Μιχάλης Καλογήρου: «Ποιος (υπ)έκλεψε το κράτος δικαίου;»
Μιχάλης Καλογήρου: Άρθρο του Διευθυντή του Γραφείου του Προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ- Προοδευτική Συμμαχία, Μιχάλη Καλογήρου, φιλοξένησε η «Καθημερινή», υπό τον τίτλο «Ποιος (υπ)έκλεψε το κράτος δικαίου;» στο οποίο, μεταξύ άλλων, επισημαίνεται ότι το 2022 ήταν το έτος που μάθαμε ότι αξίες που θεωρούσαμε δεδομένες στην Ελλάδα δεν είναι δεδομένες για όλους και ότι χρειάζεται να παλέψουμε κοινωνικά και πολιτικά για τη διασφάλισή τους.
Ακολουθεί το πλήρες άρθρο του κ. Καλογήρου:
Το 2022 ήταν το έτος που μάθαμε ότι αξίες που θεωρούσαμε δεδομένες στην Ελλάδα δεν είναι δεδομένες για όλους και ότι χρειάζεται να παλέψουμε κοινωνικά και πολιτικά για τη διασφάλισή τους. Πρόκειται για το έτος που χαρακτηρίστηκε από μια πρακτική καταπάτησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων με ιστορικές διαστάσεις, αφού είναι η πρώτη φορά στη Μεταπολίτευση που αποκαλύπτεται ότι η Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών, αμέσως μόλις ήρθε υπό τον άμεσο διοικητικό έλεγχο του πρωθυπουργού και όσο διοικούνταν από πρόσωπα της απόλυτης εμπιστοσύνης του, εκτέλεσε ένα πρόγραμμα παράνομων παρακολουθήσεων έναντι πολιτικών, δημοσιογράφων και άλλων προσώπων με μείζονα θέση στην πολιτική και στην κοινωνική ζωή της χώρας.
Η υπόθεση των παρακολουθήσεων άνοιξε τη μεγάλη προβληματική του πώς πρέπει να αντιμετωπιστεί θεσμικά μια κυβέρνηση όταν, μετατρέποντας την κοινοβουλευτική πλειοψηφία σε κοινοβουλευτικό «βραχίονα», προσπαθεί να επιβάλει σιωπητήριο στις ανεξάρτητες αρχές. Πώς όταν ακόμη και μέσω της αλλαγής του νόμου, ανερυθρίαστα, μπροστά στα μάτια όλων, επιβάλλει τη συγκάλυψη και την προστασία των στελεχών της ΕΥΠ. Ανέδειξε, όμως, επίσης, και πώς ένας εκπρόσωπος ανεξάρτητου θεσμού, όπως είναι η Δικαιοσύνη, αποδέχεται να εγκαταλείψει την ανεξαρτησία που του έχει αποδώσει η έννομη τάξη και να ανεχτεί την προσπάθεια μιας ελεγχόμενης εταιρείας παρόχου να αποκρούσει τον έλεγχο μιας τέτοιας ανεξάρτητης αρχής, της ΑΔΑΕ, που σηκώνει σήμερα το βάρος της αξιοπρέπειας του νομικού μας πολιτισμού. Ίσως να μην είναι τυχαίο ότι με τέτοιες πρακτικές οι πολίτες κλονίζονται και έτσι φτάνουν σε ποσοστό 70% να θεωρούν ότι η Δικαιοσύνη στην Ελλάδα είναι εξαρτημένη από την πολιτική ηγεσία.
Το 2022 κλείνει και με μια υπόθεση που φέρνει ξανά στην επιφάνεια τις ρίζες και τα παρακλάδια της διαφθοράς που αναπτύχθηκε στην Ελλάδα επί ολόκληρες δεκαετίες οδηγώντας στην οικονομική κρίση. Χωρίς να φέρουμε στην Ελλάδα «ξένους διαιτητές», τα ποινικά συστήματα ευρωπαϊκών χωρών όπως το Βέλγιο μας έδωσαν ένα ζηλευτό παράδειγμα ότι αξία έχει πρωτίστως η ανακάλυψη του δράστη και ότι θα οδηγηθεί γρήγορα και με βεβαιότητα ενώπιον της Δικαιοσύνης και όχι η ύπαρξη στον ποινικό κώδικα ενός δρακόντειου ανεφάρμοστου ή επιλεκτικού ποινολογίου, αφού στο Βέλγιο οι ποινές για τα υπό συζήτηση εγκλήματα είναι ηπιότερες από αυτές που θα αντιμετώπιζαν στην Ελλάδα, υπό την ισχύ του νέου Ποινικού Κώδικα. Αν αυτή η υπόθεση συνέβαινε στην Ελλάδα, τα στοιχεία θα αναζητούνταν στο πέρασμα του χρόνου, ενώ στο μεταξύ πολιτικοί, δημοσιολογούντες και αρθρογραφούντες θα παράδερναν στις δημοσιογραφικές δίκες, θα υπήγαν τα πραγματικά περιστατικά στον τηλεοπτικό ποινικό κώδικα, τείνοντας, εκουσίως ή ακουσίως, χέρι βοήθειας στους δράστες.
