Νίκος Βούτσης: Λυπάμαι που τα νέα μέλη του κόμματος δεν αγκαλιάζουν "Αυγή", "Εποχή" και "Κόκκινο"
Καταρχάς, θέλω να πω και εγώ με τη σειρά μου πως ήταν η εξαιρετική και θαρραλέα μαρτυρία της Σοφίας Μπεκατώρου που ανέδειξε το ζήτημα και απελευθέρωσε κόσμο για να μιλήσει. Το ότι υπάρχει τόσο μεγάλη κοινωνική αποδοχή στην ανάγκη να υπάρξει κάθαρση, να σταματήσει η σιωπή, να ενθαρρυνθούν τα θύματα να μιλήσουν, οφείλεται σε πολύ μεγάλο βαθμό στο λίπασμα που υπήρξε τα προηγούμενα χρόνια από τις κινητοποιήσεις για τη δολοφονία του Ζακ Κωστόπουλου και για τη δολοφονία και το βιασμό της Ελένης Τοπαλούδη αλλά και από τον απόηχο των κινημάτων I can’t Breath και Black Lives Matter στις ΗΠΑ. Και αυτό είναι ιδιαίτερα αισιόδοξο, σε αντίθεση με την ανόητη κομπορρημοσύνη του κ. Μητσοτάκη στη Βουλή ότι «επί των ημερών μας έγινε το metoo”!
Πιστεύω ότι η κυβέρνηση, ιδιαίτερα στην «υπόθεση Λιγνάδη» είναι υπόλογη, στα όρια της πολιτικής συγκάλυψης, καθώς είτε φοβούμενη είτε ενοχικά σκεπτόμενη για την πολιτική ευθύνη έκανε το μεγάλο ατόπημα της σοβαρής καθυστέρησης για να πάρει το δρόμο της δικαιοσύνης αυτή η υπόθεση. Όπως έθεσε ο Αλ. Τσίπρας και άλλοι πολιτικοί αρχηγοί στη βουλή, τελικά τον Λιγνάδη οδηγούν στη δικαιοσύνη οι σπαρακτικές εξομολογήσεις των θυμάτων του και όχι τα κυβερνητικά αντανακλαστικά.
Ο Κ. Μητσοτάκης είπε στη βουλή πως «η πολιτική ευθύνη βαραίνει εμένα», παρέχοντας πλήρη κάλυψη στην υπουργό Πολιτισμού.
Είναι σαφές ότι αυτή η υποστήριξη οδηγεί στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα για μια απόλυτη συνευθύνη. Κατ’ ελάχιστο είναι φανερό πως επεβλήθη στην κ. Μενδώνη η απόφαση για το διορισμό του κ. Λιγνάδη.
Η παραίτηση της Μενδώνη θα έλυνε το ζήτημα ή πια έχει αποκτήσει άλλες προεκτάσεις, πιο βαθιές, το σκάνδαλο αυτό;
Το κρίσιμο θέμα είναι η παραίτηση της υπουργού, διότι στο χώρο του πολιτισμού αποκαλύφθηκε αυτό το τεράστιο σκάνδαλο. Αλλά δεν έμεινε μόνο εκεί. Για παράδειγμα, αποκαλύφθηκε πως δεν έχει απομακρυνθεί ακόμα από τα αξιώματά του, εκείνος που υπέδειξε η κ. Μπεκατώρου ως τον βιαστή της. Επομένως, η πολιτική ευθύνη πρέπει να αναζητηθεί σε όλους τους χώρους. Να υπάρξει βούληση της Πολιτείας και της κυβέρνησης, ώστε να εξοβελιστεί από οποιαδήποτε δημόσια θέση, οποιοσδήποτε είναι θύτης.
