Μπασάρ αλ Άσαντ: Ο οφθαλμίατρος που κυβέρνησε σαν... συνταγματάρχης - Το τέλος μιας δυναστείας
Η πτώση του καθεστώτος Άσαντ έπειτα από 13 χρόνια αιματηρού εμφυλίου πολέμου βάζει τέλος σε μια δυναστεία δεκαετιών.
Ο πρόεδρος της Συρίας Μπασάρ αλ Άσαντ εγκατέλειψε τη χώρα του την Κυριακή, κλείνοντας με τον πιο δραματικό τρόπο τον σχεδόν 14χρονο αγώνα του να διατηρήσει τον έλεγχο, καθώς η χώρα του βρέθηκε στη δίνη ενός βίαιου εμφυλίου πολέμου που έγινε πεδίο... βολής τόσο για τις περιφερειακές όσο και για τις διεθνείς δυνάμεις.
Η αποχώρηση του 59χρονου Μπασάρ αλ Άσαντ ήρθε σε πλήρη αντίθεση με τους πρώτους μήνες της θητείας του στην προεδρία της Συρίας, το μακρινό 2000, όταν πολλοί ήλπιζαν ότι είχαν να κάνουν μ' έναν φέρελπι μεταρρυθμιστή έπειτα από τρεις δεκαετίες σιδερένιας διακυβέρνησης του πατέρα του. Στην ηλικία των 34 ετών, ο δυτικοτραφείς οφθαλμίατρος εμφανιζόταν ως ένας σπασίκλας με τεχνολογικές γνώσεις, οπαδός των υπολογιστών με ευγενική συμπεριφορά.
Ωστόσο, όταν ήρθε αντιμέτωπος με τις διαδηλώσεις κατά της διακυβέρνησής του που ξέσπασαν τον Μάρτιο του 2011, ο Άσαντ στράφηκε στις βάναυσες τακτικές του πατέρα του προκειμένου να συντρίψει τους διαφωνούντες. Καθώς η εξέγερση οδηγούσε με μαθηματική ακρίβεια σε άμεσο εμφύλιο πόλεμο, εξαπέλυσε τον στρατό του για να ανατινάξει και να ανακαταλάβει πόλεις που κατείχε η αντιπολίτευση, με την υποστήριξη των συμμάχων του, δηλαδή του Ιράν και της Ρωσίας.
Διεθνείς ομάδες για τα ανθρώπινα δικαιώματα και εισαγγελείς ισχυρίστηκαν εκτεταμένη χρήση βασανιστηρίων και εξωδικαστικών εκτελέσεων στα κυβερνητικά κέντρα κράτησης της Συρίας. Ο πόλεμος έχει σκοτώσει σχεδόν μισό εκατομμύριο ανθρώπους και έχει οδηγήσει σε εκτόπιση περίπου το ήμισυ του προπολεμικού πληθυσμού της χώρας, που ανερχόταν σε 23 εκατομμύρια.
Η σύγκρουση φαινόταν να έχει παγώσει τα τελευταία χρόνια, με την κυβέρνηση Άσαντ να ανακτά τον έλεγχο του μεγαλύτερου μέρους της συριακής επικράτειας, ενώ τα βορειοδυτικά παρέμεναν υπό τον έλεγχο ομάδων της αντιπολίτευσης και τα βορειοανατολικά υπό τον έλεγχο των Κούρδων.
Παρόλο που η Δαμασκός βρισκόταν υπό καθεστώς εξουθενωτικών κυρώσεων από τη δύση, οι γειτονικές χώρες είχαν αρχίσει να παραιτούνται από την προοπτική συνέχισης της εξουσίας του Άσαντ, παρά το γεγονός ότι ο Αραβικός Σύνδεσμος επανέφερε τη Συρία ως μέλος του πέρυσι και η Σαουδική Αραβία ανακοίνωσε τον Μάιο τον διορισμό του πρώτου πρεσβευτή της από τότε που διέκοψε τους δεσμούς της με τη Δαμασκό πριν από 12 χρόνια.
