Morgan Stanley: Πρόωρες εκλογές στην Ελλάδα λόγω υποκλοπών - Αναβάλλεται για το 2024 η αναβάθμιση
Η Morgan Stanley στο νέο ενημερωτικό σημείωμά της, αναφέρεται στον κίνδυνο πολιτικής αστάθειας λόγω του εν εξελίξει σκανδάλου των υποκλοπών, βλέπει δυσκολίες στην ελληνική οικονομία και μιλά για πρόωρες εκλογές.
Επιπλέον, λόγω του υψηλού πληθωρισμού, του επενδυτικού κενού, της πολιτικής αστάθειας θα υπάρξει παράταση για την ανάκτηση επενδυτικής βαθμίδας.
Όπως σημειώνει ο αμερικανικός οίκος, η Ελλάδα αναμενόταν να πάει στις κάλπες το καλοκαίρι του 2023, αλλά ένα πολιτικό σκάνδαλο, που εκτυλίσσεται αυτή τη στιγμή, μπορεί να προκαλέσει πρόωρες εκλογές.
Ο πρωθυπουργός Μητσοτάκης έχει μέχρι στιγμής απορρίψει την πιθανότητα παραίτησής του, οπότε το βασικό σενάριο παραμένει η συνέχιση της σημερινής κυβέρνησης μέχρι το τέλος της θητείας της, σημειώνεται.
Δύσκολη η κατάσταση της ελληνικής οικονομίας
Σύμφωνα με την αμερικανική τράπεζα, αναμένεται για την Ελλάδα ανάπτυξη 6,2% το 2022, μόλις 1,1% το 2023 και 1,9% το 2024.
Την ίδια στιγμή, ο πληθωρισμός αναμένεται να εκτιναχθεί στο 10,2% το 2022 και στο 5,1% το 2023.
Σε ό,τι αφορά το έλλειμμα, θα διαμορφωθεί στο -3,9% το 2022, στο -2,5% το 2023 και στο -2,2% το 2024, ενώ σε πτωτική τροχιά είναι το χρέος (-176,2% το 2022, -168,7% το 2023 και 166,2% το 2024).
Επίσης, η ανεργία θα διαμορφωθεί στο 12,2% το 2022, 12% το 2023 και 11,8% το 2024.
Ανθεκτικότητα: H Morgan Stanley αναμένει σημαντική επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας κατά τη διάρκεια του χειμώνα λόγω του υψηλού πληθωρισμού. Αλλά, εντέλει, η Ελλάδα θα μπορέσει να αποφύγει την τεχνική ύφεση, χάρη στη στήριξη που απορρέει από την αρκετά καλά στοχευμένη δημοσιονομική πολιτική και την εφαρμογή του RRF.
Ένας από τους σημαντικότερους κινδύνους πηγάζει από τη μεγάλη εξάρτηση της Ελλάδας από τον Τουρισμό – περίπου το 15% του ΑΕΠ της.
Επίσης, ο υψηλός πληθωρισμός πιθανότατα θα οδηγήσει σε μείωση των ελαστικών καταναλωτικών δαπανών, η οποία θα επηρεάσει, τελικά, αρνητικά τις τουριστικές ροές και ως εκ τούτου το ΑΕΠ της Ελλάδας.
Επενδυτικό κενό: Η Ελλάδα υποφέρει επί χρόνια από υποεπένδυσης αρχής γενομένης από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, αλλά ο συνδυασμός υψηλών ΑΞΕ (άμεσων ξένων επενδύσεων) και το RRF θα μπορούσε να συμβάλει στο γεφύρωμα, ώς έναν βαθμό, του επενδυτικού χάσματος σε σχέση με άλλες χώρες της ΕΕ.
Το Σχέδιο Ανάκαμψης της Ελλάδας, ύψους 30,5 δισεκατομμυρίων ευρώ (περίπου το 16% του ΑΕΠ του 2019) και περιλαμβάνει έως και 106 επενδυτικά έργα που αφορούν υποδομές, Ενέργεια, ηλεκτρική ενέργεια και ψηφιοποίηση, ΜΜΕ, αλλά και 67 μεταρρυθμίσεις που αντιμετωπίζουν πολλά από τα προβλήματα της χώρας.
Συνολικά, το RRF θα μπορούσε να αυξήσει το ΑΕΠ έως και 6,9% έως το 2026, με βάση τις εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος.
Αξιολόγηση πιστοληπτικής ικανότητας: Ο δρόμος προς την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας μακραίνει.
Η πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας εξακολουθεί να είναι κάτω από την επενδυτική βαθμίδα, αλλά οι σταδιακές βελτιώσεις ήταν δυνατές χάρη στα ισχυρότερα οικονομικά μεγέθη και την ορατή πρόοδο που σημείωσαν οι ελληνικές τράπεζες στη μείωση των NPLs τους.
Όπως σημειώνει χαρακτηριστικά σε νέα της έκθεση με τίτλο «ο δρόμος προς τον παράδεισο χτίζεται με πολλή προσπάθεια», η Ελλάδα αξιολογείται με rating χαμηλότερο της επενδυτικής βαθμίδας.
Η μακροοικονομική αβεβαιότητα οδήγησε τους οίκους αξιολόγησης να υιοθετήσουν μια προσέγγιση αναμονής στις τελευταίες αξιολογήσεις τους γύρω στο Σεπτέμβριο/Οκτώβριο.
Με βάση τα τελευταία σχόλια των Fitch, Moody's, S&P και DBRS, πιστεύουμε ότι η ενεργειακή κρίση, η επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας και πιθανώς απαιτούμενες πρόσθετες δημοσιονομικές δαπάνες πιθανότατα θα καθυστερήσουν την επιστροφή της Ελλάδας στην επενδυτική βαθμίδα τουλάχιστον έως το 2024.
Χρέος/ΑΕΠ σε πτωτική τροχιά: Εν προκειμένω η εξέλιξη του ελληνικού χρέους δεν αποτελεί φορέα προβληματισμού: Περίπου το 75% του χρέους της χώρας κατέχεται από τον επίσημο τομέα, ενώ η μέση λήξη είναι 20,6 χρόνια εάν περιλαμβάνει επίσημο χρέος (δάνεια ESFS και ESM) και εννέα έτη για εκκρεμείς χρεωστικούς τίτλους.
Όλοι αυτοί οι παράγοντες συμβάλλουν σε ένα πολύ χαμηλό μέσο επιτόκιο, το χαμηλότερο σε όλες τις χώρες στην περιφέρεια της ζώνης του ευρώ, και δεδομένης της δομής του ελληνικού χρέους, πιθανότατα θα παραμείνει συγκρατημένο για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα.