Γεννήθηκε 1 Δεκεμβρίου του 1949 στο Rionegro της Κολομβίας και ήταν το τρίτο από τα επτά παιδιά του αγρότη Abel de Jesús Dari Escobar Echeverri. Τα παιδικά του χρόνια τα πέρασε ζώντας σε πολύ δύσκολες συνθήκες, αφού ο εμφύλιος πόλεμος μεταξύ του Κολομβιανού Συντηρητικού Κόμματος και του Κολομβιανού Φιλελεύθερου Κόμματος είχαν οδηγήσει τη χώρα σε συνθήκες ακραίας φτώχιας.
Ξεκινώντας με κάποιες μικροκλοπές και πουλώντας λαθραία τσιγάρα, δεν άργησε να χτίσει τη δική του τεράστια αυτοκρατορία. Μέσα της δεκαετίας του ’80 ήταν υπεύθυνος για το 80% της κοκαΐνης που κυκλοφορούσε στις ΗΠΑ, για αυτό και έμεινε στην ιστορία ως ο «Βαρόνος των ναρκωτικών».
Σύζυγος και παιδιά
Το 1976, όταν ήταν 26 ετών, ο Εσκομπάρ παντρεύτηκε τη 15χρονη Maria Victoria Henao. Ήταν τόσο νέα που πριν την παντρευτεί, ο Εσκομπάρ έπρεπε να πάρει μια ειδική απαλλαγή από τον επίσκοπο, η οποία μπορούσε να ληφθεί έναντι αμοιβής, σύμφωνα με τον Μπόουντεν.
Ήταν παντρεμένοι μέχρι το θάνατο του Εσκομπάρ. Το ζευγάρι απέκτησε μαζί δύο παιδιά: έναν γιο, τον Χουάν Πάμπλο, και μια κόρη, τη Μανουέλα.
Από το 1979 και έπειτα, ζούσαν στο κτήμα τους, το Hacienda Napoles, αξίας 63 εκατομμυρίων δολαρίων, που εκτεινόταν σε 3.000 εκτάρια γης.
Είναι γνωστό ότι, ακόμα και όταν ήταν επικηρυγμένος, ο βαρόνος των ψυχότροπων ουσιών προσπαθούσε να περάσει τις οικογενειακές γιορτές και τα γενέθλια με τα παιδιά του.
Η αγάπη για τη φαμίλια του ήταν τέτοια που ένα απόγευμα του 1993, ενώ κρυβόταν με την οικογένειά του στα βουνά, άναψε φωτιά με χαρτονομίσματα αξίας δύο εκατομμυρίων δολαρίων, για να μην κρυώνει η κόρη του.
«Έσπειρε» τον θάνατο
Ο Εσκομπάρ ήταν υπεύθυνος για τη δολοφονία χιλιάδων ανθρώπων, συμπεριλαμβανομένων πολιτικών, δημοσίων υπαλλήλων, δημοσιογράφων και απλών πολιτών.
Όταν συνειδητοποίησε ότι δεν είχε καμία ευκαιρία να γίνει πρόεδρος της Κολομβίας και με τις Ηνωμένες Πολιτείες να πιέζουν για τη σύλληψη και την έκδοσή του, ο Εσκομπάρ εξαπέλυσε την οργή του στους εχθρούς του με την ελπίδα να επηρεάσει την κολομβιανή πολιτική. Στόχος του ήταν μια ρήτρα μη έκδοσης και αμνηστία για τους βαρόνους των ναρκωτικών με αντάλλαγμα να εγκαταλείψει το εμπόριο.
Η τρομοκρατική εκστρατεία του Εσκομπάρ στοίχισε τη ζωή σε τρεις υποψηφίους για την προεδρία της Κολομβίας, έναν γενικό εισαγγελέα, δεκάδες δικαστές και περισσότερους από 1.000 αστυνομικούς. Επιπλέον, ο Εσκομπάρ ενεπλάκη ως ο εγκέφαλος πίσω από τον βομβαρδισμό ενός κολομβιανού αεροσκάφους.
Τον Νοέμβριο του 1989, ο Εσκομπάρ κανόνισε να τοποθετηθεί βόμβα στην πτήση 203 της Avianca, μια επιβατική πτήση εσωτερικού, ως μέρος μιας απόπειρας δολοφονίας εναντίον ενός από τους πολιτικούς του εχθρούς, του προεδρικού υποψηφίου César Gaviria Trujillo. Έχασε την πτήση και απέφυγε να τραυματιστεί, αλλά η βόμβα εξερράγη και σκότωσε και τους 107 επιβαίνοντες.
Εννέα ημέρες μετά τον βομβαρδισμό αεροπλάνου, περισσότεροι από 50 άνθρωποι σκοτώθηκαν και περισσότεροι από 2.200 τραυματίστηκαν όταν ένα φορτηγό βόμβα εξερράγη έξω από ένα κτίριο της DAS στην Μπογκοτά της Κολομβίας. Το καρτέλ Μεντεγίν πιστεύεται επίσης ότι ευθύνεται για αυτήν την επίθεση. Ο τρόμος του Εσκομπάρ έστρεψε τελικά την κοινή γνώμη εναντίον του.
