Μπάμπης Αναγνωστόπουλος: Όλο το σκεπτικό των δικαστών για την απόφαση
Μπάμπης Αναγνωστόπουλος: Το σκεπτικό της απόφασης των δικαστών «μετρά» 35 σελίδες, ενώ τα πρακτικά της δίκης έφτασαν τις 333. Οι δικαστές στην 716/2022 απόφασή τους περιγράφουν το θύμα ως ένα κορίτσι με ισχυρή προσωπικότητα και κοινωνικότητα, ενώ σκιαγραφούν τη γνωριμία της με τον Μπάμπη Αναγνωστόπουλο το Πάσχα του 2017, όταν εκείνη ήταν ανήλικη.
Αναφορά γίνεται και στην ατυχή εγκυμοσύνη της Καρολάιν Κράουτς, αλλά και στο περιεχόμενο του ημερολογίου, που διατηρούσε ηλεκτρονικά και συγκεκριμένα τις σημειώσεις του χρονικού διαστήματος από τις 16 Νοεμβρίου 2019 έως και τις 14 Μαΐου 2020, που αναγνώστηκαν στο δικαστήριο, σύμφωνα με τον «Ελεύθερο Τύπο» της Κυριακής.
Η Καρολάιν «ζούσε σε χρυσό κλουβί»
«Προέκυψε ότι ο κατηγορούμενος εκδήλωνε με τρόπο υπερβολικό την ανησυχία του για την πορεία της εγκυμοσύνης και την υγεία του εμβρύου, με αποτέλεσμα να επιτείνονται η ανασφάλεια, η ανησυχία και το αίσθημα ανεπάρκειας, που ήδη ένιωθε η σύζυγός του λόγω της προγενέστερης αποβολής και της έλλειψης σχετικής εμπειρίας. Εκτός αυτού, η Καρολάιν είχε ήδη αρχίσει να συνειδητοποιεί ότι η σχέση της με τον κατηγορούμενο ήταν δυσλειτουργική και να αμφιβάλλει για το μέλλον του γάμου της», συμπεραίνουν οι δικαστές και προσθέτουν πως «από το ημερολόγιο του θύματος προκύπτει ότι, παρά τη γέννηση του παιδιού τους, εκείνη είχε εκφράσει στον κατηγορούμενο την επιθυμία της για διάσπαση της έγγαμης συμβίωσής τους και περαιτέρω είχε προβεί σε ενέργειες αναζήτησης κατοικίας».
Σύμφωνα με το σκεπτικό της απόφασης, από την αποδεικτική διαδικασία οι δικαστές εξέλαβαν ότι η Καρολάιν Κράουτς ήταν κλεισμένη σε ένα «χρυσό κλουβί», αφού όπως χαρακτηριστικά αναφέρουν «το ζευγάρι ήταν τελείως αποκομμένο από το οικογενειακό περιβάλλον, ενώ ο κατηγορούμενος επιλέγοντας να μισθώσει σπίτι στα Γλυκά Νερά την απέκλεισε από την εξακολούθηση των σπουδών της αλλά και από την ανάπτυξη οποιασδήποτε άλλης δραστηριότητας, θεωρούσε δεδομένη και αυτονόητη την παρουσία του σε κάθε συναναστροφή της συζύγου του, με αποτέλεσμα να δημιουργείται σε εκείνη αίσθημα διαρκούς ελέγχου των κινήσεών της, ενώ της στερούσε μετρητά χρήματα, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να προβεί σε απλές συναλλαγές τις καθημερινότητάς της».
Τα βήματα που τον πρόδωσαν
Τα βήματα που φαίνεται να έχει κάνει το βράδυ του αποτρόπαιου εγκλήματος, παρά τους ισχυρισμούς του για το αντίθετο, φαίνεται πως πρόδωσαν τον Μπάμπη Αναγνωστόπουλο.
Η Καρολάιν φαίνεται να του στέλνει δύο μηνύματα λίγο μετά τις 23:00, με τον ίδιο να υποστηρίζει ότι τα διάβασε και παρέμεινε στο ισόγειο του σπιτιού για να περάσει ο θυμός της συζύγου του. Ωστόσο, όπως εξηγείται στην απόφαση, «από τα ευρήματα - ενδείξεις του κινητού τηλεφώνου, αποδεικνύεται ότι στις 23.44 ο κατηγορούμενος βρισκόταν σε κίνηση, καθόσον διήνυσε 140,32 m και στις 23:46 ολοκλήρωσε την άνοδο τριών ορόφων. Από τις ενδείξεις αυτές συνάγεται σαφώς ότι ο κατηγορούμενος είχε κατέλθει στον υπόγειο χώρο της κατοικίας του και στη συνέχεια μετέβη στον δεύτερο όροφο αυτής, όπου βρισκόταν το υπνοδωμάτιο στο οποίο είχε ήδη καταφύγει η σύζυγός του».