Ωστόσο, το γεωπολιτικό κλίμα άλλαξε γρήγορα όταν ομάδες της αντιπολίτευσης στη βορειοδυτική Συρία στα τέλη Νοεμβρίου εξαπέλυσαν αιφνιδιαστική επίθεση. Οι κυβερνητικές δυνάμεις κατέρρευσαν γρήγορα, ενώ οι σύμμαχοι του Άσαντ, απασχολημένοι με άλλες συγκρούσεις -τον πόλεμο της Ρωσίας στην Ουκρανία και τους πολυετείς πολέμους μεταξύ του Ισραήλ και των υποστηριζόμενων από το Ιράν μαχητικών ομάδων Χεζμπολάχ και Χαμάς- εμφανίστηκαν απρόθυμοι να επέμβουν δυναμικά υπέρ του.
Τέλος σε δεκαετίες οικογενειακής κυριαρχίας
Ο Άσαντ ήρθε στην εξουσία το 2000 από ένα γύρισμα της μοίρας. Ο πατέρας του είχε χρίσει τον μεγαλύτερο αδελφό του Μπασάρ, τον Βασίλη, ως διάδοχό του, αλλά το 1994, ο Βασίλης σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα στη Δαμασκό. Ο Μπασάρ επέστρεψε στην πατρίδα του αφήνοντας την πρακτική του στο Λονδίνο στην οφθαλμιατρική, υποβλήθηκε σε στρατιωτική εκπαίδευση και ανήλθε στον βαθμό του συνταγματάρχη προκειμένου να αποκτήσει τα απαραίτητα προσόντα ώστε να μπορέσει μια μέρα να κυβερνήσει.
Όταν ο Χαφέζ Άσαντ πέθανε το 2000, το κοινοβούλιο μείωσε γρήγορα την απαιτούμενη ηλικία για την προεδρία από τα 40 στα 34 έτη. Η ανάδειξη του Μπασάρ επισφραγίστηκε με ένα πανεθνικό δημοψήφισμα, στο οποίο ήταν ο μοναδικός υποψήφιος.
Ο Χαφέζ, ένας ισόβιος στρατιωτικός, κυβέρνησε τη χώρα για σχεδόν 30 χρόνια, κατά τη διάρκεια των οποίων δημιούργησε μια συγκεντρωτική οικονομία σοβιετικού τύπου και κράτησε ένα τόσο ασφυκτικό χέρι πάνω στην αντίθετη άποψη, σε βαθμό που οι Σύριοι φοβόντουσαν ακόμη και να αστειευτούν για την πολιτική με τους φίλους τους.
Ακολούθησε μια κοσμική ιδεολογία που επιδίωκε να θάψει τις θρησκευτικές διαφορές κάτω από τον αραβικό εθνικισμό και την εικόνα της ηρωικής αντίστασης στο Ισραήλ. Διαμόρφωσε συμμαχία με τη σιιτική ιερατική ηγεσία του Ιράν, σφράγισε την κυριαρχία στον Λίβανο και δημιούργησε ένα δίκτυο παλαιστινιακών και λιβανέζικων μαχητικών ομάδων.
Ωστόσο, ο Μπασάρ αρχικά έμοιαζε εντελώς διαφορετικός από τον πανίσχυρο και... πανούργο πατέρα του. Ψηλός και βραχύσωμος με ελαφρύ ψιθύρισμα, είχε μια ήσυχη, ευγενική συμπεριφορά. Η μόνη επίσημη θέση που κατείχε πριν γίνει πρόεδρος ήταν επικεφαλής της Συριακής Εταιρείας Πληροφορικής. Η σύζυγός του, Άσμα αλ Άχρας, την οποία παντρεύτηκε αρκετούς μήνες μετά την ανάληψη των καθηκόντων του, ήταν ελκυστική, κομψή και βρετανικής καταγωγής.
Το νεαρό ζευγάρι, το οποίο απέκτησε τελικά τρία παιδιά, έδειχνε να αποφεύγει τα προσχήματα της εξουσίας. Ζούσαν σε ένα διαμέρισμα στην αριστοκρατική συνοικία Abu Rummaneh της Δαμασκού, σε αντίθεση με κάποιο μεγαλοπρεπές μέγαρο όπως έκαναν άλλοι Άραβες ηγέτες.
