«Πρέπει να ανοίξει και πάλι η συζήτηση για την εξάλειψη της ηπατίτιδας C στην Ελλάδα»
Ο Καθηγητής Παθολογίας – Γαστρεντερολογίας, Σπήλιος Μανωλακόπουλος εξηγεί στο Flash.gr τα βήματα που έχουν γίνει για την επίτευξη του στόχου εξάλειψης της ηπατίτιδας C στην Ελλάδα και όσα θα πρέπει να ακολουθήσουν.
«Έχουμε στη διάθεση μας φάρμακα, φάρμακα που θεραπεύουν τη νόσο μέσα σε δύο ή τρεις μήνες, φάρμακα που δίνονται δωρεάν και δεν αξιοποιούμε μια νίκη της επιστήμης, με αποτέλεσμα να βλέπουμε ασθενείς με κίρρωση και καρκίνο από ηπατίτιδα C».
Με αυτή την φράση ο Καθηγητής Παθολογίας - Γαστρεντερολογίας της Ιατρικής Σχολής του ΕΚΠΑ και Υπεύθυνος στην Ηπατογαστρεντερολογική Μονάδα της Β΄ Πανεπιστημιακής Παθολογικής Κλινικής στο ΓΝΑ «Ιπποκράτειο» Σπήλιος Μανωλακόπουλος, συνόψισε μιλώντας στο News4Health, το σημείο που βρίσκεται αυτή τη στιγμή η μάχη για την εξάλειψη της ηπατίτιδα C στη χώρα μας.
Για τον καθηγητή, η αναζωπύρωση της συζήτησης γύρω από την επίτευξη του στόχου είναι απαραίτητη και πρέπει να πλαισιωθεί από στοιχεία και δεδομένα. Για να επιτευχθεί αυτός ο στόχος εκτιμά ότι απαιτείται πολιτική βούληση και κεντρική οικονομική υποστήριξη.
Ηπατίτιδα C και Ελλάδα
H λοίμωξη από τον ιό της ηπατίτιδας C (ΗCV) αποτελεί νόσο με σημαντική νοσηρότητα και θνητότητα και συνιστά διεθνές πρόβλημα δημόσιας υγείας.
Το 70%-80% των ατόμων που μολύνονται αδυνατούν να αποβάλλουν τον ιό και έτσι αναπτύσσουν χρόνια ηπατίτιδα. Το 25% από τα άτομα με χρόνια HCV ηπατίτιδα μετά από 20 - 25 έτη εάν δεν λάβουν αντιική θεραπεία θα φθάσουν στην κίρρωση του ήπατος, την ηπατική ανεπάρκεια ή ακόμα και τον καρκίνο του ήπατος.
Όπως τονίζει ο κ. Μανωλακόπουλος, η μόλυνση αλλά και η χρόνια λοίμωξη είναι συνήθως χωρίς συμπτώματα και επομένως σχεδόν όλα τα μολυσμένα άτομα για πολλά χρόνια δεν γνωρίζουν ότι πάσχουν. Υπολογίζεται πως στην Ελλάδα το 80% των πασχόντων από ηπατίτιδα C πιθανότατα δεν το γνωρίζουν.
Ο HCV μεταδίδεται μέσω χρήσης αντικειμένων και υλικών που έχουν έρθει σε επαφή με μολυσμένο αίμα όπως βελόνες, ξυραφάκια, σύριγγες. Έτσι εξηγείται η μεγάλη του διασπορά μεταξύ των ατόμων που κάνουν ενέσιμη ή διαρρινική χρήση ουσιών. Σπανιότερα μπορεί να μεταδοθεί σεξουαλικά ειδικά σε άτομα με πολλούς ερωτικούς συντρόφους.
Στις ανεπτυγμένες κοινωνίες όπως και στη χώρα μας οι περισσότερες νέες μολύνσεις αφορούν άτομα που κάνουν χρήση ουσιών. «Δύο πολύ καλά οργανωμένες μελέτες από την Ιατρική Σχολή του ΕΚΠΑ την προηγούμενη δεκαετία έδειξαν ότι στη χώρα μας 60.000 – 70.000 άτομα πάσχουν από χρόνια ηπατίτιδα που οφείλεται στον ΗCV», αναφέρει ο Καθηγητής και προσθέτειςπως «από αυτούς οι περισσότεροι ανήκουν στο γενικό πληθυσμό και δεδομένου ότι η νόσος είναι ασυμπτωματικοί, ούτε οι γιατροί ούτε οι ίδιοι γνωρίζουν ότι έχουν ηπατίτιδα C».