Καμία εξήγηση στην απολογία του
Ωστόσο, ο 34χρονος δεν έδωσε καμία εξήγηση κατά την απολογία του, ούτε σχετικά με τον λόγο για τον οποίο κατέβηκε στο υπόγειο, αλλά ούτε και γιατί δεν το ανέφερε ποτέ σε κανένα στάδιο της διαδικασίας.
Λίγο παρακάτω, οι δικαστές εντοπίζουν αντίφαση στους ισχυρισμούς του κατηγορουμένου, όταν περιγράφοντας έναν καυγά στη 01:30 τα ξημερώματα κατά τον οποίο η Καρολάιν χτύπησε άθελά της το μωρό, εκείνος κατά την απολογία του υποστήριξε πως το συμβάν τον θορύβησε ιδιαίτερα και το σκεπτόταν συνεχώς, γιατί πρώτη φορά το ξέσπασμα της συζύγου του είχε επίδραση στο παιδί.
«Η αναφορά του αυτή έρχεται σε αντίθεση με την απολογία του στο στάδιο της προανάκρισης, όπου περιγράφοντας περιστατικό ανέφερε: “Να μην τα πολυλογώ, δεν έδωσα πολλή σημασία και ξανακατέβηκα κάτω”», εξηγούν οι δικαστές.
Δολοφονία σε ήρεμη ψυχική κατάσταση
Μια δολοφονία σε ήρεμη ψυχική κατάσταση περιγράφει η δικαστική απόφαση, εξηγώντας ότι ο Μπάμπης Αναγνωστόπουλος «απόφραξε βίαια τις αεροφόρους οδούς του θύματος που κοιμόταν, θέτοντας σε διαδρομή τον ασφυκτικό μηχανισμό, του οποίου είχε τον απόλυτο έλεγχο επί έξι συνεχόμενα λεπτά. Καθ’ όλη αυτή τη διάρκεια τέλεσης της ανθρωποκτόνου πράξης ο κατηγορούμενος είχε τον χρόνο να υπαναχωρήσει από αυτήν, πλην όμως δεν λειτούργησαν οι ανασταλτικοί μηχανισμοί που θα τον απέτρεπαν από τη διάπραξη της ανθρωποκτονίας, παρότι αυτός είχε πλήρη συναίσθηση, λόγω της άμεσης σωματικής επαφής του με το θύμα και των ειδικών γνώσεων παροχής πρώτων βοηθειών που διέθετε».
Απορριπτέο και ουσία αβάσιμο έκριναν οι δικαστές τον ισχυρισμό του 34χρονου ότι έδρασε εν βρασμώ ψυχής, καθώς «ακόμη κι αν θεωρηθούν βάσιμα τα πραγματικά περιστατικά, που ο κατηγορούμενος ανέφερε στην απολογία του περί έντονου φραστικού επεισοδίου ανάμεσά τους, το συμβάν αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι είχε τέτοια ένταση που θα μπορούσε να πυροδοτήσει έκρηξη ασυγκράτητων συναισθημάτων στον κατηγορούμενο, που να αποκλείουν την ήρεμη σκέψη αυτού».
«Δυόμισι και πλέον ώρες αργότερα»
Ειδική μνεία γίνεται στο γεγονός ότι μεταξύ της «συναισθηματικής έκρηξης», που ισχυρίζεται ότι βίωσε ο κατηγορούμενος και της δολοφονίας δεν υπάρχει χρονική εγγύτητα.
«Εκτός του ότι το επικαλούμενο συμβάν δεν παρουσιάζει τέτοια ένταση και σπουδαιότητα, που να αποκλείει την ήρεμη σκέψη, δεν υφίσταται χρονική εγγύτητα ανάμεσα στο φραστικό επεισόδιο και τον χρόνο θανάτου της Καρολάιν. Ειδικότερα, το φραστικό επεισόδιο φέρεται να συνέβη στη 01:30, ενώ η ανθρωποκτονία του θύματος τελέστηκε στις 04:30, δηλαδή δυόμισι και πλέον ώρες αργότερα, διάστημα που αποκλείει την αιφνίδια υπερδιέργερση συναισθήματος του δράστη».