Αρχικά, μόλις ανέλαβε την εξουσία, ο Άσαντ απελευθέρωσε τους πολιτικούς κρατούμενους και επέτρεψε πιο ανοιχτό πολιτικό διάλογο. Στην «Άνοιξη της Δαμασκού», εμφανίστηκαν σαλόνια διανοουμένων όπου οι Σύροι μπορούσαν να συζητούν για την τέχνη, τον πολιτισμό και την πολιτική σε βαθμό που ήταν αδύνατο υπό τον πατέρα του.
Αλλά από τη στιγμή που 1.000 διανοούμενοι υπέγραψαν ένα δημόσιο ψήφισμα με το οποίο ζητούσαν πολυκομματική δημοκρατία και μεγαλύτερες ελευθερίες το 2001, και άλλοι προσπάθησαν να σχηματίσουν πολιτικό κόμμα, τα σαλόνια καταστράφηκαν από την φοβερή και τρομερή μυστική αστυνομία του καθεστώτος, η οποία οδήγησε στις φυλακές δεκάδες ακτιβιστές.
Η Αραβική Άνοιξη και οι παλιές συμμαχίες
Τελικά ο Άσαντ στράφηκε σε οικονομικές μεταρρυθμίσεις. Χαλάρωσε σιγά σιγά τους οικονομικούς περιορισμούς, άφησε ξένες τράπεζες να εισέλθουν στη Συρία, άνοιξε τις πόρτες στις εισαγωγές και ενίσχυσε τον ιδιωτικό τομέα. Η Δαμασκός και άλλες πόλεις που επί μακρόν ήταν βυθισμένες στην οικονομική ανία είδαν μια άνθηση των εμπορικών κέντρων, των νέων εστιατορίων και των καταναλωτικών αγαθών. Ο τουρισμός διογκώθηκε.
Στο εξωτερικό, επέμεινε στη γραμμή που είχε χαράξει ο πατέρας του, βασισμένη στη συμμαχία με το Ιράν και σε μια πολιτική επιμονής στην πλήρη επιστροφή των προσαρτημένων στο Ισραήλ υψωμάτων του Γκολάν, αν και στην πράξη ο Άσαντ δεν αντιμετώπισε ποτέ στρατιωτικά το Ισραήλ.
Το 2005, υπέστη ένα βαρύ πλήγμα με την απώλεια του πολυετούς πολιτικού ελέγχου στον γειτονικό Λίβανο μετά τη δολοφονία του πρώην πρωθυπουργού Ραφίκ Χαρίρι. Με πολλούς Λιβανέζους να κατηγορούν τη Δαμασκό ότι βρισκόταν πίσω από τη δολοφονία, η Συρία αναγκάστηκε να αποσύρει τα στρατεύματά της από τη χώρα και μια φιλοαμερικανική κυβέρνηση ανέβηκε στην εξουσία.
Ταυτόχρονα, ο αραβικός κόσμος χωρίστηκε σε δύο στρατόπεδα -το ένα από τις χώρες που είναι σύμμαχοι των ΗΠΑ και ηγούνται του σουνιτικού στρατού, όπως η Σαουδική Αραβία και η Αίγυπτος, και το άλλο από τη Συρία και το σιιτικό Ιράν με τους δεσμούς τους με τη Χεζμπολάχ και τους Παλαιστίνιους μαχητές.
Καθ' όλη τη διάρκεια της εξουσίας του, ο Άσαντ βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό στην ίδια βάση ελέγχου στο εσωτερικό της χώρας του όπως και ο πατέρας του: την αίρεσή του, την αίρεση των Αλαουιτών, ένα παρακλάδι του σιιτικού Ισλάμ που περιλαμβάνει περίπου το 10% του πληθυσμού. Πολλές από τις θέσεις στην κυβέρνησή του πήγαν σε νεότερες γενιές των ίδιων οικογενειών που είχαν εργαστεί για τον πατέρα του. Προσέλαβε επίσης μέλη από την νέα μεσαία τάξη που δημιουργήθηκε από τις μεταρρυθμίσεις του, συμπεριλαμβανομένων επιφανών σουνιτικών εμπορικών οικογενειών.