Νίκη της επιστήμης
Η περίπτωση της ηπατίτιδας C είναι απόδειξη της αξίας της επιστημονικής έρευνας. Πριν από περίπου 10 χρόνια άρχισαν να διατίθενται νέες αντιικές θεραπείες που άλλαξαν δραματικά το τοπίο της θεραπείας.
Όπως εξηγεί ο κ. Μανωλακόπουλος, «τα φάρμακα αυτά αναστέλλουν τον πολλαπλασιασμό του ιού εντός του ηπατοκυττάρου και ονομάζονται άμεσα δρώντα αντιικά. Χορηγούνται από του στόματος και έχουν πολύ καλή ανοχή».
«Η μεγάλη όμως καινοτομία είναι ότι μπορούν να επιφέρουν πλήρη ίαση της νόσου σε όλους σχεδόν τους ασθενείς που τις λαμβάνουν», υπογραμμίζει ο καθηγητής.
Η διάρκεια θεραπείας είναι λίγες εβδομάδες και τα ποσοστά ίασης ανέρχονται στο 95%-100% των ασθενών, με ελάχιστες παρενέργειες και αντενδείξεις.
Με αυτά τα δεδομένα ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας κατήρτισε σχέδιο εξάλειψης της νόσου, με στόχο τη μείωση των νέων περιπτώσεων ηπατίτιδας C κατά 90% και μείωση των θανάτων κατά 65% μέχρι το 2030.
«Οι περισσότερες χώρες μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα υιοθέτησαν αμέσως την πρόταση και άρχισαν δράσεις για την εφαρμογή του. Εκπονήθηκαν σχέδια δράσης και συντάχθηκαν ειδικές κατευθυντήριες οδηγίες», αναφέρει ο κ. Μανωλακόπουλος.
Στην Ελλάδα το εθνικό σχέδιο δράσης οριστικοποιήθηκε το 2017 και η υλοποίηση του τέθηκε σε εφαρμογή τον Φεβρουάριο 2018 μέσα σε ένα γενικότερο πλαίσιο διάχυτου ενθουσιασμού και αισιοδοξίας, μας υπενθυμίζει ο καθηγητής.
Πυλώνες του σχεδίου δράσης για την εξάλειψη της HCV στη χώρα μας αποτελούν η ενημέρωση και ευαισθητοποίηση του πληθυσμού, τα μέτρα πρόληψης για νέες μολύνσεις, ο έλεγχος του γενικού πληθυσμού και η χορήγηση θεραπείας σε όλους τους πάσχοντες είναι οι πυλώνες.
«Κατά το διάστημα 2015 – 2019 εκτιμάται ότι χορηγήθηκαν 10 εκατομμύρια θεραπείες με τα άμεσα δρώντα αντιικά, ενώ η πρόσβαση σε θεραπεία γίνεται χωρίς περιορισμούς και με πλήρη αποζημίωση σε πολλές χώρες όπως και στην πατρίδα μας», προσθέτει.
Η πανδημία
Πολλές από τις συστάσεις του εθνικού σχεδίου δράσης υλοποιήθηκαν άμεσα και έτσι ο αριθμός των ατόμων που διαγνώσθηκε και έλαβε θεραπεία με τα νέα φάρμακα αυξήθηκε κατά τα έτη 2018 και 2019.
«Η υλοποίηση κάποιων εξ αυτών ξεκίνησε αλλά άλλες ήταν δύσκολο να υλοποιηθούν. Με την έλευση της πανδημίας κατελήφθησαν σχεδόν τα πάντα», σημειώνει ο κ. Μανωλακόπουλος.
