της.
Η στρατηγική αδυναμία της Χεζμπολάχ, τουλάχιστον για την ώρα, να διαδραματίσει πρωταγωνιστικό ρόλο στην υπεράσπιση της συριακής κυβέρνησης υπό τον Μπασάρ αλ-Άσαντ, εν μέσω αεροπορικών επιδρομών και χερσαίων επιθέσεων από το Ισραήλ στο νότιο Λίβανο, φαίνεται να επηρεάζει την όλη κατάσταση. Η επίθεση των ανταρτών, η οποία ξεκίνησε στις 27 Νοεμβρίου, προχώρησε γρήγορα με την κατάληψη του Χαλεπιού και την πλήρη κυριαρχία της επαρχίας Ιντλίμπ. Την περασμένη Πέμπτη, οι δυνάμεις του HTS φέρονται να κατέλαβαν τη Χάμα, μετά την υποχώρηση των συριακών και συμμαχικών δυνάμεων, οι οποίες είχαν προηγουμένως αντισταθεί με τη βοήθεια ρωσικών αεροπορικών επιδρομών.
Ο ρόλος των Ηνωμένων Πολιτειών
Η άμεση επιτυχία των ανταρτών θέτει έναν κρίσιμο προβληματισμό για τις Ηνωμένες Πολιτείες, καθώς η HTS, η οποία έχει συνδεθεί στο παρελθόν με την Αλ Κάιντα, είναι χαρακτηρισμένη ως τρομοκρατική οργάνωση από τις ΗΠΑ και άλλες χώρες. Παρά την αποκοπή της ηγεσίας της από την Αλ Κάιντα, η HTS παραμένει προσηλωμένη στη σαλαφική-τζιχαντιστική ιδεολογία της.
Η στάση της Ουάσιγκτον απέναντι στην σύγκρουση στη Συρία είναι αρκετά περίπλοκη και αντικρουόμενη. Από τη μία πλευρά, η αμερικανική κυβέρνηση ανησυχεί για την άνοδο της ισλαμιστικής τρομοκρατίας στην περιοχή, με τις δυνάμεις του HTS να αποτελούν μία από τις πιο επικίνδυνες τρομοκρατικές οργανώσεις. Από την άλλη πλευρά, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν ενδιαφέρον να περιορίσουν την επιρροή του Ιράν και της Ρωσίας στην περιοχή, καθώς και να διασφαλίσουν ότι η Συρία δεν θα μετατραπεί σε προπύργιο τρομοκρατικών ομάδων που απειλούν τα συμφέροντά τους.
Η αμερικανική στρατηγική στη Συρία, ωστόσο, φαίνεται να έχει εξελιχθεί σε έναν συνδυασμό υποστήριξης διαφόρων τοπικών δυνάμεων, περιλαμβανομένων των Κούρδων και άλλων αντιπολιτευόμενων ομάδων, οι οποίες μάχονται τόσο κατά των δυνάμεων του Άσαντ όσο και κατά του ΙSIS και άλλων τζιχαντιστικών οργανώσεων. Οι ΗΠΑ επίσης αναγνωρίζουν τη σημασία της αποδυνάμωσης των δυνάμεων του Ιράν και της Χεζμπολάχ, ενώ παράλληλα επιδιώκουν να περιορίσουν την επέκταση της επιρροής του Άσαντ με στρατηγικές που περιλαμβάνουν περιορισμένες στρατιωτικές επιχειρήσεις και διπλωματική πίεση.
Οι στρατηγικές επιπτώσεις και το Ιράν
Η επίθεση των ανταρτών πραγματοποιήθηκε την ίδια ημέρα με την εφαρμογή της κατάπαυσης του πυρός μεταξύ Ισραήλ και Λιβάνου, σε μια περίοδο κατά την οποία η Χεζμπολάχ, λόγω της εξάντλησης από τη σύγκρουση με το Ισραήλ, ήταν ανίκανη να ενισχύσει τις φιλοκυβερνητικές δυνάμεις στη Συρία. Σύμφωνα με ειδικούς, αυτή η κατάσταση προκάλεσε το κενό που εκμεταλλεύθηκαν οι αντάρτες για να προχωρήσουν στην επίθεσή τους.
Η ένταση γύρω από τη Χεζμπολάχ είναι επίσης συνδεδεμένη με τις διεθνείς πιέσεις και τη στρατηγική του Ιράν. Ο υπουργός Εξωτερικών του Ιράν, Abbas Araghchi, συναντήθηκε πρόσφατα με τον Άσαντ για να συζητήσουν τις εξελίξεις, ενώ το Ιράν διατηρεί στρατιωτικούς συμβούλους και έχει στείλει μαχητές από το Ιράκ στη Συρία για να στηρίξουν τις δυνάμεις του Άσαντ.
