Οι Έλληνες γονείς ξόδεψαν 614 εκατομμύρια για φροντιστήρια το 2023 - «Έκρηξη» τα τελευταία χρόνια
Η δευτεροβάθμια εκπαίδευση απορροφά τη συντριπτική πλειονότητα των δαπανών για φροντιστήρια (94,6%), φτάνοντας στα 580,9 εκατ. ευρώ.

Η οργανωμένη φροντιστηριακή εκπαίδευση τέθηκε στο επίκεντρο της έρευνας του Κέντρου Ανάπτυξης Εκπαιδευτικής Πολιτικής της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδας (ΚΑΝΕΠ/ΓΣΕΕ), με τίτλο «Οργανωμένη φροντιστηριακή εκπαίδευση στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση: ερευνητικά ευρήματα μιας πρώτης ποσοτικής και ποιοτικής προσέγγισης».
Όπως αναφέρεται σε σχετική ανακοίνωση, «η φροντιστηριακή εκπαίδευση αποτελεί ένα διαχρονικό δεδομένο, το οποίο δεν έχει διερευνηθεί επαρκώς στη σύγχρονη Ελλάδα. Πέρα από περιγραφικές και επιδερμικές αποτυπώσεις, δεν διαθέτουμε έρευνες μακράς κλίμακας με ποσοτικές και ποιοτικές διαστάσεις, ώστε να κατανοηθεί, αλλά και να ερμηνευθεί συντεταγμένα το εν λόγω φαινόμενο. Ένα φαινόμενο που διαπερνά το σύνολο του εκπαιδευτικού συστήματος, αλλά και ολόκληρο το φάσμα της ελληνικής κοινωνίας, με χαρακτηριστικά διαγενεακά, διαταξικά, γεωγραφικά, περιφερειακά κά.
Είναι σαφές πως η φροντιστηριακή εκπαίδευση στην Ελλάδα συνδέεται με το φαινόμενο της «σκιώδους εκπαίδευσης», όπως αυτό αποτυπώνεται στη διεθνή βιβλιογραφία. Παρόλο που ο όρος περιλαμβάνει τις δαπάνες για φροντιστήρια και ιδιαίτερα μαθήματα, στη συγκεκριμένη περίπτωση η εστίαση - για λόγους που συνδέονται με την πρόσβαση σε επίσημα στοιχεία - γίνεται στις μορφές φροντιστηρίου που είναι οργανωμένες και λειτουργούν, βάσει του υπάρχοντος συγκεκριμένου θεσμικού πλαισίου στο πεδίο της μη τυπικής εκπαίδευσης» επισημαίνει το ΚΑΝΕΠ της ΓΣΕΕ.
Με βάση το προαναφερθέν σκεπτικό, το ΚΑΝΕΠ της ΓΣΕΕ, πριν από μερικούς μήνες, ολοκλήρωσε ένα σημαντικό τμήμα μιας πανελλαδικής έρευνας με ποσοτικά και ποιοτικά χαρακτηριστικά για την οργανωμένη φροντιστηριακή εκπαίδευση.
Ωστόσο, η έρευνα συνεχίζεται και, μετά την ολοκλήρωσή της, θα δημοσιευθεί σε μελλοντικές εκδόσεις του φορέα, όταν θα έχουν αναλυθεί και σταθμισθεί πλήρως όλα τα δεδομένα και οι επεξεργασίες.
Με αφορμή το εν λόγω ερευνητικό εγχείρημα, πραγματοποιήθηκε συνάντηση εργασίας εμπειρογνωμόνων, με θέμα την παρουσίαση έρευνας του ΚΑΝΕΠ της ΓΣΕΕ, με τίτλο «Οργανωμένη φροντιστηριακή εκπαίδευση στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση: ερευνητικά ευρήματα μιας πρώτης ποσοτικής και ποιοτικής προσέγγισης».
Στη συνάντηση συμμετείχαν ερευνητές & επιστημονικοί συνεργάτες από το ΙΝΕ-ΚΑΝΕΠ/ΓΣΕΕ, πανεπιστημιακοί καθηγητές, εκπαιδευτικοί/φροντιστές, καθώς και εκπρόσωποι κοινωνικών εταίρων (ΣΕΒ, ΓΣΕΒΕΕ, ΟΙΕΛΕ, ΔΟΕ, ΟΕΦΕ κ.ά.).
Παρουσιάστηκαν τα πιο πρόσφατα στοιχεία για τις δαπάνες των ελληνικών νοικοκυριών για φροντιστήρια γενικής παιδείας την τελευταία δεκαετία, καθώς και ορισμένα πρώτα ευρήματα πανελλαδικής έρευνας με ποσοτικά και ποιοτικά χαρακτηριστικά για την οργανωμένη φροντιστηριακή εκπαίδευση.
Τα ευρήματα της εν λόγω έρευνας παρέχουν σημαντικές πληροφορίες για τις στάσεις, τις αντιλήψεις, αλλά και τις πρακτικές των οικογενειών αναφορικά με την εξωσχολική οργανωμένη φροντιστηριακή εκπαίδευση, ενισχύοντας την κατανόηση των δαπανών, αλλά και των προκλήσεων, που αντιμετωπίζουν οι ελληνικές οικογένειες, αναδεικνύοντας τις τάσεις, αλλά και τις εξελίξεις στο πεδίο των εκπαιδευτικών ανισοτήτων.
Δαπάνες των ελληνικών νοικοκυριών για φροντιστήρια
Οι δαπάνες των ελληνικών νοικοκυριών αντικατοπτρίζουν την επένδυση των ελληνικών νοικοκυριών για εξωσχολική υποστήριξη των μαθητών/σπουδαστών. Τα στοιχεία προέρχονται από την έρευνα οικογενειακών προϋπολογισμών, η οποία διενεργείται κατ' έτος από την ΕΛ.ΣΤΑΤ. και καλύπτει ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα του πληθυσμού, επιτρέποντας τη στατιστική ανάλυση των δαπανών σε εθνικό επίπεδο.
Τα βασικά ευρήματα είναι τα ακόλουθα:
Τα ελληνικά νοικοκυριά το 2023 δαπάνησαν συνολικά σχεδόν 614 εκατ. ευρώ για φροντιστήρια γενικής εκπαίδευσης. Το ποσό αυτό αντιστοιχεί στο 16,2% των δαπανών τους για αγαθά και υπηρεσίες εκπαίδευσης και στο 0,7% της συνολικής καταναλωτικής δαπάνης τους. Η δαπάνη αυτή, ενώ από το 2013 έως το 2020 παρουσιάζει μια φθίνουσα πορεία, την τελευταία διετία (2021-2023) καταγράφει μια απότομη αύξηση της τάξης του 36% (σε σταθερές-αποπληθωρισμένες τιμές).
Το 4,2% των δαπανών για φροντιστήρια γενικής εκπαίδευσης αφορά στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση. Η δαπάνη αυτή έχει 4πλασιαστεί: από 5,9 εκατ. ευρώ το 2013 έχει ανέλθει σε 26,1 εκατ. ευρώ το 2023, γεγονός που αποδίδεται στην ανάπτυξη των Κέντρων Μελέτης τα τελευταία χρόνια.
Η δευτεροβάθμια εκπαίδευση απορροφά τη συντριπτική πλειονότητα των δαπανών για φροντιστήρια (94,6%), φτάνοντας στα 580,9 εκατ. ευρώ. Με βάση την έρευνα, αυτή η κατανομή αντανακλά φυσικά την αυξημένη ζήτηση για υποστήριξη μαθητών στην κρίσιμη βαθμίδα της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, όπου λαμβάνει χώρα η προετοιμασία για τις πανελλαδικές εξετάσεις. Αν και η συγκεκριμένη δαπάνη παρουσίαζε πτωτική τάση έως το 2020, την τελευταία διετία (2021-2023) αυξήθηκε κι αυτή σημαντικά (+35,5%).
Οι δαπάνες για φροντιστήρια τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ανέρχονται σε 7,2 εκατ. ευρώ, αντιπροσωπεύοντας μόλις το 1,2% των συνολικών δαπανών για φροντιστήρια. Παρά τις μικρές διακυμάνσεις, παραμένουν σε σχετικά σταθερά περίπου επίπεδα καθ' όλη τη δεκαετία.
Δημογραφικοί και κοινωνικο-οικονομικοί παράγοντες διαφοροποίησης των δαπανών
Η επίδραση της αστικότητας είναι έντονη. Τα νοικοκυριά στις αστικές περιοχές δαπανούν περισσότερα χρήματα για φροντιστήρια σε σύγκριση με τα νοικοκυριά σε αγροτικές περιοχές, ενώ η διαφορά μεταξύ τους έχει διευρυνθεί μέσα στην τελευταία δεκαετία. Οι περιφερειακές ανισότητες είναι επίσης σημαντικές και έχουν διευρυνθεί σημαντικά μέσα στη δεκαετία.
Όπως σημειώνεται στην έρευνα, το εισόδημα του νοικοκυριού αναδεικνύεται σε καθοριστικό παράγοντα διαφοροποίησης. Τα νοικοκυριά με υψηλότερα εισοδήματα δαπανούν σημαντικά μεγαλύτερο μέρος της καταναλωτικής τους δαπάνης για φροντιστήρια, ενώ η πρόσβαση στις υπηρεσίες αυτές γίνεται δυσκολότερη για νοικοκυριά χαμηλότερου εισοδήματος.
Χαρακτηριστικό του εύρους της ανισότητας είναι πως η δαπάνη για φροντιστήρια ως ποσοστό της καταναλωτικής δαπάνης των τριών υψηλότερων εισοδηματικών κατηγοριών είναι 3,5 φορές υψηλότερη της δαπάνης των τριών χαμηλότερων κατηγοριών, ενώ η «ψαλίδα» μεταξύ τους έχει διευρυνθεί μέσα στην τελευταία δεκαετία.
Η θέση στο επάγγελμα του υπεύθυνου του νοικοκυριού επηρεάζει τις δαπάνες. Κοιτάζοντας το μερίδιο που καταλαμβάνουν οι δαπάνες αυτές στο σύνολο του οικογενειακού προϋπολογισμού, φαίνεται να επιβαρύνονται περισσότερο οι βοηθοί στην οικογενειακή επιχείρηση (1,3%) και οι μισθωτοί (1,1%) και σημαντικά λιγότερο οι αυτοαπασχολούμενοι με μισθωτούς (0,9%) ή χωρίς μισθωτούς (0,8%).
Συγκεκριμένα, ως προς το επάγγελμα του υπεύθυνου του νοικοκυριού, το 2023 οι έμποροι/πωλητές, αλλά και οι υπάλληλοι γραφείου, καταγράφουν τις υψηλότερες δαπάνες, ξεπερνώντας ακόμα και τις πλέον ευκατάστατες επαγγελματικές ομάδες (διευθύνοντα ή ανώτερα διοικητικά στελέχη ή επιστήμονες κλπ). Αυτό ενδέχεται να οφείλεται στη στροφή των υψηλότερων επαγγελματικών κατηγοριών προς ιδιαίτερα μαθήματα αντί για οργανωμένες φροντιστηριακές δομές.
Στον αντίποδα βρίσκονται κατηγορίες με χαμηλότερα εισοδήματα, όπως οι γεωργοί, οι κτηνοτρόφοι και οι εργάτες στην γεωργία, οι οποίοι δαπανούν και χαμηλότερα ποσά για φροντιστήρια.
Οι δαπάνες για φροντιστήρια τείνουν να αυξάνονται, όσο μεγαλώνει το νοικοκυριό, ενώ η οικογενειακή σύνθεση παίζει καθοριστικό ρόλο.
Γενικά, τα νοικοκυριά με 2 παιδιά και άνω έως και 16 ετών καταγράφουν τις υψηλότερες δαπάνες για φροντιστήρια. Παρατηρείται ότι τα ζευγάρια με δύο παιδιά έως 16 ετών δαπανούν σημαντικά περισσότερα για φροντιστήρια από τις τρίτεκνες και πολύτεκνες οικογένειες, παρότι το αναμενόμενο θα ήταν η δαπάνη να αυξάνεται με το πλήθος των παιδιών. Αυτό ενδέχεται να οφείλεται στο ότι οι τρίτεκνες και πολύτεκνες οικογένειες επιβαρύνονται με περισσότερα ανελαστικά έξοδα, γεγονός που περιορίζει τις δυνατότητές τους να επενδύσουν σε φροντιστήρια στον ίδιο βαθμό με τις μικρότερες οικογένειες. Οι μονογονεϊκές οικογένειες με παιδιά έως 16 ετών επιβαρύνονται ιδιαίτερα ως ποσοστό του συνολικού τους προϋπολογισμού με 1,1%, όταν το αντίστοιχο των οικογενειών με ζευγάρι και παιδιά έως 16 ετών κυμαίνεται από 0,6% (με 1 παιδί) έως 1,2% (με 2 παιδιά).
Τέλος, οι δαπάνες είναι υψηλότερες στα νοικοκυριά με υπεύθυνους στις ηλικιακές ομάδες 35-64 ετών και ιδίως 45-54 ετών, γεγονός που είναι αναμενόμενο, καθώς αυτές οι ηλικιακές ομάδες είναι πιθανότερο να έχουν παιδιά σε σχολική ηλικία που χρειάζονται μεγαλύτερη εκπαιδευτική υποστήριξη.