Επιβαρυντικά λειτούργησε και ο χρόνος των έξι λεπτών που είχε στη διάθεσή του ο κατηγορούμενος μέχρι να επέλθει ο θάνατος του θύματος, καθώς στο διάστημα αυτό έχει τον χρόνο να σταθμίσει τις συνέπειες της πράξης του.
«Η πάροδος των 2-3 λεπτών που χρειάστηκε στον κατηγορούμενο για την ανάκτηση της αυτοκυριαρχίας του και την άμεση κινητοποίησή του με τη διάπραξη πρωτοφανών ενεργειών συγκάλυψης του στυγερού εγκλήματος καταδεικνύει ότι ενήργησε με απόλυτη νηφαλιότητα και διαύγεια πνεύματος τόσο πριν όσο και κατά τη διάρκεια τέλεσης της πράξης, με βάση λεπτομερώς προμελετημένο σχέδιο, αφού σε λιγότερο από 10 λεπτά από τη δολοφονία της συζύγου του προέβη στη δολοφονία του οικόσιτου σκύλου του».
Γιατί δεν του αναγνωρίστηκε ελαφρυντικό
Το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο είχε απορρίψει τη χορήγηση δύο ελαφρυντικών στον Μπάμπη Αναγνωστόπουλο και στην απόφασή του τεκμηριώνει τους λόγους της απόρριψης εξηγώντας ότι ο σύννομος βίος δεν ταυτίζεται με το λευκό ποινικό μητρώο.
«Για τη θεμελίωση του συννόμου βίου λαμβάνεται υπόψη η συμπεριφορά του κηρυχθέντος ενόχου μέχρι την τέλεση της αξιόποινης πράξης, λαμβάνονται όμως υπόψη και οι περιστάσεις υπό τις οποίες τελέστηκε η αξιόποινη πράξη, διότι αποκαλύπτουν προηγούμενη συμπεριφορά του δράστη ενδεικτική της προσωπικότητάς του, η οποία ενδεχομένως να υποδηλώνει έλλειψη σεβασμού σε έννομα αγαθά. (…) Ο κατηγορούμενος είχε λευκό ποινικό μητρώο, πλην όμως από την απολογία του προέκυψε ότι αθέτησε συμβατική του υποχρέωση έναντι της συζύγου του μην ασκώντας υπέρ των συμφερόντων της τη διαχείριση της ατομικής περιουσίας», αναφέρεται στην απόφαση, με τους δικαστές να σημειώνουν ότι το ζευγάρι αγόρασε ένα οικόπεδο, με την Καρολάιν να δίνει το μεγαλύτερο μέρος των χρημάτων, αλλά χωρίς να αποκτά κανένα εμπράγματο δικαίωμα επί αυτού.
«Έλλειψη ενσυναίσθησης και ψυχρότητα»
«Σε κάθε περίπτωση οι περιστάσεις υπό τις οποίες τελέστηκαν οι αξιόποινες πράξεις καταδεικνύουν την έλλειψη ενσυναίσθησης, την ψυχρότητα και την ιδιαίτερη σκληρότητα της προσωπικότητας του κατηγορουμένου, στοιχεία που μεγιστοποιούν την ποινική απαξία των πράξεών του, σε σχέση με τον μέσο όρο των παρεμφερών υποθέσεων. (…) Οι ενέργειές του καταδεικνύουν την ιδιαίτερη σκληρότητά του, την απουσία συντριβής του από την πρόκληση θανάτου της συζύγου του και του ζώου τους, την πρωτοφανή ψυχρότητα και μεθοδικότητα με την οποία προέβη στον σχεδιασμό και την τέλεση των εγκληματικών ενεργειών, καθώς και την εργώδη προσπάθειά του να αποσείσει κάθε ίχνος ευθύνης για τις πράξεις του», καταλήγουν.
Απορριπτική ήταν η απάντηση του δικαστηρίου και στο ελαφρυντικό της μετέπειτα καλής συμπεριφοράς μετά την πράξη, καθώς κρίθηκε αόριστος ισχυρισμός που δεν υποστηρίχθηκε από πραγματικά περιστατικά. Ωστόσο, ακόμα και αν κρινόταν ορισμένος, θα έπρεπε να απορριφθεί ως νομικά αβάσιμος, αφού «το χρονικό διάστημα του ενός περίπου έτους που έχει παρέλθει από την τέλεση των πράξεων του κατηγορουμένου δεν κρίνεται επαρκής και ικανός χρόνος ώστε να διακριβωθεί η σαφής μεταστροφή του χαρακτήρα του, ως αποτέλεσμα πραγματική επίγνωση των συνεπειών των πράξεών του».