Οι ΗΠΑ και οι αντιφάσεις
Η αμερικανική στάση απέναντι στις εξελίξεις παραμένει ασαφής, ενώ ο Σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας των ΗΠΑ, Τζέικ Σάλιβαν, πρόσφατα έθεσε σε αμφισβήτηση την υποστήριξη προς τον Άσαντ και την εμπλοκή των ρωσικών και ιρανικών δυνάμεων. Η πολιτική της Ουάσιγκτον, καθώς και οι αντιφάσεις στη στρατηγική των ΗΠΑ στη Συρία, συνεχίζουν να προκαλούν αβεβαιότητα.
Στην αμερικανική πολιτική σκηνή, οι εξελίξεις στη Συρία συνδέονται επίσης με τις αντιφάσεις στην εξωτερική πολιτική.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες προσπαθούν να εξισορροπήσουν την αντίθεσή τους στην εξάπλωση της τρομοκρατίας με τις γεωπολιτικές τους ανάγκες για περιορισμό της ρωσικής και ιρανικής επιρροής. Παρά τις αντιφάσεις στην πολιτική τους, οι ΗΠΑ συνέχιζαν να υποστηρίζουν αντιπολιτευόμενες δυνάμεις ενώ παράλληλα προσπάθησαν να περιορίσουν την ισχύ του Άσαντ.
Ο εκλεγμένος πρόεδρος Τραμπ, ο οποίος στο παρελθόν έχει δείξει προτίμηση στην αποφυγή εμπλοκής σε νέες συγκρούσεις, φαίνεται να είχε την πρόθεση να ακολουθήσει μια πιο συντηρητική πολιτική απέναντι στον Άσαντ και το Ιράν, σε συμφωνία με τις στρατηγικές προτεραιότητες του Ισραήλ. Πάντως, το πώς θα εξελιχθεί η αμερικανική πολιτική στη Συρία μετά την εκλογή του Τραμπ παραμένει αβέβαιο όπως φυσικά αβέβαιο παραμένει τώρα πια και το μέλλον του Ασαντ αφού όλα τα παραπάνω για την αμερικανική διοίκηση θα μπουν σε νέα τροχιά.
Ο ρόλος Ρωσίας και Ισραήλ
Η Ρωσία παραμένει ένας από τους κύριους στρατηγικούς συμμάχους της συριακής κυβέρνησης, παρέχοντας κρίσιμες αεροπορικές επιδρομές και στρατιωτική υποστήριξη για την αναχαίτιση των αντάρτικων επιθέσεων. Η ρωσική στρατηγική αποσκοπεί στην ενίσχυση του καθεστώτος Άσαντ και στην εξασφάλιση μιας μόνιμης στρατιωτικής παρουσίας στη Συρία, η οποία εξυπηρετεί τα γεωπολιτικά συμφέροντα της Μόσχας στην περιοχή της Μέσης Ανατολής.
Η ρωσική στρατιωτική υποστήριξη έχει υπάρξει καταλυτική στην εξασφάλιση του καθεστώτος Άσαντ από την πτώση, με αποτέλεσμα να έχει εδραιωθεί η επιρροή της Ρωσίας στη Συρία. Η πρόσφατη επίθεση από τους αντάρτες όμως αποδεικνύει την αποτυχία της Ρωσίας να εξαλείψει όλες τις ανταρτικές ομάδες που απειλούν τη σταθερότητα της περιοχής.
Η στρατηγική του Ισραήλ στη Συρία και στο Λίβανο είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την αντιμετώπιση της Χεζμπολάχ και των φιλοϊρανικών δυνάμεων. Ο πόλεμος Ισραήλ-Χεζμπολάχ έχει αποδυναμώσει τις δυνατότητες της Χεζμπολάχ να παρέμβει αποτελεσματικά στον πόλεμο στη Συρία, δημιουργώντας έτσι κενά που εκμεταλλεύονται οι αντάρτες. Το Ισραήλ επιθυμεί τη συρρίκνωση της επιρροής του Ιράν στην περιοχή, ειδικά μέσω της αποσταθεροποίησης του συριακού καθεστώτος και της εξουδετέρωσης του ιρανικού στρατηγικού διαδρόμου στη Μέση Ανατολή.
Η πρόσφατη απόφαση του Ισραήλ να συνεχίσει τις επιθέσεις στον Λίβανο και στη Συρία, εν μέσω των ταραχών στην περιοχή, δείχνει τη συνεχιζόμενη επιρροή του Ισραήλ στην πολιτική της Μέσης Ανατολής. Ο ισραηλινός στρατός είναι αποφασισμένος να αντιμετωπίσει τις απειλές από τη Χεζμπολάχ και τις φιλοϊρανικές δυνάμεις, και το γεγονός ότι έχει αποσύρει ορισμένες δυνάμεις από τα μέτωπα στη Συρία φανερώνει τη στρατηγική επιτυχία της σταδιακής αποδυνάμωσης της συριακής κυβέρνησης.