Θεωρείς πως η κυβέρνηση υποτίμησε το ζήτημα, την έκταση αυτού και του πολιτικού κόστους που επιφέρει ή η συγκάλυψη επιχειρήθηκε με πλήρη εικόνα του προβλήματος;
Πιστεύω και τα δύο. Θυμίζω πως όταν ο κυβερνητικός εκπρόσωπος ανήγγειλε την παραίτηση Λιγνάδη, έκανε λόγο για «προσωπικούς λόγους». Και δεν είναι λίγες οι προσπάθειες αποπροσανατολισμού, από τις δηλώσεις του κ. Ρωμανού ή από τη δημοσίευση φωτογραφιών δικών μου με τον κ. Λιγνάδη στην επετειακή εκδήλωση για τον Μαντέλα, όπου διάβασε ένα ποίημα. Είναι προφανές ότι γίνεται μεγάλη προσπάθεια να πέσει στα μαλακά η υπόθεση, η οποία φαίνεται να έχει πολλές ουρές. Βέβαια, παίρνω αποστάσεις, το ίδιο έκανε και ο πρόεδρος στη Βουλή, από όσα ακούγονται για γενικευμένες ευθύνες παρατάξεων, εν προκειμένω της Νέας Δημοκρατίας, και άλλες δηλώσεις ή υπαινιγμούς περί συγχρωτισμού με κυκλώματα παιδεραστίας, που κυκλοφόρησαν στο διαδίκτυο. Είναι πέρα από τις αξίες και την ηθική πολιτική της Αριστεράς, τέτοιου είδους υπαινιγμοί. Αντίθετα, η Ομάδα Αλήθειας της Νέας Δημοκρατίας που επίσημα διαχρονικά είναι βασικός επικοινωνιακός βραχίονας του κόμματος, αρδεύει συστηματικά τη σκοτεινή πλευρά του διαδικτύου.
Ο πρωθυπουργός ανακοίνωσε και μια σειρά μέτρων, προκειμένου να αποτραπεί η επανάληψη τέτοιων αποτρόπαιων πράξεων. Είναι στη σωστή κατεύθυνση αυτός ο σχεδιασμός ή το αντιμετωπίζει επιφανειακά και επικοινωνιακά;
Όπως πολύ σωστά έθεσε στη συζήτηση και η κ. Γεννηματά, είναι πολύ μεγάλο πολιτικό ολίσθημα το ότι από τα μέτρα που ανακοίνωσε ο πρωθυπουργός λείπει η δέσμευση πως σε καίριες θέσεις θα τοποθετούνται άνθρωποι, μέσα από διαφανείς, δημόσιες διαδικασίες και ει δυνατόν με διακομματική συνεννόηση. Ας μην ξεχνάμε ότι η κριτική απέναντι στην κυβέρνηση για την υπόθεση Λιγνάδη ξεκινά από τον απευθείας διορισμό του, αφού κατάργησαν τη διαγωνιστική διαδικασία, όπως έκαναν και σε άλλες περιπτώσεις. Επομένως και ενώ τα συγκεκριμένα μέτρα που κατατέθηκαν πρέπει προφανώς να μελετηθούν, παραμένει συνολικά μετέωρη και υποκριτική η στάση του κ. Μητσοτάκη στο βαθμό που δεν ανακοίνωσε αυτό το μέτρο του τρόπου διορισμού που θα έπρεπε να είναι το πρώτο.
Ολοένα και εντείνεται η ακραία καταστολή των διαδηλώσεων και των εκδηλώσεων διαμαρτυρίας, με τον αρμόδιο υπουργό Προστασίας του Πολίτη να τις υποστηρίζει. Τι σημαίνει αυτή η πολιτική επιλογή;
Ότι στήνεται συστηματικά –και με θεσμικό τρόπο, μέσω των νομοθετημάτων που έχουν ήδη περάσει- ένα οιονεί αστυνομικό κράτος, μιας νέας δεξιάς, στο πλαίσιο της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Αντίστοιχό του δεν έχουμε ζήσει σε όλη τη μεταπολίτευση. Τις τελευταίες μέρες έχουν γίνει 200 συλλήψεις διαδηλωτών, χωρίς να έχει γίνει κανένα επεισόδιο στις πορείες. Είναι πολύ κρίσιμα τα πράγματα και είναι σαφές ότι η κυβέρνηση έχει υιοθετήσει μια στρατηγική διαχείρισης του φόβου, εν μέσω πανδημίας, για να περάσει μεταρρυθμίσεις αστυνομοκρατίας σε όλη την κοινωνία. Θεωρώ ότι το θέμα της αυταρχικής διακυβέρνησης και της αστυνομοκρατίας θα πρέπει να γίνει κεντρικό ζήτημα, ιδίας τάξης με την αντιμετώπιση της πανδημίας και της λάθος οικονομικής στρατηγικής από πλευράς της κυβέρνησης.
