Πυρά Τσακαλώτου εναντίον Κασσελακη περί «συνεργασίας» κεφαλαίου και εργαζομένων
Πυρά εναντίον του Προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ, Στέφανου Κασσελάκη εξαπέλυσε ο πρώην υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος, με σχετική ανάρτηση στον προσωπικό του λογαρισμό στο Facebook, χωρίς ωστόσο να τον κατονομάζει.
Ο κ. Τσακαλώτος με αφορμή την απονομή του βραβείου Νόμπελ στα οικονομικά και την κάτοχο του Claudia Goldin, μίλησε για την συμμετοχή των γυναικών στο εργατικό δυναμικό και τις αμοιβές που αυτές λαμβάνουν αφήνοντας παράλληλα αιχμές για τα εργασιακά δικαιώματα των Ελλήνων υπαλλήλων που συνεχώς τίθενται υπό αμφισβήτηση.
Μάλιστα την ευθύνη για αυτή την αμφισβήτηση απέδωσε άμεσα στο νεοφιλελευθερισμό και τη συναίνεση μεταξύ δεξιάς και εκσυγχρονιστικής σοσιαλδημοκρατίας.
Επιπλέον, μέσα στην ανάρτηση του θίγεται και το ζήτημα της ακρίβειας το οποίο οδηγεί στο μειωμένο βιοτικό επίπεδο των καταναλωτών.
Τέλος, χωρίς άμεση αναφορά ο κ. Τσακαλώτος τονίζει « πως κανένα δικαίωμα των εργαζομένων δεν είναι αυτονόητο και τίποτα δεν κερδίζεται χωρίς αγώνες», καθιστώντας σαφή την ανάγκη για διαρκή προσπάθεια και συντονισμένη δράση.
Υπενθυμίζεται πως στην ομιλία του ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ είχε υποστηρίξει -μεταξύ άλλων- ότι «η σύγχρονη Αριστερά αναγνωρίζει το οικονομικό περιβάλλον στο οποίο ζούμε. Η λέξη “κεφάλαιο” δεν είναι λέξη προς δαιμονοποίηση. Και η λέξη “εργασία” πρέπει να είναι προτροπή για “συνεργασία”, για ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο στο οποίο οι εργαζόμενοι συμμετέχουν ενεργά στην ανάπτυξη της επιχείρησης».
Αναλυτικά, η ανάρτηση του Ευκλείδη Τσακαλώτου έχει ως εξής:
«Πριν από τρεις μέρες ανακοινώθηκε το βραβείο Νόμπελ στα οικονομικά. Απονεμήθηκε στην Claudia Goldin, για τη συνεισφορά της στην έρευνα σχετικά με τη συμμετοχή των γυναικών στο εργατικό δυναμικό και τις αμοιβές τους.
Διαχρονικό αποτέλεσμα της έρευνας, ότι αν και τα αίτια μεταβάλλονται με την πάροδο χρόνου, οι αμοιβές των γυναικών παραμένουν χαμηλότερες από αυτές των αντρών – σε αντίστοιχες θέσεις πάντα – και η πιθανότητα μία γυναίκα να φτάσει στην κορυφή είναι σαφώς μικρότερη από αυτή ενός άντρα.
Γίνεται προφανές ότι ο αγώνας για την κατάκτηση αυτονόητων δικαιωμάτων – όπως αυτό της ίσης αμοιβής για αντίστοιχο έργο – δεν έχουν σταματήσει και ο νεοφιλελευθερισμός, στηριζόμενος στις ανεξέλεγκτες δυνάμεις τις αγοράς, δεν έχει οδηγήσει σε λύσεις.
Και ο αγώνας για τις ίσες αμοιβές και την ισότιμη συμμετοχή των γυναικών είναι μόνο μία πτυχή.
Στο ίδιο κάδρο πρέπει να μπουν εργασιακά δικαιώματα που θεωρούσαμε ότι έχουν κατακτηθεί, αλλά τίθενται σε συνεχή αμφισβήτηση.
Από το δικαίωμα στην 8ωρη εργασία, στο δικαίωμα για συλλογικές συμβάσεις εργασίας και το δικαίωμα σε υπερωρίες που πληρώνονται και δεν αναπληρώνονται με ρεπό (αν και όταν).
Και αυτά είναι μόνο μερικά από τα παραδείγματα που ο νεοφιλελευθερισμός και η μεγάλη συναίνεση μεταξύ δεξιάς και εκσυγχρονιστικής σοσιαλδημοκρατίας έθεσαν υπό αμφισβήτηση.
Με πολύ αρνητικά αποτελέσματα για τους εργαζόμενους – στασιμότητα των πραγματικών μισθών, αύξηση των ανισοτήτων, μείωση του βιοτικού επιπέδου – και δυσανάλογα οφέλη για το κεφάλαιο – αυξημένη κερδοφορία, χωρίς όμως επενδύσεις σε βελτίωση της παραγωγικότητας, αλλά με εκμετάλλευση της φτηνής εργασίας.
Το συμπέρασμα είναι απλό. Κανένα δικαίωμα των εργαζομένων δεν είναι αυτονόητο και τίποτα δεν κερδήθηκε χωρίς αγώνες.
Χρειάζεται διαρκής προσπάθεια και συντονισμένη δράση. Σε κάθε επίπεδο.
Γιατί η ενίσχυση της θέσης των εργαζομένων δεν μπορεί να βασίζεται ούτε στην ελπίδα ότι το κεφάλαιο θα δρα υπέρ της ισότητας, ούτε στη “συνεργασία” των εργαζομένων – αυτό δεν δούλεψε στο παρελθόν, δεν θα δουλέψει ούτε στο μέλλον.»