Όπως μας εξηγεί σε μικρές κοινότητες ασθενών, όπως αιμοκαθαιρόμενοι, αιμορροφιλικοί, θαλασσαιμικοί, δηλαδή άτομα με ιστορικό μεταγγίσεων που είχαν μολυνθεί, η ηπατολογική κοινότητα κινητοποιήθηκε και θεραπεύτηκαν από την πρώτη στιγμή πριν την έλευση της πανδημίας.
Με τον ερχομό της COVID-19 ο σχεδιασμός και οι δράσεις διεκόπησαν, ενώ επιπρόσθετα δυσκόλεψε και η πρόσβαση των ασθενών στα νοσοκομεία και στα ηπατολογικά ιατρεία.
Βέβαια, αν και συνέβαλαν καταλυτικά, οι συνέπειες της πανδημίας δεν ήταν το μόνο εμπόδιο στην εξάλειψη της ηπατίτιδας C.
«Ο αριθμός των ατόμων με χρόνια ηπατίτιδα C έχει περιορισθεί παγκοσμίως και οι θάνατοι που οφείλονται στην χρόνια HCV μειώθηκαν σημαντικά, αλλά οι στόχοι του ΠΟΥ δεν έχουν επιτευχθεί», υπογραμμίζει ο κ. Μανωλακόπουλος.
«Ήδη από το 2018 ελάχιστες χώρες κατάφεραν να βρεθούν στην πορεία επίτευξης των στόχων για το 2030, ενώ άρχισαν να καταγράφονται πολλές δυσκολίες και φραγμοί στην εφαρμογή των προτάσεων», εξηγεί και απαριθμεί τους κυριότερους λόγους.
«Η μειωμένη κινητοποίηση των ασθενών του γενικού πληθυσμού πιθανότατα λόγω του φόβου του στιγματισμού, η ευαισθητοποίηση του ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού, οι δυσκολίες προσέγγισης ευάλωτων πληθυσμών και η μειωμένη οικονομική ενίσχυση των δράσεων από πλευράς πολιτείας αναδείχθηκαν ως οι κυριότερες αιτίες δυσκολιών στις περισσότερες χώρες».
Το πρόγραμμα ΤΙΤΥΟΣ
«Η Ελληνική και η διεθνής εμπειρία έδειξε ότι οι δράσεις που στοχεύουν σε μικρότερους αριθμητικά υπο-πληθυμούς με υψηλά ποσοστά χρόνιας ηπατίτιδας C εφαρμόζονται ευκολότερα και προσφέρουν υψηλά ποσοστά ίασης. Επιπλέον το 60% των ατόμων που κάνουν χρήση ουσιών έχει χρόνια HCV λοίμωξη και ταυτόχρονα αποτελεί τον βασικό πυρήνα διασποράς του ιού», αναφέρει ο κ. Μανωλακόπουλος.
Μεταξύ των σχεδίων που είχαν καταρτιστεί λίγο πριν το ξέσπασμα της πανδημίας ήταν και το ΤΙΤΥΟΣ. Η δράση επί της ουσίας καλύπτει ένα σκέλος του εθνικού σχεδίου και αφορά στις ομάδες υψηλού κινδύνου, δηλαδή τις ομάδες πληθυσμού με μεγάλο επιπολασμό ηπατίτιδας C, όπως είναι οι χρήστες ουσιών, που πρέπει να λάβουν άμεσα θεραπεία για να εξαλειφθεί ο κίνδυνος μετάδοσης του ιού.
Το 2022 υπεγράφη μνημόνιο συνεργασίας Ελληνική Εταιρεία Μελέτης του Ήπατος (ΕΕΜΗ) και ΟΚΑΝΑ για την υλοποίηση του πρώτου πανελλήνιου προγράμματος εξάλειψης της ηπατίτιδας C στις μονάδες του Οργανισμού.
Ο ΟΚΑΝΑ είναι ο μεγαλύτερος δημόσιος φορέας μείωσης βλάβης στην Ελλάδα και μοναδικός πάροχος φαρμακευτικών υποκατάστατων για την χρήση ουσιών (μεθαδόνη, βουπρενορφίνη). Στα προγράμματα του ΟΚΑΝΑ υπολογίζεται ότι 2.500 περίπου ωφελούμενοι χρειάζονται θεραπεία για την HCV.
