Στους 100 οικονομολόγους που ζητούν διαγραφή του χρέους απαντούν με τραπεζίτες πρωθυπουργούς
«Ενδεχόμενη ακύρωση του χρέους θα συνιστούσε παραβίαση της ευρωπαϊκής Συνθήκης που απαγορεύει αυστηρά τη νομισματική χρηματοδότηση των κρατών-μελών» δήλωσε η Λαγκάρντ στην γαλλική ,κυριακάτικη εφημερίδα Journal du Dimanche.
Οι παροικούντες στην …Φρανκφούρτη που γνωρίζουν μάλιστα πολύ καλά ότι η Λαγκάρντ σπανίως και μόνο για εξαιρετικούς λόγους, χαλάει για δουλειά τα Σαββατοκύριακά της, αιφνιδιάστηκαν βλέποντας την να χάνει ώρες ολόκληρες για να δώσει τη συνέντευξη αυτή στην κυριακάτικη γαλλική εφημερίδα.
Η Λαγκάρντ φαίνεται όμως ότι πιέστηκε από δύο παράγοντες:
Ο πρώτος λόγος ήταν η κοινή επιστολή των 100 διάσημων οικονομολόγων που δημοσιεύτηκε την περασμένη Παρασκευή , με την οποία απηύθυναν έκκληση να διαγραφεί το 25% του δημόσιου ευρωπαϊκού χρέους, το οποίο κατακρατεί η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και ανέρχεται σχεδόν σε 2,5 τρισεκατομμύρια ευρώ, ώστε να διευκολυνθεί η κοινωνική και οικολογική ανοικοδόμηση μετά την πανδημία. Όπως γράφει στην Liberation ο Ζαν Κατρμέρ «μπορεί η εξυπηρέτηση του χρέους (οι τόκοι που καταβάλλονται κάθε χρόνο) να μειώνεται, λόγω των πολύ χαμηλών επιτοκίων, αλλά μια μέρα, θα πρέπει το χρέος να επιστραφεί.
Ωστόσο, δεν υπάρχουν 36, παρά μόνο δύο τρόποι για να γίνει αυτό: Είτε αυξάνοντας τους φόρους, είτε περικόπτοντας τις δημόσιες δαπάνες, είτε φυσικά και τα δύο μαζί βρίσκοντας το σωστό μείγμα για να μην πληγεί η ανάπτυξη. Μια άλλη, πολύ πιο ριζοσπαστική μέθοδος είναι η ολική ή μερική διαγραφή του χρέους ή η αναδιάρθρωσή του, όπως λέγεται στην χρηματοοικονομική γλώσσα».
Σοβαρά ανήσυχοι ότι μετά την πανδημία θα ακολουθήσει μια πολιτική αυστηρής λιτότητας στις περισσότερες χώρες μέλη της ΕΕ που διοικούνται από νέο-φιλελεύθερες κυβερνήσεις , οι 100 οικονομολόγοι, ανάμεσά τους και ο Τομά Πικετί ,εκτιμούν ότι η διαγραφή των δημόσιων χρεών ή η μετατροπή τους σε άτοκα δάνεια στο διηνεκές, θα μπορούσε να γίνει με αντάλλαγμα τη δέσμευση των κρατών «να επενδύσουν τα ίδια ποσά στην οικολογική και κοινωνική ανοικοδόμηση.
Ο δεύτερος λόγος της βιασύνης της Λαγκάρντ, ακούει στο όνομα Γιενς Βάιντμαν, του προέδρου της πανίσχυρης γερμανικής Bundesbank , μέλους του ΔΣ της ΕΚΤ και επικεφαλής των «γερακιών» της λιτότητας στην Ευρώπη.
