Πάσπαλι ο θεός ετών 58 - Ράτζα στο Flash.gr: «Βρίσκεται στους τοπ των κορυφαίων»
Αναγεννητής, ευεργέτης, μεσσίας, καταραμένος προδότης. Όπως και να θυμάται κανείς τον Ζάρκο Πάσπαλι, το σίγουρο είναι ένα: Όχι μόνο δεν ξεχνιέται, αλλά αποτελεί σημαντικό μάθημα για τους μικρότερους φαν και παραμένει ανεξίτηλος στη μνήμη των μεγαλύτερων ηλικιακά φαν του μπάσκετ στη χώρα μας, ως μια ξεχωριστή σελίδα του ελληνικού, ευρωπαϊκού ακόμα και του παγκοσμίου στερεώματος. 27 Μαρτίου και ο Ζάρκο Πάσπαλι κλείνει 58 χρόνια μιας ζωής πολυτάραχης όσον αφορά την καριέρα του.
Προτού ξετυλίξουμε το χρονικό «κουβάρι» του άλλοτε θρυλικού φόργουορντ, αξίζει να διαβάσουμε τα όσα είπε στο Flash.gr και τον Αλέκο Χρυσικόπουλο, ο εξίσου θρυλικός Κροάτης σέντερ του παρελθόντος, Ντίνο Ράτζα. Με αφορμή τα γενέθλια του Ζάρκο, ο Ντίνο εξέφρασε τα συναισθήματα, τις σκέψεις και την άποψή του για τον παίκτη και άνθρωπο Ζάρκο Πάσπαλι ο οποίος «δέθηκε» με τον άλλοτε σέντερ, μεταξύ άλλων των Ολυμπιακού, Παναθηναϊκού και Μπόστον Σέλτικς.
Αναλυτικά τα όσα είπε ο Ράτζα για τον συνοδοιπόρο του στην Εθνική της άλλοτε κραταιάς Γιουγκοσλαβίας:
Για το πώς θα περιέγραφε τον Πάσπαλι ως παίκτη και ως άνθρωπο και τι θαύμαζε σε αυτόν: «Ήταν ένας εξαιρετικός παίκτης αλλά ακόμα καλύτερος άνθρωπος. Ήμουν πραγματικά τυχερός που είχα τη δυνατότητα να παίξω μαζί του στην Εθνική ομάδα της Γιουγκοσλαβίας. Ήταν δυνατός. Ήταν «εφιάλτης» και ένα συνεχές mismatch για τους αντιπάλους, αφού είχε τη δυνατότητα να αγωνιστεί και να μαρκάρει σε όλες τις θέσεις. Μπορούσε να εκμεταλλευτεί το μέγεθός του απέναντι σε κοντύτερους παίκτες μέσα στο «ζωγραφιστό» και την ίδια στιγμή να αντιμετωπίσει τους ψηλότερους χάρη στο περιφερειακό του παιχνίδι. Ήταν «δουλευταράς» και εργάζονταν σκληρά όλη την ώρα, αποτελώντας σωστό παράδειγμα για τους συμπαίκτες του».
Για το ποια ήταν η αγαπημένη του κοινή στιγμή όντας συμπαίκτες στην Εθνική ομάδα και αν κάποιος παίκτης από τη σημερινή εποχή θυμίζει κάτι από τον τρόπο παιχνιδιού του Ζάρκο: «Κάθε στιγμή μαζί του ήταν η αγαπημένη μου, δε μπορώ να ξεχωρίσω κάτι συγκεκριμένο. Όσον αφορά τον τρόπο παιχνιδιού του, μπορώ να πω ότι μου θυμίζει αρκετά τον Ντρέιμοντ Γκριν των Γκόλντεν Στέιτ Γουόριορς».
Για το πού θα τον κατέτασσε όσον αφορά τη λίστα με τους κορυφαίους Ευρωπαίους όλων των εποχών: «Το να τον κατατάξεις σε μια συγκεκριμένη θέση είναι πραγματικά πολύ δύσκολο. Αφενός πρέπει να αναλογιστείς τις διαφορές που υπάρχουν ανά τις εποχές και ανά τις γενεές, αφετέρου η «δεξαμενή» με τους κορυφαίους είναι πολύ μεγάλη. Παρόλα αυτά, ο Ζάρκο είναι σίγουρο στην κορυφή αυτής της λίστας, ανάμεσα στους κορυφαίους στην ιστορία του ευρωπαϊκού μπάσκετ».
