Ρέγκλινγκ: Η Ελλάδα πρέπει το 2023 να πετύχει πλεόνασμα κοντά στον συμφωνημένο στόχο
Η Ελλάδα θα πρέπει το 2023 να επιτύχει πρωτογενές πλεόνασμα κοντά στον συμφωνημένο στόχο, δηλώνει ο επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας.
Στην αποκλειστική συνέντευξή του στο "Κεφάλαιο" και στο Capital.gr (Μαρία Ψαρά), ο Κλάους Ρέγκλινγκ βάζει με αυτόν τον τρόπο τέλος στις όποιες προσδοκίες της Αθήνας για νέα σημαντική δημοσιονομική χαλάρωση το 2023.
Ο πάντα προσεκτικός και αυστηρός Γερμανός οικονομολόγος δεν παραλείπει να τονίσει με έμφαση ότι η δημοσιονομική σύνεση θα είναι ζωτικής σημασίας για την Ελλάδα και στο μέλλον, "για τη διατήρηση της βιωσιμότητας του χρέους και της εμπιστοσύνης της αγοράς", αλλά και προκειμένου οι οίκοι αξιολόγησης να αναβαθμίσουν την αξιολόγηση της χώρας σε επενδυτική βαθμίδα.
Στην ερώτηση για τις επιπτώσεις που θα έχει ο πόλεμος στην Ουκρανία στην ευρωπαϊκή οικονομία, ο κ. Ρέκλινγκ τόνισε μεταξύ άλλων: Το πόσο θα επιβραδυνθεί η ανάπτυξη εξαρτάται από το πώς θα εξελιχθεί ο πόλεμος. Οι υψηλότερες τιμές της ενέργειας και των τροφίμων, που ήδη βλέπουμε, θα αποδυναμώσουν την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών. Αυτό σε συνδυασμό με την αυξημένη αβεβαιότητα και τις νέες διαταραχές στις αλυσίδες εφοδιασμού ενδέχεται να μειώσουν σημαντικά την ανάπτυξη φέτος.
-Ερωτηθείς αν οι κοινοί μηχανισμοί χρηματοδότησης σε ευρωπαϊκό επίπεδο -όπως στην περίπτωση της πανδημίας- θα ήταν η απάντηση και στην περίπτωση της ενεργειακής κρίσης τονίζει ότι αυτή είναι μια συζήτηση που διεξάγεται μεταξύ των ηγετών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι η σημερινή κατάσταση διαφέρει από την πανδημία, όταν χρειαζόταν προσωρινή χρηματοδοτική στήριξη μέχρι να αρχίσει η ανάκαμψη. Τώρα η ενεργειακή κρίση και οι επενδύσεις στην άμυνα μπορεί να απαιτούν μόνιμη αύξηση των δαπανών, η οποία δεν μπορεί εύκολα να παρασχεθεί από ευρωπαϊκές πηγές.
Επίσης, λόγω των υψηλότερων επιπέδων χρέους, η γενική στήριξη που δόθηκε κατά τη διάρκεια της πανδημίας στα νοικοκυριά και στις επιχειρήσεις φαίνεται λιγότερο κατάλληλη τώρα. Οι υπουργοί Οικονομικών, στο ανακοινωθέν τους μετά το τελευταίο Eurogroup, ορθώς τάχθηκαν υπέρ των στοχευμένων και προσωρινών μέτρων προσθέτει και τονίζει: Τα κεφάλαια του Next Generation EU (σ.σ. Ταμείου Ανάκαμψης) μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την αύξηση της στρατηγικής ανεξαρτησίας της Ευρώπης από τις ρωσικές εισαγωγές ενέργειας.
Σε ερώτηση αν είναι αναπόφευκτη η παράταση της γενικής ρήτρας διαφυγής και για το 2023 ο κ. Ρέκλινγκ απαντά πως η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα επανεκτιμήσει τις δημοσιονομικές της κατευθύνσεις τον Μάιο, υπό το πρίσμα των νέων ευρωπαϊκών προβλέψεων που θα παρουσιαστούν τότε. Δεδομένης της αβεβαιότητας που αντιμετωπίζουμε, η επανεκτίμηση είναι πολύ λογική. Με την ευκαιρία αυτή, η Επιτροπή θα αξιολογήσει επίσης κατά πόσον η γενική ρήτρα διαφυγής πρέπει να παραταθεί.
Σχετικά με τον πληθωρισμό σημειώνει ότι το σοκ από τις τιμές των εμπορευμάτων που αντιμετωπίζει η Ευρωζώνη έχει ιστορικές διαστάσεις. Έχει πλέον φτάσει σε μεγέθη συγκρίσιμα με το μεγάλο σοκ των τιμών του πετρελαίου τη δεκαετία του 1970. Οι τιμές της ενέργειας και των τροφίμων μπορεί να παραμείνουν υψηλές για κάποιο χρονικό διάστημα. Αυτό θα εξαρτηθεί από τον πόλεμο και την περαιτέρω εξέλιξη των τιμών των εμπορευμάτων.
Ευτυχώς, οι μακροπρόθεσμες προσδοκίες για τον πληθωρισμό και οι μισθοί εξακολουθούν να φαίνονται καλά ευθυγραμμισμένοι με τον στόχο της ΕΚΤ για σταθερότητα των τιμών και δεν βλέπουμε μέχρι στιγμής δευτερογενείς επιπτώσεις στην αγορά εργασίας εκτιμά ο κ. Ρέκλινγκ.