Ο Βάιντμαν, που σύμφωνα με την Suddeutsche Zeitung, είναι «ο επικεφαλής της αντιπολίτευσης» στην ΕΚΤ, μόλις δημοσιεύτηκε η επιστολή των 100 οικονομολόγων, ανάμεσά τους και ο Τομά Πικετί, έσπευσε να δώσει συνέντευξη, που δημοσιεύτηκε το περασμένο Σάββατο, στην "Augsburger Allgemeine" και να εκφράσει την κατηγορηματική του αντίθεση σε κάθε σκέψη διαγραφής των χρεών λόγω της πανδημίας. Αλλωστε, όπως είπε ο Γερμανός τραπεζίτης η γερμανική οικονομία πάει καλά, καθώς η βιομηχανία μας εμφανίζεται και πάλι ισχυρή, γεγονός που οφείλεται επίσης στην παγκόσμια ζήτηση για γερμανικά προϊόντα.
Συνεπώς η γερμανική οικονομία θα μπορούσε στις αρχές του 2022 να φτάσει ξανά στα επίπεδα πριν από την κρίση». Οπερ, μεθερμηνευόμενον: Οι άλλοι μπορείτε να πάτε να πνιγείτε…Φυσικά, ο Βάιντμαν κράτησε και μια πισινή, λέγοντας ότι «οι προβλέψεις δεν είναι και τόσο εύκολες προς το παρόν, επειδή η οικονομική ανάπτυξη εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την πορεία της πανδημίας και είναι συνεπώς αβέβαιη "ομολόγησε" το αφεντικό της Γερμανικής Ομοσπονδιακής Τράπεζας στη Σαββατιάτικη συνέντευξή του στην «Augsburger Allgemeine ».
«Ελάτε να συζητήσουμε το χρέος για Πράσινη ανάπτυξη»
Διαβάζοντας τον Βάιντμαν, η Λαγκάρντ έτρεξε λοιπόν να δώσει Σαββατιάτικα τη συνέντευξη στη γαλλική κυριακάτικη εφημερίδα για να δώσει μια εναλλακτική:
Απηύθυνε ουσιαστικά έκκληση στους οικονομολόγους αλλά και στις κυβερνήσεις να συζητήσουν τη «χρησιμοποίηση του χρέους για Πράσινη ανάπτυξη».
Μπορεί να είπε ότι «δεν αποτελεί επιλογή» η διαγραφή των χρεών των κρατών, καθώς η διαπραγμάτευσή τους γίνεται αυτή τη στιγμή με πολύ χαμηλά, ακόμη και με αρνητικά επιτόκια, αλλά ουσιαστικά αποδέχθηκε την πρόταση των 100 οικονομολόγων για πολύ χαλαρή αντιμετώπιση των χρεών λόγω της πανδημίας . Με αντάλλαγμα τη δέσμευση των χωρών μελών της ΕΕ να επενδύσουν στην οικολογική και κοινωνική ανοικοδόμηση. «Να προχωρήσουμε προς μια άλλη οικονομία, πιο ψηφιακή, πιο πράσινη, πιο εστιασμένη στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και στη διατήρηση της βιοποικιλότητας », είπε χαρακτηριστικά η Λαγκάρντ.
Εξέφρασε επίσης-προς το παρόν- όπως είπε, την πεποίθηση ότι «το 2021 θα είναι έτος ανάκαμψης», αλλά προειδοποίησε ότι «δεν είμαστε απαλλαγμένοι από άγνωστους κινδύνους», τονίζοντας ότι «δεν θα επιστρέψουμε στα προ πανδημίας επίπεδα οικονομικής δραστηριότητας, πριν από τα μέσα του 2022».
Μια σαφής προειδοποίηση προς την Κομισιόν και τις κυβερνήσεις που είναι υπεύθυνες άλλωστε για τη δημοσιονομική πολιτική, να συνεχίσουν να εφαρμόζουν μέτρα κοινωνικής προστασίας για τους εργαζόμενους και τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Οσο και αν τα «γεράκια» της λιτότητας στην Ευρώπη επιμένουν να οχυρώνονται πίσω από τις ευρωπαϊκές Συνθήκες ,υποστηρίζοντας ότι είναι άκαμπτες και δεν αλλάζουν.