Αυτός ήταν ο Ζάρκο Πάσπαλι μέσα από τις σκέψεις ενός συνοδοιπόρου του που μεγαλούργησε σε παρόμοιο βαθμό στα ελληνικά και διεθνή παρκέ και αυτή είναι η καριέρα ενός παίκτη που λατρεύτηκε και μισήθηκε σαν να ήταν ο απόλυτος πρωταγωνιστής μιας χολιγουντιανής ταινίας. Μια καριέρα που ξεκίνησε στην Μπούντουτσνοστ (1984-1986) της γενέτειράς του, της Ποντγκόριτσα, πρωτεύουσα του Μαυροβουνίου.
Η εκτόξευση ήρθε με το «καλημέρα»
Δεν άργησε να δείξει τις πτυχές του αστείρευτου ταλέντου του και πήρε μεταγραφή στην μεγάλη τότε Παρτιζάν την οποία και οδήγησε στο Final Four του Κυπέλλου Πρωταθλητριών στη Γάνδη το 1988, όπου και κατέλαβε την τρίτη θέση. Ωστόσο, η ευρωπαϊκή κορυφή ήρθε (έστω και σε χαμηλότερη διοργάνωση) και συγκεκριμένα με την κατάκτηση του Κυπέλλου Κόρατς το 1989 η οποία συνοδεύτηκε με το Κυπέλλου Γιουγκοσλαβίας, ενώ στην πρώτη του σεζόν είχε ήδη καταφέρει να κερδίσει το πρωτάθλημα της άλλοτε ενωμένης χώρας (1986-87).
Τα βλέμματα τα είχε ήδη τραβήξει με τις εμφανίσεις του και σε διεθνές επίπεδο, αφού είχε κατακτήσει και το αργυρό μετάλλιο με τους «Πλάβι» στην Ολυμπιάδα του Σεούλ (1988) και το χάλκινο στο "δικό μας" Ευρωμπάσκετ του 1987. Δεν είχε επιλεχθεί στο NBA Draft του 1988 όμως πήρε την ευκαιρία του μέσω των Σαν Αντόνιο Σπερς το καλοκαίρι του 1989 όταν ο τότε ασίσταντ κόουτς, Γκρεγκ Πόποβιτς και νυν τεχνικός της ομάδας του Τέξας μέχρι και σήμερα, τον είχε ανακαλύψει σε έναν αγώνα του Ντόρτμουντ της Γερμανίας.
Η σύντομη και αποτυχημένη πορεία στο ΝΒΑ λόγω των παθών
Ο εν δυνάμει πρωταθλητής Ευρώπης με την Γιουγκοσλαβία (1989) και συλλογικά κυπελλούχος με την Παρτιζάν, ήταν έτοιμος να γίνει ο πέμπτος Ευρωπαίος που αγωνίζονταν στο κορυφαίο πρωτάθλημα του πλανήτη εκείνη την εποχή μετά τους Σαρούνας Μαρσιουλιόνις, Σάσα Βολκόφ, Βλάντε Ντίβατς και Ντράζεν Πέτροβιτς.
Παρόλα αυτά, δεν έμελλε να μακροημερεύσει μιας και οι κακές εξωγηπεδικές του συνήθειες και συγκεκριμένα το πάθος για το τσιγάρο και την πίτσα, σε συνδυασμό με την -κατά τα λεγόμενα- αδιαφορία του στην άμυνα, τον ανάγκασαν να «κοπεί» από το ρόστερ των Σπερς πριν την άνοιξη του 1990 και τα Playoffs, έχοντας προλάβει να αγωνιστεί ελάχιστα και σε μη καθοριστικά λεπτά συμμετοχής ή αγώνες.
Έτσι, η επιστροφή την βρήκε στα πάτρια εδάφη και την αγαπημένη του Παρτιζάν, ενώ ήταν πιστός στο ετήσιο ραντεβού του με την εθνική επιτυχία και το νέο μετάλλιο που τον βρήκε στην κορυφή του κόσμου με την άλλοτε εθνική ομάδα του το 1990. Τη σεζόν 1990-91 συνέθεσε ένα φοβερό τρίδυμο με τους νεαρούς τους Σάσα Τζόρτζεβιτς και Πρέντραγκ Ντανίλοβιτς.