Ο Άσαντ στράφηκε επίσης στην οικογένειά του. Ο νεότερος αδελφός του, ο Μαχέρ, ήταν επικεφαλής της επίλεκτης προεδρικής φρουράς και θα ηγείτο της καταστολής της εξέγερσης. Η αδελφή τους Μπούσρα ήταν μια ισχυρή φωνή στον εσωτερικό του κύκλο, μαζί με τον σύζυγό της, αναπληρωτή υπουργό Άμυνας Ασέφ Σαουκάτ, μέχρι που σκοτώθηκε σε βομβιστική επίθεση το 2012. Ο ξάδελφος του Μπασάρ, ο Ραμί Μαχλούφ, έγινε ο μεγαλύτερος επιχειρηματίας της χώρας, επικεφαλής μιας οικονομικής αυτοκρατορίας, προτού οι δύο τους διαφωνήσουν και ο Μαχλούφ τελικά περάσει στο περιθώριο.
Ο Άσαντ εμπιστευόταν επίσης όλο και περισσότερο βασικούς ρόλους στη σύζυγό του, Άσμα, πριν ανακοινώσει τον Μάιο ότι υποβάλλεται σε θεραπεία για λευχαιμία και αποσυρθεί από το προσκήνιο.
Όταν το 2011 ξέσπασαν διαδηλώσεις στην Τυνησία και την Αίγυπτο, ανατρέποντας τελικά τους κυβερνήτες τους, ο Άσαντ απέρριψε την πιθανότητα να συμβεί το ίδιο στη Συρία, επιμένοντας ότι το καθεστώς του ήταν πιο συντονισμένο με τον λαό του. Αφού το κύμα της Αραβικής Άνοιξης έφτασε στη Συρία, οι δυνάμεις ασφαλείας του πραγματοποίησαν βίαιη καταστολή, ενώ ο Άσαντ αρνιόταν σταθερά ότι αντιμετώπιζε λαϊκή εξέγερση. Αντιθέτως, κατηγόρησε τους «υποστηριζόμενους από το εξωτερικό τρομοκράτες» που προσπαθούσαν να αποσταθεροποιήσουν το καθεστώς του.
Η ρητορική του χτύπησε τη χορδή πολλών μειονοτικών ομάδων της Συρίας -συμπεριλαμβανομένων των χριστιανών, των δρούζων και των σιιτών- καθώς και ορισμένων σουνιτών, οι οποίοι φοβούνταν την προοπτική διακυβέρνησης από σουνίτες εξτρεμιστές περισσότερο από ό,τι αντιπαθούσαν την αυταρχική διακυβέρνηση του Άσαντ.
Καθώς η εξέγερση εξελίχθηκε σε εμφύλιο πόλεμο, εκατομμύρια Σύροι κατέφυγαν στην Ιορδανία, την Τουρκία, το Ιράκ και τον Λίβανο και στη συνέχεια στην Ευρώπη.
Κατά ειρωνικό τρόπο, στις 26 Φεβρουαρίου 2011, δύο ημέρες μετά την πτώση του Χόσνι Μουμπάρακ της Αιγύπτου από τους διαδηλωτές και λίγες ημέρες πριν το κύμα των διαδηλώσεων της Αραβικής Άνοιξης σαρώσει τη χώρα του, ο Άσαντ έστειλε μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ένα ανέκδοτο που διακωμωδύσε την πεισματική άρνηση του Αιγύπτιου ηγέτη να παραιτηθεί.
Πλέον, 13 χρόνια μετά ο Άσαντ είναι αυτός που περνάει στην Ιστορία και όχι με τον καλύτερο δυνατό τρόπο...
Ο Μπασάρ αλ Άσαντ και η οικογένειά του βρίσκονται στη Μόσχα;
Ο Σύρος ηγέτης Μπασάρ αλ Άσαντ και η οικογένειά του βρίσκονται στη Μόσχα, μετέδωσαν απόψε τα ρωσικά ειδησεογραφικά πρακτορεία, επικαλούμενα πηγή στο Κρεμλίνο, μετά την πτώση των συριακών αρχών την οποία προκάλεσε η αιφνιδιαστική επίθεση ομάδων ανταρτών υπό τη διοίκηση των ριζοσπαστών ισλαμιστών.
«Ο Άσαντ και τα μέλη της οικογένειάς του έφτασαν στη Μόσχα. Η Ρωσία, βάσει ανθρωπιστικών λόγων, τους χορήγησε άσυλο», δήλωσε η πηγή στα δημόσια ειδησεογραφικά πρακτορεία TASS και Ria Novosti.