Πρόεδρος ΓΣΕΒΕΕ στο flash.gr: Δύσκολος ο φετινός χειμώνας για την εστίαση - Ζητούμενο η διαγραφή του ιδιωτικού χρέους
Ένας δύσκολος χειμώνας προδιαγράφεται να είναι ο επόμενος για τον κλάδο της εστίασης όπως επισημαίνει στο flash.gr ο πρόεδρος της ΓΣΕΒΒΕ Γιώργος Καββαθάς σε μια εκ βαθέων συνέντευξη στην Έλλη Κομνηνού. Ο κ. Καββαθάς θίγει ενδελεχώς όλα τα προβλήματα του κλάδου ο οποίος μετά από μια μικρή ανάσα που πήρε το καλοκαίρι καλείται να διαχειριστεί τα νέα δυσοίωνα δεδομένα: το «καθεστώς mini lockdown» που ισχύει από 13/9, το οποίο «περιορίζει στο μισό τη λειτουργία της εστίασης», την ακρίβεια που δοκιμάζει τις επιχειρήσεις και σύμφωνα με τις πρώτες ενδείξεις θα μετακυληθεί στους καταναλωτές, τα «μηδενικά ταμειακά διαθέσιμα για 1 στις 3 επιχειρήσεις» και «τη συσσώρευση του ιδιωτικού χρέους».
Επιπλέον ο πρόεδρος της ΓΣΕΒΕΕ εκτιμά ότι «ο κλάδος της εστίασης έχει εργαλειοποιηθεί και χρησιμοποιείται ως μοχλός πίεσης για τον εμβολιασμό» ενώ τονίζει ότι «η κυβέρνηση θα πρέπει να είναι έτοιμη να επαναφέρει σε ισχύ τουλάχιστον κάποια από τα προηγούμενα βραχυπρόθεσμα μέτρα στήριξης των επιχειρήσεων».
Παράλληλα, ο κ. Καββαθάς αναφέρεται στο θέμα που άνοιξε η κυβέρνηση περί ανάγκης συγχώνευσης των ΜμΕ στην Ελλάδα παρουσιάζοντας με στοιχεία τις δραματικές επιπτώσεις που θα προκύψουν εφόσον η κυβερνητική σύσταση υλοποιηθεί. Καλεί δε όσους έχουν αυτές τις απόψεις να αναθεωρήσουν και να συνεργαστούν για τη στήριξη των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων.
Ερωτηθείς δε σχετικά με το θέμα της efood, αναφέρεται τόσο στο θέμα των εργασιακών σχέσεων, τονίζοντας ότι ο πρόσφατος νόμος που ψηφίστηκε «περιείχε διατάξεις που δημιουργούν προϋποθέσεις νόμιμης ψευδό-αυτοαπασχόλησης», όσο και στη διαδικασία καθορισμού του κατώτατου μισθού που -όπως υποστηρίζει- «έχει γίνει αντικείμενο πολιτικής εργαλειοποίησης».
Ακολουθεί ολόκληρη η συνέντευξη του Προέδρου της ΓΣΕΒΕΕ κ. Γιώργου Καββαθά στην Έλλη Κομνηνού:
ΕΡ.: Θα ήθελα να ξεκινήσουμε από τον χώρο της εστίασης που επλήγη βαρύτατα κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Θέλω λοιπόν να ρωτήσω αφενός αν υπήρξε ικανοποιητικό comeback το καλοκαίρι και κυρίως πώς βλέπετε να κυλούν τα πράγματα τώρα που κρυώνει ο καιρός και αναγκαστικά θα πρέπει να λειτουργήσουν οι εσωτερικοί χώροι; Πώς θα μπαίνουν οι πελάτες σε αυτούς; τι επιπτώσεις βλέπετε για τον κλάδο της εστίασης;
ΑΠ.: Ο κλάδος της εστίασης όπως επισημάνατε συγκαταλέγεται μεταξύ εκείνων που επλήγησαν με σφοδρότητα από την πανδημική κρίση. Κατά τη διάρκεια της περίπου το 80% των επιχειρήσεων του κλάδου ανέστειλε τη λειτουργία του λόγω των περιοριστικών μέτρων που υιοθετήθηκαν για τη προστασία της δημόσιας υγείας. Από το προηγούμενο διάστημα των 19 μηνών, που έχει μεσολαβήσει από την έναρξη του πρώτου lockdown, η πλειονότητα των επιχειρήσεων του κλάδου δεν λειτούργησε για τουλάχιστον 9 μήνες. Αυτό φαίνεται ανάγλυφα από τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ όπου για το 2020 η μεσοσταθμική πτώση του κύκλου εργασιών ήταν 37,7%, ενώ και το Α εξάμηνο του 2021 έκλεισε με αρνητικό πρόσημο, καθώς ο κύκλος εργασιών του κλάδου ήταν μειωμένος κατά 110 εκ. € σε σχέση με το αντίστοιχο εξάμηνο του 2020.