«Μέσω του ΟΚΑΝΑ, ενός κρατικού φορέα που διευκολύνει την προσέγγιση των ατόμων, καθώς επισκέπτονται διάφορες δομές του σε όλη την χώρα, μπορούμε κάνουμε εξετάσεις, να δώσουμε θεραπείες και να «κλείσουμε» με αυτή την ομάδα του πληθυσμού η οποία αποτελεί άλλωστε και τον θύλακα για περαιτέρω μολύνσεις», τονίζει ο κ. Μανωλακόπουλος.
Μάλιστα, όπως σημειώνει, το ΤΙΤΥΟΣ κατάφερε να ξεκινήσει σιγά-σιγά μέσα στην πανδημία, το 2022, από τη διοίκηση του ΟΚΑΝΑ και την ηπατολογική εταιρεία και υλοποιήθηκε πάνω από το 50% με 60% του προγράμματος παρά τις δυσκολίες.
Μέχρι σήμερα έχουν εξεταστεί περισσότεροι από 1500 ωφελούμενοι και έχουν λάβει αντιική θεραπεία περί τα 700 άτομα.
«Η συνεργασία και η επικοινωνία ιατρικού και παραϊατρικού προσωπικού με τους ηπατολόγους και τις δομές του ΕΣΥ, η ανάδειξη άλλων προβλημάτων υγείας μεταξύ των ωφελούμενων, ο εντοπισμός επιμέρους δυσκολιών και προβλημάτων που αφορούν πρόληψη και θεραπεία μολυσματικών νοσημάτων στις δομές του ΟΚΑΝΑ αποτελούν άλλα σημαντικά οφέλη από το πρόγραμμα ΤΙΤΥΟΣ», συμπληρώνει ο κ. Μανωλακόπουλος, προσθέτοντας πως «το πρόγραμμα θα αναδείξει την έκταση του προβλήματος της επαναμόλυνσης και θα προσδιορίσει τους παράγοντες που σχετίζονται με αυτήν».
Για τον Καθηγητή, ωστόσο, από τις προσπάθειες απουσιάζει ο κεντρικός συντονισμός ή έστω η πρόβλεψη κάλυψης των στοιχειωδών εξόδων των προγραμμάτων από το Υπουργείο Υγείας. Έξοδα που όπως εξηγεί ο κ. Μανωλακόπουλος τελικώς τα ανέλαβαν οι ίδιοι οι επιστήμονες και οι άνθρωποι που έτρεξαν το πρόγραμμα ΤΙΤΥΟΣ.
«Το ίδιο έγινε και με άλλα προγράμματα, όπως το Αλέξανδρος, το πρόγραμμα που αφορούσε τους χρήστες που δεν ήταν στις δομές του ΟΚΑΝΑ», τονίζει.
Επέκταση των δράσεων
Αν και η επέκταση του ελέγχου για ηπατίτιδα C στον γενικό πληθυσμό, ώστε να εντοπιστούν ασθενείς και πέραν των ομάδων υψηλού κινδύνου, είναι δύσκολο εγχείρημα, σύμφωνα με τον κ. Μανωλακόπουλο, υπάρχουν τρόποι να φθάσει το μήνυμα σε όσους περισσότερους γίνεται.
«Θα μπορούσε να γίνει μια καμπάνια και να ενεργοποιηθούν εκ νέου οι δράσεις που συζητούσαμε το 2020», προτείνει και προτείνει να ενεργοποιηθούν στα δημόσια νοσοκομεία τα ιατρεία για τον έλεγχο HCV, στα οποία δεν υπήρχε αναμονή, αλλά και να προστεθούν στις δράσεις τα ιδιωτικά διαγνωστικά κέντρα που έχουνε σύμβαση με τον ΕΟΠΠΥ. Επίσης, να γίνει μια εκστρατεία ευαισθητοποιηθούν εκ νέου των παθολόγων, των γενικών ιατρών και εν γένει ιατρών της πρωτοβάθμιας περίθαλψης. Επίσης, θα μπορούσε να γίνει καμπάνια στην τηλεόραση που θα παροτρύνει τον κόσμο να ελεγχθεί.
