Βαρθολομαίος: Η πίστη στην Ανάσταση είναι η βαθύτατη έκφραση της ελευθερίας μας
Ευχές για ειρήνη στο μήνυμα του Οικουμενικού Πατριάρχη για το Πάσχα.
Η πίστη στην Ανάσταση αποτελεί την ύψιστη έκφραση ελευθερίας ενώ οι ορθόδοξοι πιστοί ανακαλύπτουν τον αληθινό τους εαυτό εν Χριστώ, τονίζει στο μήνυμά του για το Πάσχα ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαίος.
«Στην ορθοδοξία, το ‘κακό’ δεν έχει τον τελευταίο λόγο. Αντίθετα, η πίστη στην Ανάσταση λειτουργεί ως κίνητρο για να αγωνιζόμαστε ενάντια σε αυτό. Η πίστη μας αποκτά έτσι ‘μεταμορφωτική δύναμη’ και δεν μας επιτρέπει να συμβιβαστούμε ή να συνθηκολογήσουμε με το ‘κακό’». Με αυτά τα λόγια, ο Παναγιώτατος απευθύνεται στους πιστούς λίγες μέρες πριν την Ανάσταση και τον εορτασμό του Πάσχα.
Όπως αναφέρει, μεταξύ άλλων, ο Οικουμενικός Πατριάρχης: «Η πίστις εις την Ανάστασιν είναι η βαθυτάτη και ακραιφνεστάτη έκφρασις της ελευθερίας μας ή μάλλον η γέννησις αυτής ως εκουσίας αποδοχής της υψίστης θείας δωρεάς της κατά χάριν θεώσεως. Η Ορθόδοξος Εκκλησία, ως "βιωμένη Ανάστασις", είναι ο χώρος της "αληθεστάτης ελευθερίας", η οποία εις την χριστιανικήν ζωήν είναι θεμέλιον, οδός και προορισμός. Η Ανάστασις του Χριστού είναι ευαγγέλιον ελευθερίας, δωρεά ελευθερίας και εχέγγυον της "κοινής ελευθερίας" εις την "αιώνιον βιοτήν" της Βασιλείας του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος».
Ολόκληρο το μήνυμα του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου για το Πάσχα
«Τιμιώτατοι ἀδελφοί Ἱεράρχαι καί τέκνα ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά,
Εὐδοκίᾳ καί χάριτι τοῦ πανδώρου Θεοῦ διατρέξαντες τόν δόλιχον τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς καί διελθόντες ἐν κατανύξει τήν Ἑβδομάδα τῶν Παθῶν τοῦ Κυρίου, ἰδού, εὐφραινόμεθα τῇ πανηγύρει τῆς λαμπροφόρου Ἀναστάσεως Αὐτοῦ, δι᾿ ἧς ἐλυτρώθημεν ἐκ τῆς τοῦ ᾍδου τυραννίδος.
Ἡ ἔνδοξος ἐκ νεκρῶν Ἔγερσις τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ εἶναι συνανάστασις σύμπαντος τοῦ γένους τῶν βροτῶν καί πρόγευσις τῆς τελειώσεως τῶν πάντων καί τῆς πληρώσεως τῆς Θείας Οἰκονομίας ἐν τῇ ἐπουρανίῳ Βασιλείᾳ. Μετέχομεν εἰς τό ἄφραστον μυστήριον τῆς Ἀναστάσεως ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ, ἁγιαζόμενοι ἐν τοῖς ἱεροῖς αὐτῆς μυστηρίοις καί βιοῦντες τό Πάσχα, «τό πύλας ἡμῖν τοῦ Παραδείσου ἀνοίξαν», ὄχι ὡς ἀνάμνησιν ἑνός γεγονότος τοῦ παρελθόντος, ἀλλά ὡς πεμπτουσίαν τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, ὡς παρουσίαν τοῦ Χριστοῦ ἀεί ἐν τῷ μέσῳ ἡμῶν, ἐγγύτερον εἰς ἡμᾶς ἀπό ὅσον ἡμεῖς οἱ ἴδιοι εἰς τόν ἑαυτόν μας. Τό Πάσχα, οἱ ὀρθόδοξοι πιστοί ἀνακαλύπτουν τόν ἀληθινόν των ἑαυτόν ὡς ἐν Χριστῷ εἶναι, ἐντάσσονται εἰς τήν κίνησιν τῶν πάντων πρός τά Ἔσχατα, «ἐν χαρᾷ ἀνεκλαλήτῳ καί δεδοξασμένῃ» (Α΄ Πέτρ. α΄, 8), ὡς «υἱοί φωτός… καί υἱοί ἡμέρας» (Α΄ Θεσσ. ε΄, 5).
