Σοκ: Πέθανε ο Μίμης Δομάζος - Ποιος ήταν ο «στρατηγός» του ελληνικού ποδοσφαίρου
Ο εμβληματικός παλαίμαχος ποδοσφαιριστής έφυγε από τη ζωή μετά από ανακοπή που υπέστη ανήμερα των 83ων γενεθλίων του.
Συγκλονισμένος είναι ο κόσμος του αθλητισμού από την είδηση πως έφυγε από τη ζωή ο «στρατηγός» του ελληνικού ποδοσφαίρου, Μίμης Δομάζος, μετά την ανακοπή που υπέστη ανήμερα των 83ων γενεθλίων του.
Ο εμβληματικός παλαίμαχος ποδοσφαιριστής την περασμένη Τετάρτη βρισκόταν στην είσοδο διαγνωστικού κέντρου στο Χαλάνδρι, όταν αισθάνθηκε έντονη αδιαθεσία και κατέρρευσε στο πεζοδρόμιο. Τον παρέλαβε ασθενοφόρο του ΕΚΑΒ και μεταφέρθηκε εσπευσμένα στο νοσοκομείο «Ερυθρός Σταυρός».
Αμέσως έγιναν προσπάθειες ανάνηψης από τους γιατρούς, με τους γιατρούς να τον επαναφέρουν στη ζωή και τον Μίμη Δομάζο να νοσηλεύεται για τρεις μέρες διασωληνωμένος στη ΜΕΘ. Τελικά, όμως ο εμβληματικός θρύλος του ελληνικού ποδοσφαίρου έχασε τη μάχη για τη ζωή του το πρωί της Παρασκευής (24/1), βυθίζοντας στη θλίψη το ελληνικό ποδόσφαιρο...
Ποιος ήταν ο Μίμης Δομάζος
Ο Μίμης (Δημήτρης) Δομάζος γεννήθηκε στην Αθήνα στις 22 Ιανουαρίου 1942) και θεωρείται ένας από τους καλύτερους Έλληνες ποδοσφαιριστές όλων των εποχών.
Μάλιστα, το 2003 ψηφίστηκε ως ο δεύτερος καλύτερος Έλληνας ποδοσφαιριστής από την ΕΠΟ για τον εορτασμό των 50 χρόνων της UEFA, ενώ η IFFHS τον επέλεξε στην καλύτερη 11άδα όλων των εποχών του ελληνικού ποδοσφαίρου το 2021.
Σημειώνεται πως ήταν ένας από τους τελευταίους λαμπαδηδρόμους που μετέφεραν τη φλόγα μέσα στο Ολυμπιακό Στάδιο, για την έναρξη των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 στην Αθήνα.
Από τις αλάνες στα σαλόνια
Ο Μίμης Δομάζος ξεκίνησε το ποδόσφαιρο στις αλάνες της περιοχής δίπλα στο γήπεδο του Παναθηναϊκού και στα 13 του έβγαλε δελτίο στην Άμυνα Αμπελοκήπων, δηλώνοντας ψεύτικη ηλικία για να μπορεί να αγωνίζεται. Ο πατέρας του ήταν υγειονομικός υπάλληλος με καταγωγή από τη Σάμο και η μητέρα του νοσοκόμα μικρασιάτικης καταγωγής.
Σύντομα το όνομά του άρχισε ν’ ακούγεται στους ποδοσφαιρικούς κύκλους και προσέλκυσε το ενδιαφέρον του Παναθηναϊκού. Η ανεπίσημη πρεμιέρα του Δομάζου με τα πράσινα ως δεξί εξτρέμ έγινε σε φιλικό αγώνα εναντίον της ΑΕΚ (0-2) για το Κύπελλο των Χριστουγέννων, που διεξήχθη στις 26 Δεκεμβρίου 1958. To 1959 ο τότε προπονητής των «πρασίνων», Σβέτισλαβ Γκλίσοβιτς εισηγήθηκε την απόκτηση του, και σε ηλικία 17 ετών μεταγράφηκε στον Παναθηναϊκό.
Στο «τριφύλλι» έκανε σπουδαία καριέρα και δικαίως θεωρείται ως ένας εκ των κορυφαίων ποδοσφαιριστών που φόρεσαν τη φανέλα του αθηναϊκού συλλόγου. Στον Παναθηναϊκό αγωνίστηκε συνολικά σε 502 αγώνες πρωταθλήματος, επίδοση που τον κατατάσσει πρώτο σε συμμετοχές στην ιστορία των «πρασίνων».
Κορυφαία του στιγμή υπήρξε η συμμετοχή του στον τελικό του κυπέλλου Πρωταθλητριών το 1971 στο Γουέμπλεϊ, απέναντι στην κορυφαία ομάδα της εποχής στην Ευρώπη, Άγιαξ του Γιόχαν Κρόιφ. Εκείνη τη χρονιά ψηφίστηκε δέκατος καλύτερος παίκτης στην Ευρώπη με πρώτο τον Γιόχαν Κρόιφ.
Με τον Παναθηναϊκό κατέκτησε συνολικά 13 τίτλους και ήταν αρχηγός της ομάδας για περίπου 15 χρόνια.
Τη διετία 1978-1980 αγωνίστηκε στην ΑΕΚ κατακτώντας ένα πρωτάθλημα. Το 1980 επέστρεψε στον Παναθηναϊκό με τη φανέλα του οποίου ήθελε να αποσυρθεί από την ενεργό δράση.
Συνολικά έχει καταγράψει 536 συμμετοχές στο πρωτάθλημα (με Παναθηναϊκό και ΑΕΚ) και βρίσκεται στην πρώτη θέση όλων των εποχών σε παρουσίες και παρά το γεγονός ότι έχουν περάσει πλέον περισσότερα από 30 χρόνια, παραμένει στην κορυφή του σχετικού πίνακα. Με τον Παναθηναϊκό και την ΑΕΚ κατέκτησε συνολικά 14 τίτλους.
Η καριέρα του με την εθνική ομάδα
Ο Μίμης Δομάζος υπήρξε 50 φορές διεθνής με την Ελλάδα και σημείωσε 4 τέρματα, ενώ για αρκετά χρόνια είχε το περιβραχιόνιο του αρχηγού. Το ντεμπούτο του με τη γαλανόλευκη φανέλα πραγματοποιήθηκε στις 2 Δεκεμβρίου 1959 στο Γήπεδο Απόστολος Νικολαΐδης εναντίον της Δανίας.
Στις 11 Νοεμβρίου 1980 στο ίδιο γήπεδο διεξήχθη φιλικός αγώνας εναντίον της Αυστραλίας, στον οποίο τιμήθηκε για την πολυετή προσφορά του στο εθνικό αντιπροσωπευτικό συγκρότημα αλλά και στο ελληνικό ποδόσφαιρο γενικότερα.[7] Στον συγκεκριμένο αγώνα χρίστηκε σκόρερ, γεγονός που τον καθιστά τον μεγαλύτερο σε ηλικία παίκτη που σκόραρε ποτέ με τη φανέλα της Ελλάδας (σε λιγότερο από τρεις μήνες θα συμπλήρωνε τα 39 του χρόνια). Την εποχή εκείνη ήταν δεύτερος σε συμμετοχές στην ιστορία της εθνικής Ελλάδας, πίσω από τον Μίμη Παπαϊωάννου.