Ωστόσο, ο Καθηγητής σημειώνει πως μέχρι τότε θα μπορούσε να γίνει μια προσπάθεια επέκτασης του ελέγχου στις φυλακές πιο οργανωμένα.
«Τα σωφρονιστικά καταστήματα είναι ένα άβατο στο οποίο δεν μπορούμε να μπούμε εύκολα καθώς πολλαπλές εγκρίσεις, από το υπουργείο Δικαιοσύνης κοκ», ανέφερε ο κ. Μανωλακόπουλος σημειώνοντας πως πρόκειται για μια ομάδα υψηλού κινδύνου που πρέπει να καλυφθεί.
Θυμίζει, βέβαια, πως η ΕΕΜΗ έχει οργανώσει προγράμματα εξάλειψης της HCV σε έγκλειστους στα σωφρονιστικά καταστήματα (πρόγραμμα C-μαχία).
Πρέπει να μπει η ηπατίτιδα C ξανά στο προσκήνιο
Η συζήτηση γύρω από την ηπατίτιδα C πρέπει να αναζωπυρωθεί, όπως υπογραμμίζει ο κ. Μανωλακόπουλος.
Πρέπει, δε, να πλαισιωθεί με στοιχεία, που ενώ μπορούν να αντληθούν από διάφορες πηγές, έως τώρα δεν έχουν αξιοποιηθεί.
«Για παράδειγμα, στην ηλεκτρονική συνταγογράφηση υπάρχει μία ρύθμιση, ένα pop-up μήνυμα, που ενημερώνει τους γιατρούς ότι όσοι έχουν γεννηθεί μεταξύ 1945 και 1985 θα πρέπει να εξεταστούν για ηπατίτιδα (ANTI-HCV) στο πλαίσιο των γενικών τους εξετάσεων. Δεν ξέρουμε πόσες τέτοιες εξετάσεις έχουν πραγματοποιηθεί, τι έλεγχος περαιτέρω έχει γίνει. Δυστυχώς αυτές τις πληροφορίες δεν τις έχουμε λάβει», σημειώνει στο News4Health
Υπάρχει, επίσης, το εθνικό μητρώο καταγραφής των ασθενών που παίρνουν θεραπεία για ηπατίτιδα C.
«Αλλά ακόμη και σε ό,τι αφορά το μητρώο, δεν έχουμε στοιχεία. Δεν γνωρίζουμε πόσες θεραπείες έχουν χορηγηθεί τα τελευταία 7 χρόνια, πόσοι πήραν θεραπεία ανά έτος, πόσοι ολοκλήρωσαν τη θεραπεία και πόσοι έχουν θεραπευτεί, σε ποιες περιοχές της χώρας υπάρχει μεγαλύτερη απόκλιση μεταξύ Αθήνας και Θεσσαλονίκης με την επαρχία, κοκ».
Όπως σημειώνει ο Καθηγητής, η ανάλυση των δεδομένων που αφορούν στις διάφορες δράσεις του σχεδίου δράσης για την ηπατίτιδα C από πλευράς πολιτείας και υπουργείου θα δώσει πολύτιμες πληροφορίες και θα κατευθύνει τα επόμενα βήματα.
Για αυτό και καλεί το Υπουργείο Υγείας να ενεργοποιήσει εκ νέου την Εθνική Επιτροπή Υλοποίησης Σχεδίου Δράσης για την Εξάλειψη της Ηπατίτιδας C, για να ανοίξει και πάλι η συζήτηση.
«Ο αγώνας για την εξάλειψη της HCV πρέπει να συνεχισθεί», ξεκαθαρίζει ο Καθηγητής.
«Άλλωστε, οι βάσεις έχουν τεθεί, υπάρχουν επιτυχή προγράμματα, το όραμα της κοινότητας παραμένει ζωντανό. Αυτό που χρειάζεται σήμερα είναι πολιτική βούληση και οικονομική υποστήριξη προκειμένου να επανενεργοποιηθεί το σχέδιο δράσης για την εξάλειψη και να ολοκληρωθεί ο αγώνας έναντι της ΗCV λοίμωξης».