Η εξαιρετικά δύσκολη κατάσταση στην οποία έχουν περιέλθει οι επιχειρήσεις εστίασης φαίνεται και από τα στοιχεία των ερευνών του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ, όπου σχεδόν 1 στις 3 επιχειρήσεις έχουν μηδενικά ταμειακά διαθέσιμα. Από την άλλη, η κυβέρνηση ανέλαβε ένα σημαντικό βάρος του κόστους λειτουργίας των επιχειρήσεων, κυρίως με τα μέτρα της αναστολής συμβάσεων εργασίας και της μείωσης/απαλλαγής καταβολής ενοικίου.
Επιπλέον, οι επιστρεπτέες προκαταβολές και το σχετικό πρόγραμμα χρηματοδότησης για την ανάκαμψη του κλάδου ήταν θετικά μέτρα. Ωστόσο, το παρατεταμένο διάστημα που ένα μεγάλο μέρος των επιχειρήσεων εστίασης παρέμειναν κλειστές έχει επιβαρύνει τη κατάσταση τους, κυρίως γιατί δεν έγιναν αρκετά στο πεδίο των υποχρεώσεων των επιχειρήσεων με αποτέλεσμα την υπερσυσσώρευση οφειλών. Σημειωτέον πως περίπου το 20% των επιχειρήσεων του κλάδου λόγω της δραστηριότητας τους δεν έχουν λειτουργήσει για περισσότερο από 3 με 4 μήνες, όπως πχ τα κέντρα διασκέδασης, τα catering και τα εστιατόρια με αμιγώς κλειστούς χώρους.
Συμπερασματικά, τα μέτρα που έλαβε η κυβέρνηση για τις επιχειρήσεις εστίασης απέτρεψαν τα μαζικά λουκέτα και κατ’ επέκταση τη δραματική αύξηση της ανεργίας, όμως, δεν εξασφάλισαν τη βιωσιμότητα τους. Οι 3 τελευταίοι καλοί μήνες δεν επαρκούν για να καλύψουν τις απώλειες 16 μηνών. Ιδιαίτερα όταν είναι γνωστό πως από τις 13 Σεπτεμβρίου ο κλάδος της εστίασης τελεί υπό το καθεστώς «μίνι lockdown» δεδομένης της υποχρέωσης των επιχειρήσεων να φιλοξενούν στους εσωτερικούς τους χώρους μόνο εμβολιασμένους ή πελάτες που έχουν νοσήσει.
