Ο εμβληματικός πύργος BT Tower του Λονδίνου πωλήθηκε αντί 275 εκατομμυρίων λιρών (320 εκ. ευρώ) στην εταιρεία MCR Hotels, ιδιοκτήτρια του ξενοδοχείου High Line της Νέας Υόρκης. Η Heatherwick Studios θα εργαστεί στο έργο της ανακατασκευής του, το οποίο σύμφωνα με δημοσίευμα του Bloomberg αναμένεται να διαρκέσει αρκετά χρόνια.
Ο Ο Πύργος BT, ένα από τα πιο χαρακτηριστικά κτίρια της Βρετανίας συνήθιζε να παρέχει μια σειρά από λειτουργίες δικτύου, κεραιών και ευρυζωνικότητας. Η πώληση αποτελεί μέρος του σχεδίου της BT για μείωση του κόστους και των ακινήτων που έχει στην κατοχή της, ανέφερε η εταιρεία σε ανακοίνωσή της σήμερα Τετάρτη (21/2).
Χρονολογείται από το 1964, έχει ύψος 177 μέτρα και ήταν το ψηλότερο κτίριο της πρωτεύουσας του Ηνωμένου Βασιλείου μέχρι το 1980. Ο τελευταίος όροφος χρησιμοποιούνταν ως περιστρεφόμενο εστιατόριο μέχρι το 1971, και η BT τα τελευταία 20 χρόνια πραγματοποιεί εκεί φιλανθρωπικές εκδηλώσεις.
Η MCR Hotels είναι ο τρίτος μεγαλύτερος ιδιοκτήτης-διαχειριστής ξενοδοχείων στις ΗΠΑ και διαχειρίζεται μερικά από τα πιο γνωστά ξενοδοχεία της Νέας Υόρκης, όπως το The High Line Hotel και το TWA Hotel στο αεροδρόμιο JFK της αμερικανικής μεγαλούπολης. Η εταιρεία σκοπεύει να επαναχρησιμοποιήσει τον Πύργο ως ξενοδοχείο μέσω μιας συνεργασίας με τη Heatherwick Studio που εδρεύει στο Λονδίνο.
Σύμφωνα με δήλωση της MCR Hotels, η BT θα χρειαστεί αρκετά χρόνια για να εκκενώσει τις εγκαταστάσεις, λόγω της πολυπλοκότητας των εργασιών. Αυτό θα δώσει επιπλέον χρόνο στην ανάπτυξη του σχεδιασμού και την εμπλοκή της εταιρείας με την τοπική κοινωνία.
Η συμφωνία έρχεται εν μέσω της ζοφερής εικόνας για τα εμπορικά ακίνητα παγκοσμίως. Ο δείκτης MSCI World Real Estate Index υποχώρησε κατά 18% μεταξύ της αρχής του 2022 και του τέλους του 2023. Αιτία, η εκτίναξη των επιτοκίων από τη μια και η άνοδος της εργασίας από το σπίτι από την άλλη, η οποία εξασθένισε τη ζήτηση για μεγάλους εργασιακούς χώρους.
Η παγκόσμια αύξηση στις αεροπορικές μετακινήσεις και η άνοδος του τουρισμού προβλέπεται να φτάσει το 20%, σε σύγκριση με τα επίπεδα του 2019. Αυτό ωθεί ορισμένες από τις μεγαλύτερες ξενοδοχειακές επιχειρήσεις του κόσμου να στοιχηματίζουν ότι η ζήτηση θα έχει περαιτέρω ανάπτυξη, με αποτέλεσμα να επενδύουν εκατοντάδες εκατομμύρια στον κλάδο.