Ωστόσο, δεν πανηγύρισαν κάποια επιτυχία αφού έπεισαν πάνω στη μυθική Γιουγκοπλάστικα του ευρωπαϊκού three-peat (1989-1991) την οποία οδηγούσαν οι Τόνο Κούκοτς και Ντίνο Ράτζα. Ο Πάσπαλι άδραξε την μεγάλη ευκαιρία να γίνει το Νο.1 όνομα σε μια νέα ομάδα και μια νέα πρόκληση, αποδεχόμενος την πρόταση του Σωκράτη Κόκκαλη και προβάροντας τα «ερυθρόλευκα» το καλοκαίρι 1991 (όπου κατέκτησε ένα ακόμα Ευρωμπάσκετ) για χάρη του Ολυμπιακού με τον οποίο όχι απλά θα έγραφε ιστορία, αλλά θα του την άλλαζε.
Η μεταγραφή που θα άλλαζε το ρου της «ερυθρόλευκης» ιστορίας
Μπορεί την πρώτη χρονιά να μην κατέκτησε κάποιον τίτλο, όμως η βελτίωση της πειραϊκής ομάδας από την 8η θέση της περσινής χρονιάς σε φιναλίστ της επόμενης (ηττημένη από τον ΠΑΟΚ στους τελικούς), έδειχνε πώς ανέτειλε μια νέα αρχή στο μπασκετικό χάρτη του Ολυμπιακού, με τον Πάσπαλι στον ρόλο του «ανατέλλοντος ηλίου». Ο Ζάρκο είχε κάνει συνήθεια τις 30αρες και τις 40αρες στα παιχνίδια των εγχώριων διοργανώσεων, ενώ έκανε ρεκόρ με 22/22 βολές σε αγώνα Κυπέλλου με τον Άρη, όπου οι Θεσσαλονικείς είχαν επικρατήσει.
Την επόμενη χρονιά (1992-93) οδήγησε τους Πειραιώτες στην κατάκτηση του πρωταθλήματος για πρώτη φορά μετά από 15 χρόνια, αλλά αποδείχθηκε ταυτόχρονα μοιραίος στην ευρωπαϊκή πορεία αφού στο ματς που θα έδινε την πρόκριση στο Final Four του Κυπέλλου Πρωταθλητριών στο ΣΕΦ, ο Πάσπαλι πάτησε την πλαγιά γραμμή στην πιο κρίσιμη επίθεση και εν συνεχεία ο Γιούρι Ζντόβτς «πλήγωσε» την ελληνική ομάδα για να στείλει τη Λιμόζ στο μεγάλο ευρωπαϊκό ραντεβού το οποίο και η γαλλική ομάδα έφερε εις πέρας φτάνοντας στην κορυφή της «Γηραιάς Ηπείρου».
Ξανά μοιραίος αλλά αυτή τη φορά... μόνιμα στοιχειωμένος
Παρόλα αυτά, η «ερυθρόλευκη» κυριαρχία με μπροστάρη τον Πάσπαλι και οδηγό τον αείμνηστο Γιάννη Ιωαννίδη δεν σταμάτησε και το νταμπλ της σεζόν 1993-1994 ήταν γεγονός. Αυτό όμως, δεν έγινε triple-crown, με τον εφιάλτη του Τελ Αβίβ να στοιχειώνει ακόμα τους φίλους του Ολυμπιακού. Το μπλακ-άουτ των Πειραιωτών στα τελευταία επτά λεπτά του τελικού με τη Μπανταλόνα, επισφραγίστηκε με τις 0/2 βολές του Πάσπαλι με το σκορ στο 57-59.
Ακολούθησαν τα διαδοχικά άστοχα τρίποντα από Τόμιτς και Ζάρκο, με το Κύπελλο Πρωταθλητριών να ξεγλιστρά από τα ελληνικά χέρια και τον Πάσπαλι να φέρει και πάλι τον τίτλο του μοιραίου. Σε μια εποχή όπου η κατιούσα είχε ξεκινήσει για την καριέρα του ένεκα του σοβαρού τραυματισμού στο αριστερό χέρι με αποτέλεσμα να «χαλάσει» τη μηχανική στο σουτ του και ιδίως στις βολές για να έρθει το οδυνηρό αποτέλεσμα στο Ισραήλ.