Οι αρνητικές συνέπειες, μάλιστα, από αυτό μέτρο θα φανούν το επόμενο διάστημα που οι θερμοκρασίες θα πέσουν. Ουσιαστικά, περιορίζουν στο μισό την λειτουργική δυνατότητα των επιχειρήσεων, λαμβάνοντας υπόψη τα ποσοστά εμβολιασμού των συμπολιτών μας και ιδιαίτερα εκείνων που ανήκουν στις ηλικιακές ομάδες που αποτελούν το κύριο όγκο των πελατών μας. Δημιουργούν επιπρόσθετα προβλήματα καθώς οι επιχειρηματίες καλούνται να διαχειριστούν και τις μεικτές παρέες στις οποίες κάποιοι θα είναι εμβολιασμένοι και κάποιοι ανεμβολίαστοι. Αυτό που μέχρι σήμερα παρατηρούμε στις επιχειρήσεις που είναι αποκλειστικά Covid Free, είναι ότι οι μεικτές παρέες αποχωρούν. Επιπλέον, αυτή η διαδικασία διαχωρισμού με εξωγενή κριτήρια ενέχει το ρίσκο αρκετές επιχειρήσεις να χάσουν ένα σημαντικό μέρος της τακτικής τους πελατείας.
Δυστυχώς, όλες αυτές οι αρνητικές παρενέργειες έχουν παραβλεφθεί. Ο κλάδος έχει εργαλειοποιηθεί και χρησιμοποιείται ως μοχλός πίεσης για τον εμβολιασμό των συμπολιτών μας. Η από τον προηγούμενο Απρίλιο πρόταση μας για εκπόνηση προγράμματος χρηματοδότησης των επιχειρήσεων εστίασης για την προμήθεια και λειτουργιά συστημάτων καθαρισμού του αέρα στους εσωτερικούς χώρους, που καταστρέφουν όλους τους ιούς σε ποσοστό 99%, ώστε να μπορέσουμε να αποφύγουμε τα ακραία μέτρα και να λειτουργήσουμε σε όσο το δυνατόν πιο ομαλές συνθήκες, δυστυχώς μέχρι σήμερα δεν έχει βρει ευήκοα ώτα. Εάν δεν προχωρήσει με ταχύτερους ρυθμούς το εμβολιαστικό πρόγραμμα φοβάμαι πως και ο φετινός χειμώνας θα είναι πολύ δύσκολος για τον κλάδο με αρνητικές συνέπειες για τη βιωσιμότητα ενός σημαντικού μέρους των επιχειρήσεων εστίασης.
ΕΡ.: Μετά την πανδημία, το νέο πρόβλημα ακούει στο όνομα ακρίβεια. Ηλεκτρικό, θέρμανση, ανατιμήσεις στις πρώτες ύλες... Θα είναι ακριβότερη η εστίαση και η διασκέδαση για τους καταναλωτές από τον Οκτώβριο;
Στην τελευταία έρευνα του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ καταγράφηκε σημαντική αύξηση των επιχειρήσεων που προχώρησαν σε ανατιμήσεις το Α εξάμηνο του 2021. Ωστόσο, όπως είδαμε από τα στοιχεία της έρευνας οι επιχειρήσεις εστίασης δεν αύξησαν τις τιμές τους. Μόλις το 6,2% αύξησε τις τιμές του έναντι του 12,4% που τις μείωσε και του 79,4% που τις διατήρησε σταθερές. Φαίνεται, δηλαδή, πως παρά τις σημαντικές δυσκολίες που αντιμετώπιζε ο κλάδος οι επιχειρήσεις απορρόφησαν τις ανατιμήσεις. Θεωρώ ότι μεγάλο ρόλο σε αυτή τη συμπεριφορά είχε η μείωση στο 13% του ΦΠΑ στην εστίαση που υιοθετήθηκε το προηγούμενο έτος και έδωσε τη δυνατότητα στις επιχειρήσεις να διατηρήσουν τις τιμές τους σταθερές κατά το πρώτο κύμα των ανατιμήσεων. Από την άλλη μεριά η συνεχιζόμενη αύξηση στην ενέργεια και τις πρώτες ύλες σε συνδυασμό με τις δυσκολίες που έχει μπροστά του ο κλάδος θα δοκιμάσει τη δυνατότητα των επιχειρήσεων να διατηρήσουν τις τιμές τους αμετάβλητες και το επόμενο διάστημα. Οι πρώτες πάντως ενδείξεις που έχουμε από την ενημέρωση που λαμβάνουμε από τα μέλη μας δεν είναι ενθαρρυντικές.
