Όταν ο Μίμης Δομάζος μιλούσε σε αφιέρωμα της UEFA για τον τελικό του Γουέμπλεϊ
«Μετά από 50 χρόνια να πας στο ωραιότερο γήπεδο του κόσμου και να βλέπεις τη σημαία του Παναθηναϊκού. Είναι μεγάλο πράγμα».
Ένας από τους κορυφαίους Έλληνες ποδοσφαιριστές όλων των εποχών, ο Μίμης Δομάζος έφυγε από τη ζωή το πρωί της Παρασκευής (24/1), μετά από νοσηλεία στη ΜΕΘ του «Ερυθρού Σταυρού» λόγω καρδιακής ανακοπής που υπέστη την Τετάρτη.
Ο θρύλος του ελληνικού ποδοσφαίρου κατέρρευσε το πρωί της Τετάρτης έξω από διαγνωστικό κέντρο στο Χαλάνδρι, έχοντας υποστεί ανακοπή καρδιάς, μεταφέρθηκε χωρίς σφυγμό στον Ερυθρό Σταυρό, όπου οι γιατροί τον επανέφεραν στη ζωή. Δυστυχώς όμως δεν άντεξε και μετά από δύο ημέρες άφησε την τελευταία του πνοή βυθίζοντας στο πένθος τον ελληνικό αθλητισμό.
Η καριέρα του Μίμη Δομάζου, μεγάλη και αξιοζήλευτη, ενώ το «αποτύπωμα» που άφησε στο ελληνικό ποδόσφαιρο, παραμένει ανεξίτηλο. 9 πρωταθλήματα με τον Παναθηναϊκό, ένα με την ΑΕΚ, αλλά και τρεις κατακτήσεις Κυπέλλου Ελλάδας με το «τριφύλλι».
Το 2003 ψηφίστηκε ως ο δεύτερος καλύτερος Έλληνας ποδοσφαιριστής από την ΕΠΟ για τον εορτασμό των 50 χρόνων της UEFA, ενώ η IFFHS τον επέλεξε στην καλύτερη 11άδα όλων των εποχών του ελληνικού ποδοσφαίρου το 2021.
Κομβική στιγμή της καριέρας του Μίμη Δομάζου, φυσικά, ο τελικός για το Κύπελλο πρωταθλητριών στο Γουέμπλεϊ το 1971, όπου ο Παναθηναϊκός «άγγιξε» την κορυφή του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου, γνωρίζοντας τελικά την ήττα από τον σπουδαίο Άγιαξ του Γιόχαν Κρόιφ με 2-0.
Ξεχωριστό αφιέρωμα για την ιστορική αυτή αναμέτρηση έχει κάνει η UEFA στην επίσημη ιστοσελίδα της, όπου ο Μίμης Δομάζος μιλούσε για τον τελικό και τις αναμνήσεις του από το Γουέμπλεϊ. Αξίζει να σημειωθεί πως εκείνη τη χρονιά ο «στρατηγός» ψηφίστηκε δέκατος καλύτερος παίκτης στην Ευρώπη με πρώτο τον Γιόχαν Κρόιφ.
Αναλυτικά, ο Μίμης Δομάζος είχε αναφέρει στο αφιέρωμα της UEFA: «Περάσανε τόσα χρόνια και καμία ελληνική ομάδα δεν έχει καταφέρει να μας σπάσει αυτή την επίδοση. Τότε είχα μια φουρνιά με μεγάλους παίκτες. Ήταν όλα ελληνόπουλα και δεν είχαμε κανένα ξένο. Ο μόνος ξένος ήταν ο προπονητής μας, ο Φέρεντς Πούσκας. Από την στιγμή που πήγαμε στον τελικό, τότε έγινε γνωστό το ελληνικό ποδόσφαιρο.
Όταν μπήκαμε στο Γουέμπλεϊ σκεφτήκαμε ότι εκεί που έχουμε φτάσει είναι σαν να πήραμε το κύπελλο. Γιατί μία ελληνική ομάδα που δεν την ήξερε κανείς να πάει να παίξει σε έναν τελικό είναι σημαντικό. Η ατμόσφαιρα σε εκείνο το ματς ήταν πολύ ωραία. Ήταν γιορτή του ποδοσφαίρου. Ξέραμε ότι ο Άγιαξ έχει καλούς παίκτες, όπως ο Κρόιφ. Ξέραμε ότι έχει μια ενδεκάδα και παίζει ένα σύστημα, που ο σέντερ μπακ γινόταν σέντερ φορ και ο εξτρέμ γινόταν μπακ. Με λίγα λόγια 10 παίκτες γύριζαν γύρω γύρω.
Σε αυτό το ματς δεν είχαμε την τύχη μαζί μας. Δύο φορές ο Αντωνιάδης με κενό τέρμα στο 1-0 μπορούσε να ισοφαρίσει. Αν ισοφάριζε ο Αντωνιάδης, πιστεύαμε ότι θα τους κερδίζαμε. Μετά από εκεί ήταν ανίκητοι.
Στο 85΄έγινε μια σέντρα από τα δεξιά, η μπάλα χτύπησε στο πόδι του Καψή και πήγε να την πιάσει ο Οικονομόπουλος και φάγαμε το αυτογκόλ. Γι΄ αυτό λέω έπρεπε να έχουμε τύχη. Στον τελικό δεν είχαμε την τύχη που είχαμε στους άλλους αγώνες.
Εκείνη την εποχή δεν ήξεραν το ελληνικό ποδόσφαιρο. Αυτή η κληρονομιά έμεινε. Να φανταστείτε πως όταν πάτε στο Γουέμπλεϊ τώρα θα δείτε τη σημαία του Παναθηναϊκού. Αυτό τα λέει όλα. Μετά από 50 χρόνια να πας στο ωραιότερο γήπεδο του κόσμου και να βλέπεις τη σημαία του Παναθηναϊκού. Είναι μεγάλο πράγμα».