Αναφορικά με την Ελλάδα τονίζει ότι η πλήρης πρόωρη αποπληρωμή των εκκρεμών δανείων του ΔΝΤ της Ελλάδας, καθώς και η προπληρωμή μέρους των δανείων της GLF, στέλνει θετικό μήνυμα στις αγορές σχετικά με τη χρηματοδοτική θέση της χώρας. Θα έχει επίσης θετικό αντίκτυπο στο προφίλ του δημόσιου χρέους της Ελλάδας και θα δημιουργήσει κάποια εξοικονόμηση για τον ελληνικό Προϋπολογισμό.
Σχετικά με την ενισχυμένη εποπτεία και το ενδεχόμενο συνέχισής της ο κ. Ρέκλινγκ δηλώνει ότι η Ελλάδα θα βρίσκεται υπό ενισχυμένη εποπτεία μέχρι τα τέλη του καλοκαιριού, όπως αποφάσισε η Κομισιόν τον Ιανουάριο, όταν την ανανέωσε από τον Φεβρουάριο έως τον Αύγουστο του 2022. Το τι θα γίνει μετά και υπό ποιες προϋποθέσεις μπορεί να εκταμιευθεί η τελευταία δόση του χρέους είναι ακόμη υπό συζήτηση μεταξύ της ελληνικής κυβέρνησης, των ευρωπαϊκών θεσμών και των άλλων κρατών-μελών.
Ερωτηθείς σχετικά με κάποιες ανησυχίες ότι η Ελλάδα δεν θα μπορέσει να σταθεί στα πόδια της χωρίς ενισχυμένη εποπτεία απαντά:
«Με την πάροδο των ετών, οι ελληνικές κυβερνήσεις εισήγαγαν πολλές μεταρρυθμίσεις για τον εκσυγχρονισμό της χώρας, η διάρθρωση του χρέους και η δημοσιονομική της θέση έχουν βελτιωθεί − και οι τράπεζες έχουν μειώσει δραστικά τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, ενισχύοντας παράλληλα τους δείκτες κεφαλαίου».
Σε ερώτηση αν θα επιστρέψει η Ελλάδα στις συμφωνηθείσες δεσμεύσεις για πρωτογενές πλεόνασμα 2,2% από το 2023 κι αν αυτό είναι εφικτό υπό τις νέες συνθήκες, ο κ Ρέκλινγκ ήταν κατηγορηματικός:
«Εκτιμώ ότι η κυβέρνηση έχει ανακοινώσει την πρόθεσή της να έχει πρωτογενές πλεόνασμα το 2023. Είναι σημαντικό το πρωτογενές πλεόνασμα να παραμείνει πολύ κοντά στα συμφωνηθέντα επίπεδα. Η δημοσιονομική σύνεση στο μέλλον θα είναι ζωτικής σημασίας για τη διατήρηση της βιωσιμότητας του χρέους και της εμπιστοσύνης της αγοράς. Επιπλέον, η δημοσιονομική πορεία είναι ένας σημαντικός παράγοντας που θα εξετάσουν οι οίκοι αξιολόγησης όταν αποφασίσουν να αναβαθμίσουν την αξιολόγηση της χώρας σε επενδυτική βαθμίδα».
Αναφορικά με το ελληνικό χρέος και τη σύσταση της Κομισιόν για συγκράτηση των δαπανών και σταδιακή προσαρμογή τονίζει:
Συμφωνώ με αυτή τη σύσταση της Επιτροπής, και για την Ελλάδα. Η Ελλάδα έχει μακράν το υψηλότερο ποσοστό χρέους στην Ευρώπη. Όμως δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η δομή του χρέους της Ελλάδας είναι επίσης μοναδική. Η συντριπτική πλειονότητα του δημόσιου χρέους της Ελλάδας κατέχεται από πιστωτές του δημόσιου τομέα. Ο EMΣ και το EFSF είναι οι μεγαλύτεροι, όπως έχω ήδη αναφέρει. Ως εκ τούτου, τα υψηλά επίπεδα χρέους δεν συνεπάγονται άμεσους κινδύνους για τη βιωσιμότητα του χρέους της Ελλάδας. Οι όροι δανεισμού του ΕΜΣ είναι πολύ ευνοϊκοί, με μεγάλες διάρκειες ωρίμανσης και χαμηλά επιτόκια που συνδέονται με την ισχυρή πιστοληπτική μας αξιολόγηση. Σε κάθε περίπτωση, όπως είπα προηγουμένως, η δημοσιονομική σύνεση είναι το κλειδί και θα στηρίξει τη βιωσιμότητα του χρέους της Ελλάδας μακροπρόθεσμα.
Τέλος σχετικά με τα βασικά σημεία αλλαγής στους δημοσιονομικούς κανόνες της Ε.Ε. ο κ. Ρέκλινγκ σημειώνει:
«Το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης της Ευρώπης λειτούργησε αρκετά καλά, αλλά πρέπει να μεταρρυθμιστεί. Οι επενδυτές σήμερα έχουν ελάχιστη εμπιστοσύνη στο τρέχον πλαίσιο με την πολυπλοκότητα και τις πολλές εξαιρέσεις. Ένα αξιόπιστο πλαίσιο για τη δημοσιονομική πολιτική είναι απαραίτητο στη νομισματική μας ένωση. Τα κύρια στοιχεία του Συμφώνου χρονολογούνται από την εισαγωγή του τη δεκαετία του 1990 και δεν αντικατοπτρίζουν το μεταβαλλόμενο μακροοικονομικό περιβάλλον».