ΕΡ.: Ο πρωθυπουργός ανακοίνωσε κάποια μέτρα στήριξης των επιχειρήσεων στη ΔΕΘ. Θεωρείτε ότι είναι επαρκή; Υπάρχει αίτημα προς την Πολιτεία για πρόσθετα μέτρα στήριξης του κλάδου;
ΑΠ.: Όπως προανέφερα ο κλάδος της εστίασης ήδη τελεί υπό καθεστώς μίνι lockdown οι συνέπειες του οποίου θα φανούν το προσεχές διάστημα. Στο πλαίσιο αυτό θεωρώ ότι η κυβέρνηση θα πρέπει να είναι έτοιμη να επαναφέρει σε ισχύ τουλάχιστον κάποια από τα προηγούμενα βραχυπρόθεσμα μέτρα στήριξης των επιχειρήσεων, όπως πχ η απαλλαγή καταβολής ενοικίου και οι αναστολές συμβάσεων εργασιών για τη διατήρηση του υφιστάμενου προσωπικού, που λόγω των περιοριστικών μέτρων δεν θα έχει αντικείμενο εργασίας και θα κινδυνεύει με καταγγελία της σύμβασης εργασίας. Παράλληλα και σε κάθε περίπτωση είναι απαραίτητη η υλοποίηση προγράμματος οικονομικής στήριξης των επιχειρήσεων του κλάδου που λόγω του αντικειμένου και της φύσης της δραστηριότητας τους έχουν ελάχιστα λειτουργήσει κατά τη διάρκεια της πανδημίας και οδηγούνται στην πλήρη καταστροφή. Επιπλέον, ζητούμενο παραμένει η γενναία αντιμετώπιση του ιδιωτικού χρέους, ακόμα και με διαγραφή ενός μέρους του που προέκυψε εντός της πανδημίας, ώστε να αποτραπεί η υπερχρέωση των επιχειρήσεων που ναρκοθετεί τις προοπτικές ανάκαμψης τους και μοιραία οδηγεί σε λουκέτα.
ΕΡ.: Πριν λίγες μέρες ο υπουργός Ανάπτυξης δήλωσε ξεκάθαρα ότι οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις θα πρέπει να συγχωνευτούν για να επιβιώσουν αλλά και για να μπορούν να έχουν πρόσβαση στο Ταμείο Ανάκαμψης διαφορετικά θα βάλουν λουκέτο; Στη «σύγχρονη οικονομία» δεν χωρούν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις;
ΑΠ.: Κατ’ αρχάς ο αριθμός των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων στην Ελλάδα, που αποτελεί το βασικό επιχείρημα για τον αποκλεισμό τους από τις χρηματοδοτήσεις και για κάποιους συνιστά ακόμα και διαρθρωτικό πρόβλημα της οικονομίας μας, δεν διαφέρει σε σχέση με τις υπόλοιπες Ευρωπαϊκές χώρες.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, στην Ελλάδα το 94,6% των επιχειρήσεων είναι πολύ μικρές (0-9 απασχολούμενους), το 4,8% είναι μικρές (10 – 49 απασχολούμενους), και το 0,5% μεσαίες (50-249 απασχολούμενους). Αθροιστικά οι ΜμΕ στην Ελλάδα αντιστοιχούν στο 99,9% των επιχειρήσεων.
Στην ΕΕ-27 τα αντίστοιχα ποσοστά είναι 93,3% πολύ μικρές επιχειρήσεις, 5,7% μικρές και 0,9% μεσαίες. Αθροιστικά οι ΜμΕ στην Ευρώπη αντιστοιχούν στο 99,8% των επιχειρήσεων. Επιπλέον και σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία, οι ελληνικές ΜμΕ προσφέρουν το 83% των θέσεων απασχόλησης στον ιδιωτικό τομέα, όταν στην ΕΕ-27 το αντίστοιχο ποσοστό είναι 65,2%. Αυτό δείχνει τη σημαντική συμβολή των ελληνικών μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων στην απασχόληση και παράλληλα τις δραματικές επιπτώσεις που θα υπάρξουν από μια βίαιη συρρίκνωση του αριθμού τους.
