Παναγιώτης Ρουμελιώτης: Τι προβλέπει για την Οικονομία ο πρώην υπουργός
Με την πανδημία να μην έχει ελεγχθεί ακόμη, η Ευρωπαϊκή Ένωση εισήλθε στο νέο έτος, έχοντας μπροστά της μια λίστα αβεβαιοτήτων που ζαλίζει: Ποιο θα είναι το μέγεθος του τρίτου κύματος του Covid-19;
Οι αστοχίες στους εμβολιασμούς και τα νέα στελέχη του κορονοϊού που κάνουν συνεχώς την εμφάνισή τους, πόσο θα καθυστερήσουν το τέλος της κρίσης; Πόσο καιρό θα διαρκέσει η οικονομική κρίση; Σύμφωνα με τον καθηγητή Οικονομικών, πρώην υπουργό και εκπρόσωπο της Ελλάδας στο ΔΝΤ, Παναγιώτη Ρουμελιώτη «βάσει των υγειονομικών και οικονομικών προβλέψεων, υπάρχουν τρία κύρια σενάρια:
- Το πρώτο, αισιόδοξο, σενάριο (σενάριο V) προβλέπει ότι «η πανδημία θα ελεγχθεί έγκαιρα, δηλαδή μέχρι τα τέλη Ιουνίου 2021, λόγω των εμβολιασμών ενός μεγάλου ποσοστού του πληθυσμού και της ανοσίας που θα προκύψει στον υπόλοιπο πληθυσμό. Έτσι, σταδιακά θα αρθούν τα περιοριστικά μέτρα στις μετακινήσεις πληθυσμού, θα επιτραπούν τα ταξίδια και θα επανέλθουν οι εργαζόμενοι στις εργασίες τους. Οι κυβερνήσεις θα συνεχίσουν να στηρίζουν τις επιχειρήσεις (κυρίως με φορολογικά μέτρα και δάνεια εγγυημένα από το δημόσιο), ώστε να περιοριστούν οι πτωχεύσεις των επιχειρήσεων, μέχρι να ελεγχτεί πλήρως η πανδημία. Ταυτόχρονα, οι χώρες της ΕΕ και η Ελλάδα ειδικότερα θα καταφέρουν να αξιοποιήσουν έγκαιρα τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης. Η νομισματική πολιτική της ΕΚΤ θα συνεχίσει να είναι χαλαρή, ώστε τα επιτόκια να παραμείνουν χαμηλά και να μπορούν τα κράτη να αναχρηματοδοτήσουν το υψηλό χρέος τους, καθώς έτσι θα αποφευχθεί μια νέα χρηματοπιστωτική κρίση.
Με βάση το, αισιόδοξο, σενάριο αυτό, η παγκόσμια οικονομία προβλέπεται να ανακάμψει το 2021 με ρυθμό 4% περίπου, που είναι αρκετός για να καλύψει τις απώλειες του 2020. Ωστόσο, στην Ευρωζώνη και την Ελλάδα η επανάκαμψη του ΑΕΠ το 2021 θα είναι βραδύτερη, περίπου 3,6% και θα χρειαστούν δυο χρόνια περίπου για να επανέλθει το ΑΕΠ στα επίπεδα του 2019».
- Το δεύτερο σενάριο, σύμφωνα με τον καθηγητή Ρουμελιώτη, είναι λιγότερο αισιόδοξο (σενάριο U). « Με βάση το σενάριο αυτό προβλέπεται να καθυστερήσει η ανάκαμψη της παγκόσμιας και ευρωπαϊκής οικονομίας, λόγω του μη έγκαιρου και συντονισμένου εμβολιασμού των πληθυσμών των διαφόρων χωρών. Έτσι, δεν θα καταστεί δυνατό να απελευθερωθούν πλήρως οι μετακινήσεις και τα ταξίδια. Οι κυβερνήσεις των χωρών της ΕΕ δεν θα μπορέσουν να αξιοποιήσουν έγκαιρα τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης και θα συνεχίσουν την ελαστική δημοσιονομική πολιτική. Έτσι, η ανάκαμψη της κατανάλωσης και των επενδύσεων θα καθυστερήσει και ο αριθμός των πτωχεύσεων θα είναι μεγαλύτερος».
- Σύμφωνα με το τρίτο, απαισιόδοξο, σενάριο (σενάριο L) λέει ο Παναγιώτης Ρουμελιώτης «η παγκόσμια οικονομία δύσκολα θα ανακάμψει και θα παραμείνει σε στασιμότητα. Με βάση το σενάριο αυτό, ακόμα και να αντιμετωπιστεί η πανδημία, ο εμπορικός πόλεμος ΗΠΑ-Κίνας θα συνεχιστεί, το διεθνές εμπόριο θα επηρεαστεί αρνητικά, τα επιτόκια θα αυξηθούν και θα δυσκολέψουν την αναχρηματοδότηση του χρέους των κρατών, η χρηματιστηριακή αξία των επιχειρήσεων θα μειωθεί δραστικά, από τις «φούσκες» που έχουν δημιουργηθεί από τη χαλαρή νομισματική πολιτική και δεν αποκλείεται μια νέα χρηματοπιστωτική κρίση».
Η πρόβλεψη για την Ελλάδα
Σε ότι αφορά την Ελλάδα, ο καθηγητής Ρουμελιώτης εκτιμά ότι «η αντιμετώπιση των επιπτώσεων της πανδημίας είναι δυσκολότερη και θα απαιτήσει περισσότερο χρόνο λόγω των διαρθρωτικών προβλημάτων της ελληνικής οικονομίας. Οι τράπεζες δεν θα μπορέσουν εύκολα και επαρκώς να χρηματοδοτήσουν την οικονομία, λόγω των υψηλών μη εξυπηρετούμενων δανείων τους. Θα χρειαστούν νέα κεφάλαια, για να προωθήσουν τις νέες τιτλοποιήσεις παλαιών και νέων προβληματικών δανείων, οι πτωχεύσεις επιχειρήσεων δύσκολα θα αποτραπούν, καθώς για να αποφευχθούν, μόνο το κράτος θα μπορούσε να αναλάβει τα δάνεια τους προς τις τράπεζες και να διαγράψει τα χρέη τους προς το δημόσιο. Οι γραφειοκρατικές δυσκολίες και ο μεγαλύτερος χρόνος ωρίμανσης των επενδυτικών σχεδίων στην Ελλάδα, θα καθυστερήσουν τη χρηματοδότησή της από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης. Τέλος, το υπερβολικά υψηλό δημόσιο χρέος (209% του ΑΕΠ) θα δυσχεράνει ακόμα περισσότερο την άσκηση μιας ελαστικής δημοσιονομικής πολιτικής, ιδιαίτερα μετά την επαναφορά σε ισχύ του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάκαμψης της Ευρωπαϊκής Ένωσης».