Το υπουργείο Δικαιοσύνης και η κυβέρνηση της Ν.Δ. αδυνατούν να καταλάβουν βαθύτερες δικαιικές αξίες του πολιτισμού μας και έχουν χάσει τον ορίζοντα μιας πραγματικής μεταρρυθμιστικής στρατηγικής με επίκεντρο την προστασία των δικαιωμάτων των πολιτών. Αν εξαιρέσουμε μεταρρυθμίσεις που είχαν ετοιμαστεί επί των ημερών του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ., ιδίως τον νόμο για το Ελεγκτικό Συνέδριο, για καμία άλλη «μεταρρύθμιση» δεν μπορεί να αισθάνεται ικανοποιημένος, όχι μόνον ο αριστερός και προοδευτικός πολίτης, αλλά ακόμη και ο πιο ένθερμος φιλελεύθερος υποστηρικτής της κυβέρνησης. Ούτε για το νέο πτωχευτικό δίκαιο που οδηγεί σε πτωχεύσεις φυσικών προσώπων ούτε για το νέο «γονεοκεντρικό» οικογενειακό δίκαιο, που αντικατέστησε το προηγούμενο «παιδοκεντρικό» και έχει οδηγήσει σε αδιέξοδα εφαρμογής και ερμηνείας. Η κυβέρνηση άφησε τη Δικαιοσύνη να βουλιάζει επί δύο έτη πανδημίας μη αξιοποιώντας τις υποδομές ηλεκτρονικής δικαιοσύνης που παρέλαβε και πολύ αργά εξαγγέλλει την επέκτασή τους, που όμως θα έπρεπε να έχει ήδη ολοκληρωθεί. Σε μια αντιφατική λογική, ενώ είχε την τύχη να λάβει την έκτακτη υποστήριξη του Ταμείου Ανάκαμψης, έφερε ένα σχέδιο συρρίκνωσης της διοικητικής δικαιοσύνης, δεν έχει παρουσιάσει κανέναν συνεκτικό σχέδιο για τις δικαστηριακές υποδομές και αποφεύγει τη λογοδοσία, αφού δεν συμφώνησε με την πρόταση σύστασης μιας διακομματικής επιτροπής ελέγχου του Ταμείου Ανάκαμψης και των πόρων του ΕΣΠΑ.
Εξάλλου, αναποτελεσµατική είναι και σε σχέση με τη διαχείριση της καθημερινότητας των δικαστηρίων, ιδίως με το μεγάλο πρόβλημα της έλλειψης δικαστικών υπαλλήλων, σε σχέση με τους οποίους δεν δημοσίευσε ούτε μία προκήρυξη πλήρωσης κενών θέσεων, αλλά παρέπεμψε το πρόβλημα στις ελληνικές καλένδες ίδρυσης μιας σχολής εκπαίδευσής τους, που μεταθέτει ακόμη πιο πίσω χρονικά τη λύση του προβλήματος. Στα υποθηκοφυλακεία της χώρας, οι δικηγόροι ξημερώνουν σε ουρές για να ολοκληρώσουν ενέργειες με ταχύτητες αντιστρόφως ανάλογες με αυτές της ζήτησης στην αγορά ακινήτων. Στα δικαστήρια, επιλογές όπως η αποσπασματική νομοθέτηση διατάξεων συμβολικού ποινικού δικαίου, όπως αυτή που αφορά το άρθρο 187 Π.Κ., έχουν καταγγελθεί και έχουν οδηγήσει σε μια μακρόχρονη αποχή των δικηγόρων, που μαζί με την αποχή για τις καθυστερήσεις στην πληρωμή των υπηρεσιών νομικής βοήθειας –οι πληρωμές έχουν σταματήσει τα τελευταία τρία χρόνια– οδηγούν σε τέλμα μεγάλο αριθμό δικών, αλλά ακόμη και συγκεκριμένες δίκες που έχουν όλους μας ευαισθητοποιήσει.
Όλα αυτά είναι όψεις της δικαστικής παρακμής της περιόδου 2019-2022. Όχι τυχαία ο ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. μιλάει για «Δικαιοσύνη παντού». Η Δικαιοσύνη είναι το μέτρο όλων. Πρώτα σε αυτή θα δοθεί το παράδειγμα μιας δημοκρατικής μεθοδολογίας, που, μέσω εθνικού διαλόγου, θα αποκαταστήσει τη λειτουργία της. Από τη στελέχωση, τις κτιριακές υποδομές και την επέκταση της «ηλεκτρονικής δικαιοσύνης» έως την αποκατάσταση των μισθολογικών και άλλων αδικιών, ιδίως για τη στήριξη των νέων και ασκούμενων δικηγόρων και των γυναικών. Από τη λειτουργία των δικαστικών ενώσεων και των δικηγορικών συλλόγων ως θεσμικών συμβούλων του υπουργείου Δικαιοσύνης έως τη θέσπιση γνώμης αυτών στην επιλογή της ηγεσίας των δικαστηρίων, η οποία θα εξορθολογιστεί ως προς τον αριθμό των θέσεων αντιπροέδρων. Από την πραγματική επιθεώρηση των δικαστών με στατιστικά για τους χρόνους καθυστέρησης έως τον αναπροσανατολισμό της Εθνικής Σχολής Δικαστών και τη σύνδεσή της με τις κοινωνικές σπουδές και τις ακαδημαϊκές έρευνες. Από την παύση της ευκαιριακής νομοθέτησης με τη σύσταση μόνιμων νομοπαρασκευαστικών επιτροπών, όπου θα συμμετέχουν υποχρεωτικά εκπρόσωποι των συλλογικών φορέων του νομικού κόσμου. Από τη θραύση του αισθήματος ατιμωρησίας των ισχυρών, καταργώντας κάθε ποινική ασυλία που ψηφίστηκε τα τελευταία χρόνια έως την κατάργηση του πτωχευτικού κώδικα που ευνοεί τα funds και στοχοποιεί την πρώτη κατοικία. Τέλος, με την ικανοποίηση ώριμων κοινωνικών αιτημάτων, όπως η νομοθετική κατοχύρωση του όρου της γυναικοκτονίας και η θέσπιση γάμου για όλα τα πρόσωπα, ανεξάρτητα από το φύλο τους.
Το 2023 θα είναι έτος Δικαιοσύνης και αποκατάστασης του κράτους δικαίου.