Ο «Γυάλινος κόσμος» των σύγχρονων «Άθλιων»
Η πολυετής κρίση –κυρίως κοινωνική- επέφερε το ξέσπασμα, την εκτόνωση και τη διάθεση φυγής από τον «γυάλινο κόσμο» που κάθε θύμα είχε τοποθετήσει τον εαυτό του αποφεύγοντας την πραγματικότητα και την ευθύνη του. Επειδή η πιο σκοτεινή μορφή εξουσίας είναι αυτή που ασκεί ο θύτης στο θύμα όταν του καταστρέφει την αυτοπεποίθηση και αυτοεκτίμηση, όταν το κάνει να νιώθει «συνένοχο», ευάλωτο και ασταθές. Τότε το θύμα ακινητοποιείται και ακολουθεί τον δρόμο της υποταγής και της σιωπής.
Όσο κοινότυπο, περίεργο ή ακόμη και αστείο μπορεί να ακουγόταν στην αρχή της πρώτης καραντίνας πριν έναν χρόνο περίπου, η αφορμή για αναστοχασμό υπήρξε αληθινή και σε πολλές περιπτώσεις καταλυτική. Ειδικότερα σε εκείνες που άνθρωποι οι οποίοι βίωσαν ή συνεχίζουν να βιώνουν καταπίεση και συμπεριφορές οποιασδήποτε μορφής βίας και εκμετάλλευσης. Η κοινωνική παθογένεια που προϋπήρχε, παρέμενε καλυμμένη από τον γρήγορο ρυθμό ζωής και την προ covid-19 κανονικότητα. Το πλήρωμα του χρόνου για εξυγίανση και μια νέα κανονικότητα μοιάζει να πλησιάζει μέσα από τις φωνές των ατόμων που ξεπέρασαν τους φόβους τους, κοίταξαν στα μάτια πρώτα τον εαυτό τους κι έπειτα τους υπόλοιπους και με τρεμάμενη φωνή μίλησαν για τις πληγές τους. Αναζήτησαν τη χαμένη τους αξιοπρέπεια και κατέδειξαν ονομαστικά τον θύτη τους μέσα σε μια κοινωνία που για ορισμένα θέματα λειτουργεί με κανόνα την ομερτά.
Κι ενώ παρακολουθούμε τις αποκαλύψεις, κανείς μας δεν σοκάρεται στην πραγματικότητα. Όλοι υπήρξαμε μάρτυρες αντίστοιχων περιπτώσεων που εμείς ή κάποιο γνωστό μας πρόσωπο υπέστη ασχήμια από τον άνθρωπο που ασκεί την εξουσία στο περιβάλλον του. Όμως όσο πιο δεδομένη θεωρούμε μια τέτοια συμπεριφορά, τόσο πιο επικίνδυνο είναι για την κοινωνία. Μια σημαντική διάσταση του θέματος είναι επίσης ο τρόπος που επέλεξαν τα θύματα να καταγγείλουν όσα υπέστησαν. Δεν διάλεξαν την νόμιμη οδό εξ αρχής, αλλά στράφηκαν στη δημόσια σφαίρα και απευθύνθηκαν σε όλους μας. Πλέον το βάρος που έφυγε από την ψυχή των θυμάτων πέρασε στο κοινωνικό σύνολο και ξεκινά μια συζήτηση σχετική με τα όρια της συμπεριφοράς, τη νομική προστασία π.χ. με την παραγραφή των αδικημάτων κ.λπ. Η συζήτηση ενδεχομένως θα πρέπει να επεκταθεί στην ανατροφή και την κοινωνικοποίηση των ατόμων. Το ζητούμενο είναι να μεγαλώνουμε ανθρώπους με αυτοπεποίθηση και αυτοεκτίμηση, με σεβασμό στη διαφορετικότητα και τον διάλογο με ανταλλαγή επιχειρημάτων.
Μόνο μια διαφορετική κοινωνικοποίηση σε άντρες και γυναίκες θα ήταν σε θέση να ξεριζώσει και εν μέρει να άρει σεξιστικά στερεότυπα και προκαταλήψεις. Η πρώιμη κοινωνικοποίηση η οποία συντελείται στα πρώτα χρόνια εντός οικογένειας θα πρέπει να εστιάσει στην επιχειρηματολογία ώστε να ξεφύγει από το σεξιστικό οικογενειακό μοντέλο. Ο σεβασμός θα πρέπει να αποδίδεται όχι στον ρόλο αλλά στη δεινότητα και παραγωγή επιχειρημάτων από τον τρόπο που τοποθετούμαστε και διεκδικούμε το δίκιο μας. Επιπλέον, οι επιδράσεις στην προεφηβεία και την εφηβεία δημιουργούν ενσωματωμένες προδιαθέσεις. Είναι λοιπόν σημαντικό η κοινωνικοποίηση να είναι θετική με καλλιέργεια χαρακτηριστικών συνεργασίας και αλληλεγγύης ώστε το άτομο να ανταποκρίνεται θετικά στη συμμετοχή και την ενεργή δράση. Μόνο με αυτόν τον τρόπο αποδυναμώνεται και περιθωριοποιείται η θέση του δυνατού που επιβάλλεται χωρίς να αιτιολογεί, που εξουσιάζει αδιάλλακτα και εν τέλει καταπιέζει και βασανίζει. Μόνο με αυτόν τον τρόπο θα είμαστε ελεύθεροι. Ας θυμηθούμε τα λόγια του Αλπμέρ Καμύ «Ελεύθερος είναι εκείνος που μπορεί να ζει χωρίς να λέει ψέματα».-