H πολιτική θητεία του Εσκομπάρ
Έχοντας ακόμα τη νεανική του φιλοδοξία να γίνει πρόεδρος του έθνους, ο Εσκομπάρ μπήκε στην πολιτική και υποστήριξε το σχηματισμό του Φιλελεύθερου Κόμματος της Κολομβίας.
Ο Εσκομπάρ επένδυσε επίσης πολλά εκατομμύρια σε φτωχές γειτονιές του Μεντεγίν, χτίζοντας συγκροτήματα κατοικιών, αθλητικούς χώρους και σχολεία. Τέτοιες φιλανθρωπικές χειρονομίες έκαναν πολλούς να τον δουν ως έναν σύγχρονο «Ρομπέν των Δασών» και τον βοήθησαν να πετύχει σε μια άλλη, απίθανη σφαίρα: την πολιτική.
Εξαγοράζοντας πολιτικούς, ο Εσκομπάρ κατάφερε να γίνει μέλος του δημοτικού συμβουλίου του Μεντεγίν το 1978.
Το 1982, εξελέγη ως αναπληρωματικό μέλος του Κογκρέσου της Κολομβίας. Την επόμενη, όμως, χρονιά ο Υπουργός Δικαιοσύνης Rodrigo Lara Bonia τον κατηγόρησε δημόσια για διακίνηση παράνομων ουσιών και σύσταση εγκληματικής οργάνωσης. Καθώς τα στοιχεία που είχε συλλέξει ήταν ιδιαίτερα σημαντικά, ο "βασιλιάς της κοκαΐνης" αποβλήθηκε από το Κογκρέσο τον Ιανουάριο του 1984. Λίγους μήνες αργότερα, η υπουργική Mercedes του Bonia έγινε εξ επαφής στόχος πολυβόλου όπλου και ο ίδιος πέθανε επί τόπου.
Η ζωή σε μια φυλακή-παλάτι
Ο Πάμπλο Εσκομπάρ, ο δισεκατομμυριούχος Διευθύνων Σύμβουλος μιας τεράστιας επιχειρηματικής αυτοκρατορίας –αν και παράνομης και βουτηγμένης στο αίμα– έλαβε την άδεια να δημιουργήσει τη δική του εξατομικευμένη φυλακή, σε μια θέση με πανοραμική θέα στην πόλη Μεντεγίν.
Η «φυλακή» διέθετε όλα τα προνόμια και τις πολυτέλειες ενός καταφυγίου διασημοτήτων, με δικό του γήπεδο ποδοσφαίρου, υδρομασάζ, γιγάντιο κουκλόσπιτο και υπερσύγχρονη κουζίνα. Ένα μέρος στα μέτρα του βασιλιά της κοκαΐνης.
Οι αρχές μπορεί να είχαν παγιδεύσει τεχνικά τον διαβόητο Πάμπλο Εσκομπάρ, αλλά στην ουσία ο βαρόνος των ναρκωτικών ζούσε με ασφάλεια και πολυτέλεια, σε ένα συγκρότημα που γρήγορα ονομάστηκε «Hotel Escobar» φρουρούμενο από υπαλλήλους που είχε επιλέξει ο ίδιος. Το Hotel Escobar, εκτός από ένα άνετο μέρος για να χαλαρώσει και να διασκεδάσει με τους VIP φίλους του, έγινε και η νέα έδρα της επιχειρηματικής του αυτοκρατορίας – γεγονός που έφερε τελικά σε δύσκολη θέση την κυβέρνηση να αναλάβει δράση.
Το τέλος
Η οικογένεια του Εσκομπάρ αρχικά ζήτησε άσυλο με σκοπό τη εγκατάσταση τους στη Γερμανία. Όταν αυτό δεν έγινε αποδεκτό αναγκάστηκε να βρει καταφύγιο σε ένα ξενοδοχείο της Μπογκοτά. Ο Εσκομπάρ ωστόσο δεν στάθηκε τόσο τυχερός....
Ο Πρόεδρος της Κολομβίας Caesar Gaviria ίδρυσε μία ειδική ομάδα ερεύνaς υπό την ηγεσία του στρατηγού Hugo Martinez, που συντόνισε τις προσπάθειές του με τις αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες.
Στο ανθρωποκυνηγητό για τον εντοπισμό του, συνεισέφεραν οι Los Pepes, μία ομάδα ανταγωνιστών.
Μέσα σε έναν χρόνο, οι Los Pepes σκότωσαν περισσότερα από 300 μέλη του καρτέλ του Escobar και κατέστρεψαν ένα μεγάλο τμήμα της περιουσίας του.
Έπειτα από 15 μήνες, στις 2 Δεκεμβρίου του 1993, μία ειδική ομάδα υπέκλεψε μία κλήση στον γιό του και εντόπισε την περιοχή στην οποία βρισκόταν. Την ίδια ημέρα, πυροβολήθηκε στη σκεπή ενός σπιτιού στο Μεδελίν και άφησε την τελευταία του πνοή.
Ακολούθησε συμπλοκή και καθώς ο Εσκομπάρ επιχείρησε να διαφύγει πηδώντας από στέγη σε στέγη, αυτός και ο σωματοφύλακάς του πυροβολήθηκαν και σκοτώθηκαν. Ο Εσκομπάρ μόλις είχε συμπληρώσει το 44ο έτος της ηλικίας του.