Ο «ερυθρόλευκος εφιάλτης» που κατέληξε σε «πράσινη προδοσία»
Ο 28χρονος, τότε, φόργουορντ θέλησε να κάνει μια νέα αρχή αφήνοντας πίσω του μια σπουδαία τριετία με τον Ολυμπιακό, αλλά σημαδεύοντάς την για πάντα, επιλέγοντας να μεταπηδήσει στον «αιώνιο» αντίπαλο, τον Παναθηναϊκό με αποτέλεσμα να μετατραπεί σε «κόκκινο παν» για τις τάξεις των φιλάθλων του Πειραιά. Έτσι, το 1994 οι αδερφοί Γιαννακόπουλοι αποσπούν την υπογραφή του Γιουγκοσλάβου, του οποίου μια από τις ελάχιστες καλές εμφανίσεις με το «τριφύλλι», την έκανε με αντίπαλο τον Ολυμπιακό. Ο ίδιος υπέγραψε το «πράσινο διπλό» στο Φάληρο με 72-74 χάρη στο νικητήριο καλάθι με το δεξί, κακό του, χέρι.
Όμως μια ακόμα άστοχη βολή έμελλε να είναι και καθοριστική, αφού δεν πήρε το μάξιμουμ από εκείνο το γκολ-φάουλ και το +2 δεν ήταν αρκετό για να δώσει το πλεονέκτημα έδρας στον Παναθηναϊκό ενόψει τελικών, τους οποίους πανηγύρισε ξανά η ομάδα του Γιάννη Ιωαννίδη στο τέλος της σεζόν 1994-95. Για τον Πάσπαλι η χρονιά κρίθηκε αποτυχημένη μιας και ο Παναθηναϊκός έμεινε χωρίς τίτλο και ο ίδιος έμεινε σκιά του εαυτού του, αποχωρώντας το καλοκαίρι και έχοντας προλάβει να βιώσει τον αποκλεισμό από τον Ολυμπιακό στον ημιτελικό του Final Four της Σαραγόσα, αυτή τη φορά όντας στην απέναντι πλευρά.
Οι «Πλάβοι» που δε σταματούσαν και το... άρωμα της Νέας Σμύρνης
Η «ερυθρόλευκη» προδοσία και η «πράσινη» αποτυχία άφησε ανάμεικτα συναισθήματα στις τάξεις των Ελλήνων φιλάθλων για τον Πάσπαλι ο οποίος το καλοκαίρι του 1995 κατάκτησε μια ακόμα κορυφή με την Γιουγκοσλαβία αφού με συμπρωταγωνιστή τον Βλάντε Ντίβατς πήρε το χρυσό μετάλλιο του Ευρωμπάσκετ που διοργανώθηκε στην Αθήνα και απάντησε με αυτόν τον τρόπο στο «πικάρισμα» των Ελλήνων που τραγουδούσαν διαρκώς το σύνθημα «Δε θα πάρεις κύπελλο ποτέ, Πασπαλιέ».
Ο Ζάρκο έμεινε στην Ελλάδα που τόσο αγάπησε πάραυτα, εντασσόμενος στο δυναμικό του Πανιωνίου, από τους οπαδούς του οποίου λατρεύτηκε και τον οδήγησε μέχρι την τρίτη θέση του πρωταθλήματος, χάνοντας από τον Παναθηναϊκό στα ημιτελικά. Η καριέρα του Πάσπαλι βρισκόταν πλέον στη δύση της, αλλά το καλοκαίρι του 1996 γεύτηκε μια ακόμα εθνική επιτυχία αφού βρέθηκε στο δεύτερο σκαλί του βάθρου της Ολυμπιάδας που διοργανώθηκε στην Ατλάντα, κλείνοντας έναν μυθικό κύκλο επιτυχιών με το εθνόσημο της άλλοτε δοξασμένης Γιουγκοσλαβίας.
Ο «τελευταίος» χορός σε Θεσσαλονίκη και Μπολόνια
Μαζί με το τέλος αυτού του κύκλου, ήρθε και το (προσωρινό) τέλος του από τη χώρα μας αφού την σεζόν 1996-1997 την πέρασε στην Ρασίνγκ Παρί, ενώ να σημειωθεί πως προηγουμένως έφτασε κοντά στο να δοκιμάσει ξανά την τύχη του στο ΝΒΑ, όμως οι Ατλάντα Χοκς εν τέλει τον απέρριψαν. Ο ύψους 2.07μ. βετεράνος (αν και 31 ετών), επέστρεψε στην Ελλάδα (ως πρωταθλητής Γαλλίας) για χάρη του Άρη για να αποτελέσει κάτι από την μετά - Γκάλη/Γιαννάκη εποχή των «κιτρινόμαυρων», κατακτώντας μάλιστα το Κύπελλο του 1998, στην τελευταία ομαδική του διάκριση.