Το Ιράν χάνει συμμάχους
Το Ιράν ήταν ο πιο αξιόπιστος στρατηγικός σύμμαχος του Άσαντ, παρέχοντας υποστήριξη μέσω στρατιωτικών συμβούλων και της αποστολής μαχητών από το Ιράκ. Η παρουσία του Ιράν στη Συρία έχει ως στόχο να αποτρέψει την εξάπλωση της ισλαμιστικής τρομοκρατίας και να διασφαλίσει τη διατήρηση του καθεστώτος Άσαντ, ενώ ταυτόχρονα ενισχύει τις γεωπολιτικές του θέσεις στην περιοχή.
Ο υπουργός Εξωτερικών του Ιράν, Abbas Araghchi, πρόσφατα επισκέφθηκε τη Δαμασκό για να ενισχύσει τη στρατηγική υποστήριξη, ενώ παράλληλα οι δυνάμεις του Ιράκ που συνεργάζονται με το Ιράν ενίσχυσαν τις προσπάθειες για την αναχαίτιση των ανταρτικών επιθέσεων.
Ωστόσο όλα αυτά φάνηκε οτι απέτυχαν πλήρως και τώρα ο Ασαντ αν δεν αλλάξει κάτι δραματικά αποτελεί παρελθόν. Πρόκειται για μία βαθιά στρατηγική ήττα τόσο του Ιραν όσο και των δυνάμεων του Ιράκ που βάσισαν τις ελπίδες τους στην ενίσχυση του Ασαντ.
Οι επιπτώσεις στην Ελλάδα
Η Ελλάδα, λόγω της γεωγραφικής της θέσης, έχει έναν από τους πιο στρατηγικούς ρόλους στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, ο οποίος καθίσταται ακόμη πιο κρίσιμος καθώς οι γεωπολιτικές ισορροπίες μεταβάλλονται. Η στρατηγική σχέση της Ελλάδας με την ΕΕ και τις ΗΠΑ, σε συνδυασμό με την ανάγκη της να διαφυλάξει την ασφάλεια της περιοχής, ενδέχεται να την οδηγήσουν σε αυξημένες στρατιωτικές και διπλωματικές εμπλοκές, τόσο σε σχέση με την Τουρκία όσο και με τις αναδυόμενες απειλές από τη Συρία.
Η παρουσία των τουρκικών δυνάμεων στη Συρία και οι επιπτώσεις που μπορεί να έχει στην ελληνική ασφάλεια και κυριαρχία στον θαλάσσιο χώρο της Ανατολικής Μεσογείου δεν πρέπει να αγνοηθούν. Η Τουρκία παραμένει η κυριότερη περιφερειακή δύναμη που διαμορφώνει τις εξελίξεις στη Συρία και η ελληνική κυβέρνηση θα πρέπει να αναλάβει ρόλο «μεσολαβητή» ή ακόμα και «εγγυητή» στη σταθερότητα της περιοχής, δεδομένης της συνεργασίας της με τις μεγάλες δυνάμεις και του κρίσιμου γεωστρατηγικού της ρόλου στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η ενδεχόμενη αύξηση των προσφυγικών ροών μπορεί να αναδείξει το ζήτημα της δημόσιας ασφάλειας και να ενισχύσει την αντίδραση πολιτικών κομμάτων και πολιτών που βλέπουν την κατάσταση ως απειλή για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια.
Αντίστοιχα, η στήριξη της Ελλάδας σε διεθνείς προσπάθειες επίλυσης της κρίσης, είτε μέσω του ΝΑΤΟ είτε της ΕΕ, ενδέχεται να προσφέρει κάποια «διπλωματικά κέρδη», αλλά ταυτόχρονα να τη βάλει σε αντιπαράθεση με περιφερειακές δυνάμεις, όπως η Τουρκία και η Ρωσία, με σημαντικές συνέπειες για τις διπλωματικές της σχέσεις.
Η ελληνική κυβέρνηση, ενώ επιδιώκει να διατηρήσει την εσωτερική πολιτική σταθερότητα και να εξασφαλίσει την ασφάλεια των πολιτών της, θα πρέπει να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις που συνδέονται με την προσφυγική κρίση και τις γεωπολιτικές αναταράξεις. Εν μέσω αυτών των εξελίξεων, η Ελλάδα θα πρέπει να προσαρμοστεί σε μια νέα πραγματικότητα όπου οι διεθνείς και περιφερειακοί παράγοντες, όπως οι ΗΠΑ, η Ρωσία, το Ιράν και η Τουρκία, θα συνεχίσουν να έχουν καθοριστική επίδραση στην περιοχή της Συρίας και του ευρύτερου γεωπολιτικού τοπίου.