Οι Συνθήκες αλλάζουν αν υπάρχει πολιτική βούληση
Κι όμως! Παρουσιάζοντας τις προτάσεις τους για το χρέος, οι 100 οικονομολόγοι προέβησαν επίσης σε μια πολύ σημαντική διαπίστωση: «Η διαγραφή δεν απαγορεύεται ρητά από τις ευρωπαϊκές συνθήκες» και πως «η ιστορία μας έχει δείξει πολλές φορές ότι οι νομικές δυσκολίες εξαφανίζονται μπροστά στις πολιτικές συμφωνίες».
Υπάρχει η δυνατότητα να αλλάζουν οι ευρωπαικές Συνθήκες , όπως αναφέρει σε έκθεσή της η Ερευνητική Υπηρεσία του Ευρωπαικού Κοινοβουλίου (EPRS). «Οι ιδρυτικές Συνθήκες της ΕΕ έχουν αναθεωρηθεί από τα κράτη μέλη σε πολλούς γύρους μεταρρυθμίσεων. Αυτή η αναθεώρηση των Συνθηκών είναι ένας τρόπος να διασφαλιστεί ότι το πρωτογενές δίκαιο της ΕΕ εξελίσσεται, προσαρμόζεται και ανταποκρίνεται σε νέες εξελίξεις και μεταβαλλόμενες ανάγκες. Η τελευταία ολοκληρωμένη μεταρρύθμιση της Συνθήκης χρονολογείται από τη Συνθήκη της Λισαβόνας, η οποία τέθηκε σε ισχύ την 1η Δεκεμβρίου 2009. Αν και μια άλλη ολοκληρωμένη αλλαγή της Συνθήκης δεν περιλαμβάνεται ακόμη στην ημερήσια διάταξη, οι πρόσφατες συζητήσεις για το «Μέλλον της Ευρώπης» πυροδότησαν ορισμένες προτάσεις μεταρρυθμίσεων, ορισμένες από τις οποίες θα απαιτούσαν αναθεώρηση των Συνθηκών της ΕΕ».
Πολιτική βούληση χρειάζεται λοιπόν για να αλλάξουν οι Συνθήκες: Το ερώτημα φυσικά είναι αν υπάρχει αυτή η βούληση των κυβερνήσεων να σταθούν υπεράνω νεοφιλελεύθερων ιδεοληψιών και της συνήθους υποταγής στις απαιτήσεις των εταιρικών κολοσσών, μειώνοντας τις τεράστιες κοινωνικές ανισότητες.
`Η μήπως, η «λύση» που προωθείται από την ευρωπαϊκή ελίτ είναι τελικά, η ανάληψη της διακυβέρνησης απευθείας -χωρίς εκλογές-από τους τραπεζίτες. Όπως συνέβη στην Ιταλία με τον Μάριο Ντράγκι σήμερα, και με τον Μάριο Μόντι, πριν 10 χρόνια στην άλλη κρίση, την χρηματο -πιστωτική, ακολουθώντας την πολιτική λιτότητας των Βρυξελλών.
«Η επιλογή δύο μη εκλεγμένων τραπεζιτών ως πρωθυπουργών μέσα σε μια δεκαετία δεν είναι και καλή εμφάνιση για δημοκρατία που σέβεται τον εαυτό της, όσο σοβαρή κι είναι η κρίση» όπως γράφει ο Guardian.
Το αισιόδοξο μήνυμα έρχεται πάντως μόνο από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού, όπου ο νέος Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, Τζο Μπάιντεν, με κονδύλια ύψους δύο τρισεκατομμυρίων δολαρίων εμφανίζεται έτοιμος να εφαρμόσει μια χαλαρή και αναπτυξιακή συνάμα, δημοσιονομική πολιτική με διπλασιασμό του ωρομίσθιου στα 15 δολάρια και τη φορολόγηση του μεγάλου πλούτου.
Όπως γράφει μάλιστα ο Economist ο Μπάιντεν βαδίζει «στα πρότυπα του Ρούσβελτ, παρά του Ομπάμα»