Morningstar DBRS: Credit positive για τις ελληνικές τράπεζες η ταχύτερη μείωση των DTCs
Τα DTCs επιβαρύνουν τα κεφάλαια, και αυτό λαμβάνεται υπόψη στις εκτιμήσεις μας για τις πιστοληπτικές αξιολογήσεις των ελληνικών τραπεζών.
Ιδιαίτερα θετικό αντίκτυπο αναμένεται να έχει στα κεφάλαια των ελληνικών Τραπεζών η ταχύτερη αποπληρωμή των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων (DTC) -κληρονομιά της κρίσης χρέους- σύμφωνα με τον καναδικό οίκο πιστοληπτικής αξιολόγησης Morningstar DBRS.
«Τα DTCs επιβαρύνουν τα κεφάλαια, και αυτό λαμβάνεται υπόψη στις εκτιμήσεις μας για τις πιστοληπτικές αξιολογήσεις των ελληνικών τραπεζών. Οι συστημικές τράπεζες (Alpha Bank A.E., Eurobank A.E., Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε. και Τράπεζα Πειραιώς Α.Ε.) προτίθενται να επιταχύνουν την απόσβεση των DTCs, προσδοκώντας να τα αφαιρέσουν πλήρως από τα εποπτικά κεφάλαια πριν από τον αρχικά προγραμματισμένο στόχο του 2041» σημειώνει η Morningstar DBRS.
Σε αυτό το πλαίσιο, όπως επισημαίνεται, η αναμενόμενη επιτάχυνση της απόσβεσης των DTCs είναι ιδιαίτερα θετική για την πιστοληπτική αξιολόγηση, καθώς αυτό θα επιτρέψει τη βελτίωση της ποιότητας του κεφαλαίου των τραπεζών και των στρατηγικών επιλογών για τη διαχείριση κεφαλαίων.
«Η άποψή μας είναι ότι οι τράπεζες θα μπορέσουν να απορροφήσουν τον αντίκτυπο από την γρηγορότερη απόσβεση, υπό την υπόθεση ότι η κερδοφορία και η οργανική παραγωγή κεφαλαίων θα παραμείνουν επαρκείς σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα, κάτι το οποίο περιμένουμε σε αυτή τη φάση», σημειώνει ο αναλυτής του οίκου, Andrea Costanzo.
Βελτίωση της ποιότητας κεφαλαίων και ενίσχυση της ευελιξίας
Υπενθυμίζεται ότι οι ελληνικές τράπεζες συσσώρευσαν DTCs λόγω των ζημιών που προέκυψαν από την ελληνική κρίση χρέους το 2009. Τα DTCs των συστημικών τραπεζών ανέρχονταν στα τέλη Σεπτεμβρίου στα 12,2 δισ. ευρώ, από 15,4 δισ. στα τέλη του 2019, σημειώνει η Morningstar DBRS.
Τα DTCs υπολογίζονται στην κεφαλαιακή δομή των ελληνικών τραπεζών και αποτελούν περίπου το 48% του CET1 κεφαλαίου τους, κατά μέσο όρο. Όμως, όπως τονίζει ο οίκος, τα DTCs θεωρούνται μια πιο αδύναμη μορφή κεφαλαίου, κάτι που λαμβάνει υπόψη του στις αξιολογήσεις του για τον κλάδο.
Μέχρι στιγμής, οι τράπεζες ακολουθούσαν ένα γραμμικό σχέδιο απόσβεσης των DTCs, ανεξάρτητα από την εξέλιξη της κερδοφορίας τους, με αποτέλεσμα ο αναβαλλόμενος φόρος να μειώνεται από 4% έως 6% ετησίως, από το 2019.
Ωστόσο, στο πλαίσιο των παρουσιάσεων αποτελεσμάτων εννεαμήνου 2024, οι συστημικές τράπεζες ανακοίνωσαν την πρόθεσή τους να επιταχύνουν την απόσβεσή τους από το 2025. Στόχος είναι η πλήρης απόσβεση των DTCs έως το 2034 το αργότερο, πολύ πριν από τον αρχικά προβλεπόμενο στόχο του 2041. Η επιτυχία του σχεδίου θα εξαρτηθεί από την κερδοφορία και τα ποσοστά διανομής κερδών.
Να σημειωθεί πως οι τράπεζες πρόσφατα ξεκίνησαν ξανά μετά από 15 χρόνια να διανέμουν μερίσματα στους μετόχους τους. Αν και τα ποσοστά διανομής παραμένουν μέτρια προς το παρόν, αναμένεται αύξηση της απόδοσης ώστε να υπάρξει σύγκλιση με τις βέλτιστες ευρωπαϊκές πρακτικές.
Εφικτή η απορρόφηση των πιέσεων από την επιταχυνόμενη απόσβεση
Σύμφωνα με τη Morningstar DBRS, οι τράπεζες θα μπορέσουν να απορροφήσουν τον αντίκτυπο της επιταχυνόμενης απόσβεσης. Οι ελληνικές συστημικές τράπεζες ανέφεραν καθαρά κέρδη 3,5 δισ. ευρώ στο εννεάμηνο 2024, αυξημένα κατά 23% σε ετήσια βάση. Η αύξηση της κερδοφορίας οφείλεται στα υψηλότερα βασικά έσοδα (καθαρά έσοδα από τόκους και προμήθειες), στον έλεγχο κόστους και στις χαμηλότερες προβλέψεις για επισφαλείς απαιτήσεις.
Πάντως, οι πιέσεις στα έσοδα από τόκους μπορεί να αντισταθμιστούν από τις στρατηγικές hedging, ενώ την ίδια στιγμή, οι αναλυτές σημειώνουν ότι η αύξηση των δανείων είναι ισχυρότερη στην Ελλάδα σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
«Κατά την άποψή μας, οι πρωτοβουλίες για τη διαφοροποίηση του μείγματος εσόδων προς υψηλότερα έσοδα από προμήθειες, σε συνδυασμό με τη συνεχή πειθαρχία του κόστους θα παραμείνουν τα σημεία-κλειδιά για τη στήριξη της κερδοφορίας σε περιβάλλον χαμηλότερων επιτοκίων», αναφέρει ο οίκος.
Και επισημαίνει ότι η κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών ενισχύθηκε στο 9μηνο του 2023, παρά τη διανομή μερισμάτων και τις σημαντικές νέες εκταμιεύσεις δανείων. Ο μέσος δείκτης CET1 ήταν 16,7%, από 15,6% στα τέλη του 2023. Αυτό μεταφράζεται σε μέσο «μαξιλάρι» 670 μονάδων βάσης πάνω από την ελάχιστη απαιτούμενη κεφαλαιακή επάρκεια.
Η διαφοροποίηση των εσόδων προς υψηλότερα εισοδήματα από προμήθειες και ο έλεγχος των δαπανών θα παραμείνουν κρίσιμες παράμετροι για τη στήριξη της κερδοφορίας.