Κεντρικόν χαρακτηριστικόν τῆς ὀρθοδόξου ζωῆς εἶναι ὁ ἀναστάσιμος παλμός της. Ἀστόχως ἀπεκάλεσεν ὁ φιλόσοφος τήν ὀρθόδοξον πνευματικότητα «σκυθρωπήν» καί «φθινοπωρινήν». Εὐστόχως ἐπαινεῖται ὑπό τῶν Δυτικῶν τό ἀνεπτυγμένον αἰσθητήριον τῶν Ὀρθοδόξων διά τό νόημα καί τό βιωματικόν βάθος τῆς πασχαλίου ἐμπειρίας, χωρίς ὅμως ἡ πίστις αὐτή νά λησμονῇ, ὅτι ἡ πορεία πρός τήν Ἀνάστασιν διέρχεται διά τοῦ Σταυροῦ. Δέν γνωρίζει ἡ ὀρθόδοξος πνευματικότης τόν οὐτοπισμόν τῆς Ἀναστάσεως χωρίς Σταυρόν, οὔτε τήν ἀπαισιοδοξίαν τοῦ Σταυροῦ χωρίς τήν Ἀνάστασιν. Διά τόν λόγον αὐτόν, εἰς τό ὀρθόδοξον βίωμα τό κακόν δέν ἔχει τόν τελευταῖον λόγον ἐν τῇ ἱστορίᾳ, ἐνῶ ἡ πίστις εἰς τήν Ἀνάστασιν λειτουργεῖ ὡς κίνητρον διά τόν ἀγῶνα ἐναντίον τῆς παρουσίας ἐν τῷ κόσμῳ καί τῶν συνεπειῶν του, δρᾷ ὡς ἰσχυρά μεταμορφωτική δύναμις. Εἰς τήν ὀρθόδοξον αὐτοσυνειδησίαν δέν ὑπάρχει χῶρος διά συνθηκολόγησιν ἀπέναντι εἰς τό κακόν, δι᾿ ἀδιαφορίαν περί τῆς πορείας τῶν ἀνθρωπίνων πραγμάτων. Ἀντιθέτως, ἡ συμβολή εἰς τήν μεταμόρφωσιν τῆς ἱστορίας ἔχει θεολογικήν βάσιν καί ὑπαρξιακόν ἔρεισμα καί ἐκτυλίσσεται χωρίς τόν κίνδυνον ταυτίσεως τῆς Ἐκκλησίας μέ τόν κόσμον. Ὁ Ὀρθόδοξος πιστός ἔχει συνείδησιν τῆς ἀντιθέσεως μεταξύ τῆς ἐγκοσμίου πραγματικότητος καί τῆς ἐσχατολογικῆς τελειότητος καί δέν εἶναι δυνατόν νά παραμείνῃ ἀδρανής ἀπέναντι εἰς τάς ἀρνητικότητας. Διά τόν λόγον αὐτόν, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δέν εἶδε ποτέ τόν ἀγῶνα διά μεταμόρφωσιν τοῦ κόσμου ὡς ἀσήμαντον ὑπόθεσιν. Ἡ πασχάλιος πίστις ἔσωζε τήν Ἐκκλησίαν τόσον ἀπό τήν ἐσωστρέφειαν καί τήν κλειστότητα, ὅσον καί ἀπό τήν ἐκκοσμίκευσιν.
Εἰς τό Πάσχα τῶν ὀρθοδόξων συμπυκνοῦται ὁλόκληρον τό μυστήριον καί ὁ ὑπαρξιακός πλοῦτος τῆς εὐσεβείας μας. Τό «ἐξεθαμβήθησαν» τῶν Μυροφόρων, ὅταν, «εἰσελθοῦσαι εἰς τό μνημεῖον εἶδον νεανίσκον… περιβεβλημένον στολήν λευκήν» (Μάρκ. ιστ΄, 5), χαρακτηρίζει τό μέγεθος καί τήν οὐσίαν τῆς ἐμπειρίας τῆς πίστεως ὡς βιώσεως ὑπαρξιακοῦ συγκλονισμοῦ. Τό «ἐκθαμβεῖσθαι» δηλώνει ὅτι ὁ ἄνθρωπος εὑρίσκεται ἐνώπιον ἑνός μυστηρίου, τό ὁποῖον βαθαίνει, ὅσον τό προσεγγίζει, κατά τό λεχθέν, ὅτι ἡ πίστις μας «δέν εἶναι πορεία ἀπό τό μυστήριο στή γνώση, ἀλλά ἀπό τή γνώση στό μυστήριο».
Ἐνῷ ἡ ἄρνησις τοῦ μυστηρίου συρρικνώνει ὑπαρκτικῶς τόν ἄνθρωπον, ὁ σεβασμός ἀνοίγει εἰς αὐτόν τήν πύλην τοῦ οὐρανοῦ. Ἡ πίστις εἰς τήν Ἀνάστασιν εἶναι ἡ βαθυτάτη καί ἀκραιφνεστάτη ἔκφρασις τῆς ἐλευθερίας μας ἤ μᾶλλον ἡ γέννησις αὐτῆς ὡς ἑκουσίας ἀποδοχῆς τῆς ὑψίστης θείας δωρεᾶς τῆς κατά χάριν θεώσεως. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, ὡς «βιωμένη Ἀνάστασις», εἶναι ὁ χῶρος τῆς «ἀληθεστάτης ἐλευθερίας», ἡ ὁποία εἰς τήν χριστιανικήν ζωήν εἶναι θεμέλιον, ὁδός καί προορισμός. Ἡ Ἀνάστασις τοῦ Χριστοῦ εἶναι εὐαγγέλιον ἐλευθερίας, δωρεά ἐλευθερίας καί ἐχέγγυον τῆς «κοινῆς ἐλευθερίας» εἰς τήν «αἰώνιον βιοτήν» τῆς Βασιλείας τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Μέ αὐτά τά αἰσθήματα, τιμιώτατοι ἀδελφοί καί πεφιλημένα τέκνα, ἔμπλεοι τῆς πεπληρωμένης χαρᾶς τῆς μετοχῆς εἰς τήν «κοινήν τῶν ὅλων πανήγυριν», λαβόντες φῶς ἐκ τοῦ ἀνεσπέρου φωτός καί δοξάζοντες Χριστόν τόν ἀναστάντα ἐκ νεκρῶν καί ἀνατείλαντα πᾶσι τήν ζωήν, μεμνημένοι δέ κατά τήν πανέορτον ταύτην «κλητήν καί ἁγίαν ἡμέραν», πάντων τῶν ἐν περιστάσεσιν ἀδελφῶν, δεόμεθα τοῦ «πατήσαντος θανάτῳ τόν θάνατον» Κυρίου καί Θεοῦ τῆς εἰρήνης, ὅπως εἰρηνεύῃ τόν κόσμον, καταυγάζῃ τά διαβήματα ἡμῶν πρός πᾶν ἔργον ἀγαθόν καί Αὐτῷ εὐάρεστον, ἀναφωνοῦντες τόν πανευφρόσυνον ὕμνον «Χριστός Ἀνέστη»
Φανάριον, Ἅγιον Πάσχα ,βκδ´
† Ὁ Κωνσταντινουπόλεως
διάπυρος πρός Χριστόν Ἀναστάντα
εὐχέτης πάντων ὑμῶν.»