Στην off-season του ιδίου έτους, έκλεισε την σταδιοδρομία του στην Βίρτους Μπολόνια για χάρη του καλού του φίλου, Πρέντραγκ Ντανίλοβιτς, όμως δεν... άλλαξε χρονιά αφού τον Δεκέμβριο αναγκάστηκε να πει αντίο στην ενεργό δράση, κατόπιν και προτροπής των γιατρών αφού η υγεία του είχε επιβαρυνθεί από τις κακές συνήθειές του.
Η υγεία του και η βούληση ίση με το ταλέντο του
Τα προβλήματα υγείας τού χτυπούσαν την πόρτα τα επόμενα χρόνια, αρχικά το 2001 όταν υπέστη έμφραγμα κατά τη διάρκεια άθλησης παίζοντας ποδόσφαιρο, με τους γιατρούς να του συνιστούν να σταματήσει τόσο να καπνίζει, όσο και να αθλείται για να εισαχθεί και πάλι στο νοσοκομείο λίγο καιρό αργότερα. Το 2020 υπέστη ξανά έμφραγμα όντας στο Σαν Αντόνιο, ενώ μερικές τον Φεβρουάριο του 2024 εισήχθη στην εντατική λόγω καρδιακής αρρυθμίας, χωρίς ωστόσο να διέτρεξε περαιτέρω κίνδυνο η υγεία του.
Ο Ζάρκο Πάσπαλι είχε βούληση ίση με το ταλέντο του και για αυτό το λόγο ποτέ κανείς δεν μπόρεσε να του περιορίσει τα εξωγηπεδικά του πάθη. Πλην όμως, χάραξε μια μνημειώδη καριέρα στο δρόμο του μπάσκετ, υπογράφοντας μια σπουδαία σελίδα για το ελληνικό, το σερβικό και γενικότερα το ευρωπαϊκό (και όχι μόνο) μπάσκετ. Μια καριέρα που τα είχε όλα. Τίτλους και ατομικές διακρίσεις σε ομαδικό και ατομικό επίπεδο, επιτυχίες και αποτυχίες, εκπληρωμένα και απωθημένα, δυνάμεις και αδυναμίες.
Ήταν ο... Σπανούλης πριν τον Σπανούλη, θα μπει στο πειραϊκό Hall of Fame;
Αν μιλάμε για αναμορφωτές, τότε ίσως ο Πάσπαλι βρεθεί δίπλα στον Σπανούλη και ας έκανε το αντίθετο «αιώνιο» δρομολόγιο, τσαλακώνοντας την «ερυθρόλευκη» κληρονομιά του. Η εκτόξευση μετατράπηκε στην απόλυτη καταξίωση. Η καταξίωση έδωσε τη θέση της στην κατιούσα. Δέχτηκε λατρείες σαν να ήταν θεός, η λατρείες διαδέχτηκαν το μίσος σαν να ήταν ο πιο σκληρός προδότης, όμως η κοινή συνισταμένη είναι μια και δεν αλλάζει: Είναι από τους κορυφαίους μπασκετμπολίστες που πάτησαν στη χώρα μας και αναμορφωτής ολόκληρων ομάδων και εποχών και κανείς δε μπορεί να μη το αναγνωρίσει αυτό.
Όπως δεν γινόταν να μη το αναγνωρίσει και η ΚΑΕ Ολυμπιακός όπου κάνοντας το λιγότερο που θα μπορούσε να κάνει για τον αναμορφωτή της στη «χρυσή» δεκαετία του '90, έχει πλέον τοποθετήσει στους διαδρόμους του Σταδίου Ειρήνης και Φιλίας τη φανέλα με το Νο.8, ανάμεσα σε αρκετές ακόμα φανέλες θρύλων του Θρύλου, για να τιμήσει τον Πάσπαλι και να υπενθυμίσει ότι ανήκει αδιαμφισβήτητα στο μπασκετικό πάνθεον της ομάδας.
Και ακόμα πιο ειδικά στο πάνθεον αυτών που γιγάντωσαν τον μπασκετικό «δαφνοστεφανωμένο», όπως έκανε και ο Βασίλης Σπανούλης περίπου 20 χρόνια μετά και του οποίου η φανέλα με το Νο.7 κοσμεί τον ουρανό του Σταδίου Ειρήνης και Φιλίας. Θα γίνει άραγε κάποτε το ίδιο και με το Νο.8;
Αλέκος Χρυσικόπουλος