Ο ΣΥΡΙΖΑ εκτιμά ότι η αστυνομοκρατία και οι περιορισμοί της ελευθερίας θα συνεχιστούν και μετά την πανδημία;
Απολύτως. Διότι έχουν δώσει θεσμική υπόσταση στους περιορισμούς, με τους νόμους που έχουν περάσει, με αποκορύφωμα την αστυνομία στα πανεπιστήμια και την απαγόρευση διαδηλώσεων, και που αναμένεται να περάσουν, όπως είναι οι συνδικαλιστικοί περιορισμοί. Τώρα, με την πανδημία, αξιοποιούν το κλίμα επιτήρησης και συρρίκνωσης του δημόσιου χώρου, για να περάσουν θεσμικά μέτρα διαιώνισης αυτού του καθεστώτος, με πολιτικό στόχο τη δεξιά πολυκατοικία. Καταθέτω όμως την αισιοδοξία μου ότι δεν θα ολοκληρώσουν αυτό το έργο γιατί άλλωστε και οι ίδιοι οι κυβερνώντες σήμερα δείχνουν αιφνιδιασμένοι από τις μαζικές αντιστάσεις και διαμαρτυρίες κυρίως από το χώρο της νεολαίας.
Τι πρωτοβουλίες σκοπεύει να πάρει ο ΣΥΡΙΖΑ ώστε να αποτραπούν τα σχέδια της κυβέρνησης;
Το χρέος των κομμάτων της ευρύτερης κοινοβουλευτικής αριστεράς και βεβαίως των εξωκοινοβουλευτικών δυνάμεων και των κοινωνικών οργανώσεων είναι να μιλούν, μέσα και έξω από τη βουλή, διότι η σιωπή δεν είναι χρυσός. Ταυτόχρονα, είναι να ενθαρρύνουν την υγιή αντίδραση και αντίσταση, σε όσα επιβάλλει η κυβέρνηση. Θεωρώ ότι το κάνουμε αρκετά καλά, αλλά πρέπει να συντονίσουμε τις (αντι)δράσεις μας. Έχουμε στις αποσκευές μας την κοινή δήλωση στις 17 Νοέμβρη, αλλά και τη διαδήλωση στον Άρειο Πάγο τη μέρα ανακοίνωσης της καταδικαστικής απόφασης της Χρυσής Αυγής. Η τελευταία λειτούργησε ως χειραφετικό στοιχείο μια νέας ριζοσπαστικοποίησης εν μέσω πανδημίας. Είναι ισχυρά εφόδια, από τα οποία δεν πρέπει να αποστούμε. Και όποιος υποστηρίζει ότι η κυβερνώσα αριστερά, για την οποία εργαζόμαστε, θα πρέπει να παίρνει τις αποστάσεις από όλα αυτά που υποτίθεται ότι δημιουργούν ένα δυστοπικό περιβάλλον στη μεσαία τάξη, κάνουν πολύ μεγάλο λάθος. Είδαμε πώς η αντίδραση στην καταστολή λίγων φοιτητών στο ΑΠΘ προκάλεσε μαζικές διαδηλώσεις ή πώς η αδιαλλαξία της κυβέρνησης συσπείρωσε κόσμο στην υποστήριξη των δικαιωμάτων του απεργού πείνας Δημήτρη Κουφοντίνα. Είναι σημαντικό πως φωνές, ακόμα και μέσα από τη συντηρητική παράταξη, κατατείνουν στο αίτημα της επικράτησης του κράτους δικαίου.
Γιατί αυτή η αδιαλλαξία της κυβέρνησης απέναντι στο αίτημα του Κουφοντίνα για την τήρηση του νόμου, που εκείνη ψήφισε; Είναι και πάλι στόχος η ικανοποίηση της δεξιάς πολυκατοικίας, που ανάφερες προηγουμένως;
Μόνο και μόνο η απόφαση η σωφρονιστική πολιτική να υπάγεται στο υπουργείο Προστασίας του Πολίτη δείχνει τη μεσαιωνική αντίληψη της κυβέρνησης περί δικαιοσύνης. Προφανώς, ο Νόμος και η Τάξη είναι το νήμα που θα συνδέει όλη τη δεξιά πολυκατοικία στο διηνεκές και θα ενισχύει το αντιΣΥΡΙΖΑ μέτωπο, με την έννοια της επικινδυνότητας της εναλλαγής. Ο ΣΥΡΙΖΑ, άλλωστε, δεν συμμετέχει σε ένα συστημικό δικομματισμό, και επομένως σε περίπτωση που καταρρεύσει η κυβέρνηση Μητσοτάκη, δεν θα δούμε τον αυτοματισμό του παραδοσιακού δικομματισμού με το σενάριο των συγκοινωνούντων δοχείων για τη διακυβέρνηση. Γι΄ αυτό άλλωστε θωρακίζονται θεσμικά και επικοινωνιακά για να αποτρέψουν την αναγκαία προοδευτική αλλαγή.
Από εκεί και πέρα, είναι σαφές ότι η υπόθεση Κουφοντίνα αποτέλεσε, και όσο ήμασταν εμείς στην κυβέρνηση, σκληρό πεδίο ιδεολογικής διαμάχης. Θεωρούν ότι οποιαδήποτε υποχώρηση, όπως την ονομάζουν, του κράτους απέναντι σε ένα αίτημα κρατουμένου, θα δώσει λάθος σήματα. Κινούνται επί ξυρού ακμής. Νομίζω ότι θα πρέπει να αναληφθούν πρωτοβουλίες, ώστε να μην κάνουν αυτό το πολύ μεγάλο λάθος για τη δημοκρατία και τη χώρα μας. Όπως είπε και ο Αλ. Τσίπρας στη βουλή, δεν είναι δυνατόν να είμαστε η πρώτη χώρα μετά την Θάτσερ, που θα έχει νεκρό απεργό πείνας. Είναι οριακά τα πράγματα.
Δεν έχουμε δημοσκοπική εικόνα για το ποιες θα είναι οι βλάβες στην εικόνα της κυβέρνησης –πάνω στην οποία στηρίζει όλη της την πολιτική- μετά το σκάνδαλο Λιγνάδη, αλλά και τα τελευταία γεγονότα που είπαμε. Πώς εξελίσσεται κατά τη γνώμη σου ο συσχετισμός;
Πιστεύω ότι μέσα στην κοινωνία υπάρχει μια ουσιαστική μεταστροφή, διότι δεν είναι μόνο η επικοινωνιακή πολιτική αυτή που υφίσταται ρωγμές. Η «Μήδεια», για παράδειγμα, δοκίμασε τις αντοχές του κράτους και φάνηκε η πλήρης ανεπάρκεια του κρατικού μηχανισμού, της περιφέρειας, του υπό ιδιωτικοποίηση ΔΕΔΔΗΕ, καθώς επίσης δεν λειτούργησε το 112, που τα προηγούμενα χρόνια είχαν θεοποιήσει ότι θα μας προστατεύει από όλες τις κακοτοπιές. Κατεστράφη όλο αυτό το οικοδόμημα και ο κόσμος το καταλαβαίνει. Όπως καταλαβαίνει και ποια είναι η πραγματικότητα στο ΕΣΥ, παρά τα νούμερα που παρουσιάζει ο πρωθυπουργός. Γίνεται πια συνείδηση όχι μόνο η αναποτελεσματικότητα της κυβέρνησης, αλλά σιγά σιγά εντυπώνεται και η δική μας στρατηγική, ότι είναι αποτέλεσμα δεξιών, νεοφιλελεύθερων πολιτικών. Μέσα στην κοινωνία έχει ξεκινήσει η αντίστροφη μέτρηση. Κατά πόσο αυτό θα μεταφραστεί και εκλογικά-πολιτικά, σε επιλογή του ΣΥΡΙΖΑ Προοδευτική Συμμαχία, εξαρτάται από εμάς, από την ποιότητα των παρεμβάσεων μας, του προγράμματός μας και από την ενθάρρυνση και την προοπτική που δίνουμε στους κινητοποιούμενους ανθρώπους του πολιτισμού, της εστίασης, στους νεολαίους. Είναι ζητήματα που πλέον ανάγονται στη σφαίρα της δικής μας ετοιμότητας, της κοινωνικής γείωσης και κυρίως της ανάγκης ανάκτησης μιας ηγεμονίας και μιας ελπίδας για τον κόσμο.
Παρά ταύτα, δεν βλέπουμε να καταγράφεται μια αισθητή βελτίωση της δημοσκοπικής θέσης του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό το ζήτημα τίθεται και στις οργανώσεις του κόμματος και δεν υπάρχει μια πειστική απάντηση από την ηγεσία.
Είναι δύσκολο χρονικά να συμβεί αυτό, μέσα σε συνθήκες πανδημίας, επιτηρούμενης κοινωνίας και ενός γενικευμένου φόβου, και με πρόσφατη τη δική μας θητεία. Ωστόσο, είναι στο χέρι μας να αναστηλώσουμε τη νέα ελπίδα για τη νέα μεγάλη αλλαγή. Και είμαι αισιόδοξος ότι κινούμαστε σε αυτή την κατεύθυνση. Αρκεί να μην περιμένουμε επικοινωνιακά, και θα είναι μεγάλο λάθος, να καταστραφεί το προφίλ του Μητσοτάκη και ότι αυτό από μόνο του θα γεμίσει τις δεξαμενές της πολιτικής αλλαγής. Αυτό δεν πρόκειται να συμβεί. Χρειάζεται χρόνος, αλλά χρειάζεται και ένα σχέδιο, μια στρατηγική αξιοποίησης αυτού του χρόνου. Είναι κρίσιμο ζήτημα και τίθεται σε όλες τις συζητήσεις του κόμματος, καθώς μπαίνει το θέμα να κινηθούμε ριζοσπαστικά, αριστερά, κινηματικά, με ανοιχτό μέτωπο και οπτική για το θέμα των συμμαχιών και της σύμπραξης με ανθρώπους της ευρύτερης δημοκρατικής παράταξης.
Αυτές τις μέρες που γίνονται οι συνδιασκέψεις, γίνεται φανερό ότι έχει μαζευτεί ένα δυναμικό που περίπου διπλασιάζει το κόμμα. Τώρα, και όσο διαρκεί η πανδημία, το κόμμα λειτουργεί ψηφιακά, αλλά όταν θα βγει στην κοινωνία, θα χρειαστεί άλλες πρόνοιες. Ποια η γνώμη σου;
Το κόμμα έχει ψηφιοποιηθεί βίαια και είναι πολύ σημαντικό. Δεν υπήρχε τρόπος να κάνουμε δια ζώσης διαδικασίες και θεωρώ δείγμα ωριμότητας το ότι μπόρεσε να λειτουργήσει σε συνθήκες πανδημίας. Παρακολούθησα μια συνδιάσκεψη με 650 μέλη, πριν λίγες μέρες, όπου πέρασαν τουλάχιστον 500 και μίλησαν 150. Έθεσαν το δάκτυλο επί τον τύπον των ήλων. Υπήρξαν ουσιαστικές διαφορές, αλλά νομίζω ότι αυτή η συζήτηση είναι πολύ γόνιμη. Από εκεί και πέρα, δεν έχω την αίσθηση πως ο κόσμος αυτός που εντάχθηκε στον ΣΥΡΙΖΑ περιορίστηκε στη διαδικτυακή λειτουργία του κόμματος. Τα προγράμματα Μένουμε Όρθιοι Ι και ΙΙ βοήθησαν σε αυτό. Βγήκε ο κόσμος έξω και μοίρασε το υλικό. Ενθαρρύνθηκε ένας δημόσιος διάλογος γύρω από κρίσιμα ζητήματα, όπως οι πατέντες ή η αλληλέγγυα διαχείριση του χρέους. Έγινε, επίσης, μια πολύ καλή δουλειά επαφής με εκατοντάδες επιστημονικούς συλλόγους, επιμελητήρια, εργασιακούς χώρους, συνδικαλιστές κ.λπ. στα μέτωπα που έχει ανοίξει η κυβέρνηση. Δείτε για παράδειγμα τι έγινε με την παιδεία. Τώρα βεβαίως μπαίνει το μεγάλο καθήκον, καθώς θα χαλαρώνει η πανδημία, μιας ενεργούς κοινωνικής γείωσης. Πρέπει όλοι μας, όσοι είμαστε μέλη, να έχουμε σχέσεις και παρουσία σε κοινωνικούς φορείς. Για να αλλάξουν οι συσχετισμοί σε συνδικάτα, σε συλλόγους, σε επιστημονικούς φορείς, στην νεολαία. Μόνο έτσι θα αποκτήσει κοινωνικές ρίζες ο ΣΥΡΙΖΑ. Διότι όλοι συνομολογούν ότι δεν βρισκόμαστε μπροστά σε μια «ευκαιρία ιστορικής κλίμακας», όπως ήταν το 2014-15, όπου χωρίς να έχουμε αυτή τη γείωση, παρά μόνο εκτεταμένα δίκτυα αλληλεγγύης για την οικονομική κρίση και τους πρόσφυγες, φτάσαμε να κερδίσουμε τις εκλογές. Τώρα δεν είναι έτσι τα πράγματα. Τώρα η δεξιά πολυκατοικία έχει ένα 40% και έχει τις άκρες της στο ακραίο κέντρο. Επομένως, δεν αρκεί η αποδόμηση των πεπραγμένων της κυβέρνησης –κάτι που κάνουμε αρκετά καλά- αλλά πρέπει να αναλύουμε και το τι θα κάνουμε εμείς και σε ποιο προγραμματικό εύρος και ορίζοντα εντάσσονται αυτές οι αλλαγές, για να έχουν το αποτύπωμα της αριστεράς και της κοινωνικής συμφωνίας. Είναι μια δύσκολη προσπάθεια, που θέλει το χρόνο της, τη γείωση, τη συστράτευση των ιδεών. Το ότι έχουμε θέσει μέσα στη μάχη ιδεών που δίνουμε για την εργασία, την παιδεία, την υγεία, στο επίκεντρο της αντιπαράθεσής μας και τη σύγκρουση με τη ΝΔ για την επιχειρούμενη απαξίωση της μεταπολίτευσης, την απαξίωση της εθνικής αντίστασης και την προσπάθεια μεταφοράς μετεμφυλιακού κράτους στη σύγχρονη εποχή έχει τεράστια ιδεολογική βάση. Κάποιοι σύντροφοι, δυστυχώς, θεωρούν –όπως συζητήσαμε και στο Πολιτικό Συμβούλιο βγάζοντας το Σχέδιο Προγράμματος- ακόμα –πιστεύω ότι είναι στοιχείο ωρίμανσης περαιτέρω- ότι αυτά τα ζητήματα είτε δεν έχουν σχέση με την πολιτική σύγκρουση είτε φοβίζουν και συρρικνώνουν το ακροατήριό μας. Δεν είναι έτσι.
Πώς μπορούμε, πιστεύεις, να ενθαρρύνουμε αυτόν τον καινούριο αέρα που πνέει στο κόμμα, να μην αποθαρρυνθούν τα νέα μέλη και να ενεργοποιηθούν;
Είναι σαφές ότι όλα αυτά που είπαμε πρέπει να αποτυπωθούν σε πολιτικά σχέδια δράσης με την παρουσία των οργανώσεών μας παντού. Με την εξωστρέφεια θα πειστεί η κοινωνία να μας ξαναεμπιστευτεί. Όλοι συνομολογούμε –και στον απολογισμό του κόμματος- ότι υπάρχει πρόβλημα φερεγγυότητας. Πλέον χωρίς τους μνημονιακούς καταναγκασμούς και με την Ευρώπη σε άλλη φάση, είναι δυνατόν να είναι μια πειστική εναλλακτική διακυβέρνηση.
Μέχρι τότε, υπάρχει η μεγάλη αρένα του διαδικτύου, που είναι ένας χώρος όπου μπορεί να παρέμβει ο ΣΥΡΙΖΑ. Φαίνεται ότι μέχρι στιγμής, δεν έχει βρει τον τρόπο.
Έχουμε ακόμα πολύ δρόμο για να ενθαρρύνουμε μία ακόμα πιο συστηματική παρέμβαση στο διαδίκτυο, επιλογή απολύτως αναγκαία, ακριβώς γιατί υπάρχει το τείχος σιωπής μεγάλων τηλεοπτικών μέσων, επιλογή που βεβαίως θα υπερβαίνει και λαϊκίστικες παθογένειες από τις οποίες πήρε τις αποστάσεις και ο πρόεδρος του κόμματος. Χωρίς το διαδίκτυο μέσα στην πανδημία, όχι μόνο ο ΣΥΡΙΖΑ αλλά η κοινωνία θα ήταν στα βαθιά σκοτάδια. Η ψηφιακή συγκρότηση του κόμματος παίζει πολύ μεγάλο ρόλο. Φανταστείτε έναν iSYRIZA διαδραστικό, τι μπορεί να καταφέρει. Αυτά είναι τα καλά διδάγματα που πήραμε από την πανδημία. Αλλά πιστεύω ότι και το Κόκκινο, η Αυγή και η Εποχή έχουν τη δική τους συνεισφορά και λυπάμαι πολύ γιατί αυτός ο νέος κόσμος του κόμματος δεν αγκαλιάζει σε καθημερινή βάση αυτά τα υπαρκτά μέσα.