Θυμίζω ότι την κατά την προηγούμενη δεκαετή χρηματοπιστωτική κρίση οι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις μειώθηκαν κατά 200.000 περίπου ή κατά 25%. Το αποτέλεσμα αυτής της συρρίκνωσης ήταν η ανεργία να εκτιναχθεί στο 27,5%, ενώ και το ΑΕΠ συρρικνώθηκε κατά 25%. Παρά, μάλιστα, αυτή την ανείπωτη μεγέθους καταστροφή, που οδήγησε περισσότερους από 800.000 συμπολίτες μας στην φτώχεια και την ανεργία, η επιχειρηματική διάρθρωση στην Ελλάδα δεν άλλαξε.
Οι ΜμΕ συνεχίζουν να κυριαρχούν στην ελληνική οικονομία και να αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της, κάτι που ισχύει και σε όλες τις άλλες σύγχρονες οικονομίες. Ειδικά για την Ελλάδα αποτελούν τον βασικό πυλώνα μείωσης της ανεργίας που σταθερά συντελείται τα τελευταία 6 χρόνια και οφείλεται κατά κύριο λόγο στην αύξηση του αριθμού των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων.
Δυστυχώς στην Ελλάδα διαχρονικά η πολιτεία είτε αδυνατεί, είτε δεν θέλει να κατανοήσει τις δυνατότητες και τις αδυναμίες τους ώστε να καταρτίσει πολιτικές προσαρμοσμένες στις ανάγκες τους. Θέλουμε να αλλάξει αυτό. Εκείνοι, λοιπόν, που θεωρούν ότι η ελληνική οικονομία μπορεί να ευημερήσει χωρίς τις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις, χωρίς δηλαδή τον πυρήνα της μεσαίας τάξης, θα ήταν ωφέλιμο να αναθεωρήσουν και να συνεργαστούν με τη ΓΣΕΒΕΕ για την στήριξη των επιχειρήσεων αυτών, ιδιαίτερα σήμερα που η πανδημική κρίση έχει πολλαπλασιάσει τους κινδύνους και τις προκλήσεις.
ΕΡ.: Με αφορμή το θέμα με τους διανομείς της efood θα ήθελα ένα σχόλιο για τις εργασιακές σχέσεις στον χώρο της εστίασης και γενικότερα.
ΑΠ.: Κατ’ αρχάς το θέμα που προέκυψε αφορά τη σχέση εργασίας απασχολούμενων με μια ψηφιακή πλατφόρμα. Στις επιχειρήσεις εστίασης που έχουν δικούς τους διανομείς οι συμβάσεις που καταρτίζονται είναι εξαρτημένης εργασίας. Πριν τη ψήφιση του πρόσφατου εργασιακού νομοσχεδίου είχαμε εκφράσει τις επιφυλάξεις μας για τις σχετικές διατάξεις που δημιουργούσαν προϋποθέσεις νόμιμης ψευδό-αυτοαπασχόλησης.
Δυστυχώς, η συνεχής υποβάθμιση των ελεύθερων συλλογικών διαπραγματεύσεων, που συντελέστηκε την τελευταία δεκαετία και συνεχίζεται, επηρεάζει αρνητικά και τις εργασιακές σχέσεις. Αυτός είναι και ένας από τους λόγους που σταθερά υποστηρίζουμε την αποκατάσταση των ελεύθερων συλλογικών διαπραγματεύσεων και την ανάγκη επαναφοράς του καθορισμού του κατώτατου μισθού στους κοινωνικούς εταίρους μέσω της ΕΓΣΣΕ. Άλλωστε, η διαδικασία καθορισμού του κατώτατου μισθού που τα τελευταία χρόνια τελεί υπό την απόφαση της εκάστοτε κυβέρνησης, εκτός των στρεβλώσεων που εκ των πραγμάτων δημιουργεί, έχει γίνει και αντικείμενο πολιτικής εργαλειοποίησης.