Νομοσχέδιο για την άρση απορρήτου: Πυρά και από την Ένωση Ελλήνων Ποινικολόγων
Οξύτατη κριτική ασκεί η Ένωση Ελλήνων Ποινικολόγων, στο νομοσχέδιο της κυβέρνησης για την άρση απορρήτου, το οποίο, όπως αναφέρει, δημιουργεί «δίκαιο δύο ταχυτήτων» και εντεύθεν ανασφάλεια δικαίου.
Υπενθυμίζεται ότι στο επίμαχο νομοσχέδιο, μεταξύ άλλων, προβλέπεται ότι έπειτα από τρία χρόνια και με τη σύμφωνη γνώμη του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου θα επιτρέπεται η ενημέρωση όσων τέθηκαν υπό παρακολούθηση από την ΕΥΠ. Ωστόσο, θα μπορεί να μάθει μόνο ότι παρακολουθούνταν για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα αλλά όχι και τους λόγους της παρακολούθησής του, ενώ επίσης προβλέπεται ότι το υλικό παρακολούθησης διαγράφεται μετά από 6 μήνες.
Μετά την Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνίων (ΑΔΑΕ), τα κόμματα της αντιπολίτευσης και άλλους εκπροσώπους του νομικού κόσμου είναι η σειρά της Ένωσης Ελλήνων Ποινικολόγων να διατυπώσει τις αντιρρήσεις της σε σειρά διατάξεων του αμφιλεγόμενου νομοσχεδίου που έχει θέσει η κυβέρνηση σε διαβούλευση.
Πιο συγκεκριμένα η Ένωση αναγνωρίζει μεν ότι «το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο είναι ελλιπές και παρίσταται επιτακτική η ανάγκη για εκσυγχρονισμό και εξαντλητική ρύθμισή του σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας. Εν τούτοις ο διακηρυσσόμενος στόχος δεν επιτυγχάνεται όσον αναφορά τις διατάξεις που αποσκοπούν στην διακρίβωση των ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων».
Μεταξύ άλλων τονίζει πως «το προωθούμενο νομοσχέδιο αποκλίνει από τις διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, καθώς δεν προβλέπεται η απαιτούμενη ειδική αιτιολογία της διάταξης άρσης του απορρήτου και επίσης σε σχέση με την στόχευση της άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών, όταν το μέτρο λαμβάνεται εις βάρος κατηγορουμένου ή και κατά τρίτου προσώπου, περιλαμβανομένου και του αμέτοχου στο έγκλημα, σύμφωνα με την ειδικότερη πρόβλεψη της παρ. 4 του άρθρου 254 ΚΠΔ».
Μάλιστα «το περιεχόμενο της διάταξης άρσης του απορρήτου, ελλείπει ως στοιχείο της το αντικείμενο του μέτρου της άρσης, εάν δηλαδή αφορά το περιεχόμενο ή τα εξωτερικά στοιχεία της επικοινωνίας («δεδομένα κίνησης και θέσης» ή «μεταδεδομένα») συγκεκριμένου προσώπου ή εάν επιτρέπεται και στις περιπτώσεις που αφορούν αόριστο και άγνωστο αριθμό προσώπων, αλλά αρκεί η επικοινωνία να έλαβε χώρα εντός συγκεκριμένων γεωγραφικών ορίων».
Σημαντικές επιφυλάξεις διατυπώνονται, όμως, και αναφορικά με τις ρυθμίσεις του νομοσχεδίου που ρυθμίζουν την δικαστική αξιοποίηση του υλικού που αποκτάται από τις «επισυνδέσεις» της ΕΥΠ για την διακρίβωση εγκλημάτων.
Ειδικότερα η αξιολόγηση της Ένωσης Ελλήνων Ποινικολόγων σημειώνει ότι το νομοσχέδιο προβλέπει ότι οι αρμόδιοι δικαστικοί λειτουργοί θα μπορούν να επιλέγουν από το σύνολο του υλικού των παρακολουθήσεων μόνο περιεχόμενο «που κρίνεται ότι εισφέρει στη διακρίβωση των εγκλημάτων».
Όμως, με αυτό τον τρόπο αφαιρείται από τους δικαστικούς λειτουργούς «η δυνατότητα αξιολόγησης υλικού που οδηγεί στην αθώωση του κατηγορουμένου ή στην υποστήριξη αυτοτελών ισχυρισμών του».
Μάλιστα η έκθεση προειδοποιεί ότι αυτή η ρύθμιση «παραβιάζει την αρχή της αμεροληψίας, της ανεξαρτησίας και της ισότητας» στο πλαίσιο της δίκαιης δίκης. «Σύμφωνα με τη νομολογία του ΕΔΔΑ, η αρμόδια δικαστική αρχή πρέπει αφενός να επιλέγει το υλικό, το οποίο κατατείνει όχι μόνο στην καταδίκη αλλά και στην αθώωση του κατηγορουμένου αφετέρου να παρέχει στην υπεράσπιση τη δυνατότητα συμμετοχής στη διαδικασία επιλογής του υλικού» αναφέρει η Ένωση Ελλήνων Ποινικολόγων.
Και καταλήγει ως «στο πεδίο των διατάξεων του ουσιαστικού ποινικού δικαίου το υπό διαβούλευση νομοσχέδιο αποτελεί ένα ακόμη δείγμα συμβολικής ποινικής νομοθεσίας, η οποία καθοδηγείται από την εκάστοτε επικαιρότητα και εξυπηρετεί επικοινωνιακές ανάγκες».
Διαβάστε εδώ ολόκληρη την ανακοίνωση