Ραζόν Ρόντο, ο τέλειος ενορχηστρωτής μίας κατηγορίας που είναι «υπό εξαφάνιση»
Στο άκουσμα της είδησης της επίσημης απόσυρσης του Ραζόν Ρόντο από την ενεργό δράση, ουκ ολίγοι φαν του αθλήματος του μπάσκετ και του ΝΒΑ, κυρίως μεγαλύτεροι των 20-25 ετών (γιατί οι μικρότεροι μετά βίας έχουν παρακολουθήσει αυτόν τον παίκτη στην ακμή του), ενδεχομένως να είχαν κοινές αντιδράσεις και σκέψεις τύπου: «Πάει και αυτός ο παιχταράς, από τους τελευταίους πλέι-μέικερ κλπ».
Έτσι ακριβώς είναι, γιατί ο Ραζόν Ρόντο εκτός από παιχταράς, ήταν επίσης η επιτομή του playmaking, ήταν ένα τρανό παράδειγμα σωστού πόιντ-γκαρντ. Αν υπήρχε μπασκετικό λεξικό, τότε δίπλα από τον όρο «πλέι-μέικερ» ή «πόιντ-γκαρντ» ή «οργανωτής του παιχνιδιού» θα έπρεπε να υπάρχει μια φωτογραφία του Ραζόν Ρόντο, ανάμεσα σε τόσους άλλους αναλόγου ή και μεγαλύτερου βεληνεκούς παίκτες φυσικά.
Αλλά ο 38χρονος πλέον παλαίμαχος δεν ήταν ποτέ προφανώς ο κορυφαίος παίκτης του κόσμου. Ούτε καν ο κορυφαίος παίκτης της θέσης του διαχρονικά. Για ένα διάστημα ωστόσο ίσως να ήταν κορυφαίος της γενιάς του όσον αφορά τη θέση «1». Αυτό που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, είναι το γεγονός πως έπαιζε το μπάσκετ με το «γράμμα του νόμου», με τον σωστό τρόπο, όποιος και να θεωρείται αυτός βέβαια.
Ο Ραζόν Ρόντο δεν ήταν ούτε ιδιαίτερα ψηλός (1.85μ.), δεν είχε ασύλληπτα αθλητικά προσόντα, τα οποία βέβαια θα έπρεπε να εκτιμηθούν περισσότερο ένεκα της μικροκαμωμένης σωματοδομής του, ενώ δεν ήταν καν συνεπής σουτέρ (32% στα τρίποντα, 61% στις βολές ποσοστά καριέρας) πράγμα ανήκουστο για έναν γκαρντ.
Υπήρχαν όμως άλλοι τόσοι λίγοι για τους οποίους ο Ρόντο λατρεύτηκε ή τουλάχιστον εκτιμήθηκε. Το μπασκετικό του IQ απίστευτα υψηλό, η οξυδέρκειά του στο παρκέ αδιαμφισβήτητη, ενώ οι αρετές δημιουργίας και πάσας ξεπερνούσαν κατά πολύ τον μέσο όρο ενός καλού πόιντ-γκαρντ.
Αμέτρητα highlights στην πλειοψηφία των οποίων έκανε χαρούμενο έναν συμπαίκτη του αφού η πάσα ήταν στο αίμα του και η πολυδιάστατη προσφορά ήταν το στοιχείο του, κι ας μας τα χάλαγε ανέκαθεν με το προβληματικό του σουτ. Ωστόσο, τα triple double ήταν κάτι σύνηθες για αυτόν (42 στην καριέρα του, τα 10 σε Playoffs), όταν ακόμα δεν ήταν τόσο δημοφιλή, ενώ δεν υπήρξε «πρώτο βιολί» στο απόγειο της καριέρας του. Πλην όμως, υπήρξε σπουδαίος συμπαίκτης για το τρίπτυχο των Πολ Πιρς, Κέβιν Γκαρνέτ και Ρέι Άλεν με το οποίο συνέθεσε μια απολαυστική τετράδα που έφτασε στην κατάκτηση του πρωταθλήματος το 2008, έφτασε στους τελικούς του 2010 και αποτέλεσε την τελευταία πρωταθληματική «φουρνιά» της βαριάς φανέλας των Μπόστον Σέλτικς.
Εκτός των «Κελτών» όπου πέρασε τα καλύτερά του χρόνια (2006-2014), ο βραχύσωμος δημιουργός αγωνίστηκε επίσης σε Μάβερικς (2014-15), Κινγκς (2015-16), Μπουλς (2016-17), Πέλικανς (2017-18), Λέικερς (2018-2020,), Χοκς (2020-21), Κλίπερς (2021), ξανά Λέικερς (2021-22) και τέλος στους Καβαλίερς (2022).
Μπορεί από τα 28 του χρόνια και μετά όταν και έφυγε από τους Σέλτικς (11 πόντοι, 8.5 ασίστ, 4.7 ριμπάουντ μέσο όρο σε 527 ματς) να ήταν γυρολόγος για αρκετές ομάδες, όμως αξίζει να του πιστωθεί το γεγονός πως είναι μόλις ο ένας από τους δύο παίκτες (ο άλλος ήταν ο Κλάιντ Λόβελετ πριν από... 60-70 χρόνια) που έχουν κατακτήσει πρωτάθλημα με τους Σέλτικς και τους Λέικερς (τις δύο κατά τεκμήριο κορυφαίες και πιο επιτυχημένες της ιστορίας), αφού είχε συμβάλει στο τελευταίο δαχτυλίδι της ομάδας του Λος Άντζελες το 2020.
Σε ατομικές διακρίσεις, ο γεννημένος στο Λούισβιλ του Κεντάκι, έχει μεταξύ άλλων γίνει τέσσερις φορές NBA All-Star (2010-2013), έχει συμπεριληφθεί δύο φορές στην καλύτερη αμυντική πεντάδα (2010, 2011) και άλλες τόσες στην δεύτερη καλύτερη (2009, 2012), έχει αποτελέσει κορυφαίος σε ασίστ σε μια σεζόν τρεις φορές (2012, 2013, 2016), μια φορά σε κλεψίματα (2010), ενώ έχει καταγράψει ουκ ολίγες φορές παιχνίδια με τουλάχιστον 20 ασίστ, δίνοντας ρεσιτάλ δημιουργίας ανά τα χρόνια.
Ο ίδιος ολοκλήρωσε την καριέρα του με 9.8 πόντους, 7.9 ασίστ, 4.5 ριμπάουντ και 1.6 κλεψίματα σε 957 (733 ως βασικός) παιχνίδια κανονικής περιόδου, ενώ οι μέσοι όροι του αυξάνονται στα 134 (105 ως βασικός) ματς που έδωσε σε επίπεδο Playoffs έχοντας 12.5 πόντους, 8.5 ασίστ, 5.6 ριμπάουντ και 1.7 κλεψίματα αποδεικνύοντας πώς έχει... φάει με το κουτάλι τους κρίσιμους αγώνες και τις μεγάλες στιγμές.
Μεγάλες στιγμές αποτέλεσαν γενικότερα αυτές που προσέφερε στο παρκέ με το απαράμιλλο μπασκετικό μυαλό του, όντας ένας από τους τελευταίους κλασικούς πλέι-μέικερ του αθλήματος (μαζί με τον ακόμη εν ενεργεία Κρις Πολ). Μια κατηγορία που τείνει να εξαφανιστεί αφού πλέον έχουν σχεδόν εξαλειφθεί οι διαφορές ανάμεσα στις θέσεις του πόιντ-γκαρντ και του σούτινγκ-γκαρντ και κατ'επέκταση δεν υπάρχουν πλέον στο σύγχρονο στερέωμα δημιουργικοί «καλλιτέχνες» στο παρκέ ή αλλιώς «ενορχηστρωτές» που ήξεραν πώς να οργανώνουν μια ομάδα, πώς να μοιράζουν highlights απλά με τις πάσες τους και πώς να γίνονται «εκκωφαντικοί» χωρίς να σκοράρουν ή να γράφουν γεμάτες στατιστικές.