Μία ανάλυση για τις κυπριακές εκλογές 2021
Παρά την παρουσία πολλών κομμάτων και σχηματισμών στις εκλογές και παρά τις προβλέψεις ότι λόγω αυτού του γεγονότος και σε συνδυασμό με την ένταση της συγκυρίας η αποχή θα μειωνόταν, τελικά αυξήθηκε ελαφρώς. Η εκλογική αποχή είναι ένα φαινόμενο που έχει πλέον παγιωθεί στο κυπριακό κομματικό σύστημα, και δύσκολα θα ανατραπεί τα επόμενα χρόνια. Είναι κάτι εξάλλου που παρατηρείται εδώ και αρκετές δεκαετίες και σε διεθνές επίπεδο.
Τα συσσωρευμένα σκάνδαλα και η αυξημένη διαφθορά που παρατηρήθηκε τα τελευταία χρόνια, με αποκορύφωμα τις διαδικασίες γύρω από το «κόλπο γκρόσο» των χρυσών διαβατηρίων που ρεζίλεψε την Κυπριακή Δημοκρατία διεθνώς, και που βρίσκεται υπό διερεύνηση τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, μείωσαν σημαντικά την κοινωνική στήριξη στην κυβέρνηση Αναστασιάδη. Ωστόσο, με τη βοήθεια των ΜΜΕ και τον έλεγχο των πλείστων ανεξάρτητων θεσμών από τη μία και τις συμμαχίες της με μικρότερα κοινοβουλευτικά κόμματα από την άλλη, η κυβέρνηση Αναστασιάδη κατάφερε, παρά την γενικευμένη απονομιμοποίησή της, να μην απειληθεί σοβαρά. Αυτές οι εκλογές ήταν ένα στοίχημα γι’ αυτήν και φαίνεται να το κέρδισε έστω και έμμεσα. Και αυτό γιατί, παρά την πτώση των ποσοστών του κυβερνώντος κόμματος ΔΗΣΥ, ανάλογη πτώση είχαν επίσης και τα κόμματα της αντιπολίτευσης, ΑΚΕΛ, ΔΗΚΟ και Οικολόγοι, ενώ τα δύο νέα μικρά κόμματα -«Αλλαγή Γενιάς» και «Αμμόχωστος για την Κύπρο»- αντίπαλοι της κυβέρνησης στην οικονομία και στο Κυπριακό αντίστοιχα, έμειναν εκτός βουλής.
Αντίθετα τα βασικά στηρίγματα της κυβέρνησης, το κεντροδεξιό ΔΗΠΑ και το ακροδεξιό ΕΛΑΜ αύξησαν σημαντικά τα ποσοστά τους και κέρδισαν από 4 έδρες το καθένα. Αν προστεθούν σε αυτές και οι 4 έδρες που κέρδισε η ΕΔΕΚ, κόμμα το οποίο επίσης στήριζε έμμεσα την κυβέρνηση το προηγούμενο διάστημα, η κυβέρνηση Αναστασιάδη διατηρεί μια πλειοψηφία 29 εδρών έναντι 27 της αντιπολίτευσης ΑΚΕΛ-ΔΗΚΟ-Οικολόγων.
Αίσθηση προκάλεσε η μεγάλη άνοδος του ΕΛΑΜ, τη στιγμή που η μητρική του οργάνωση, Χρυσή Αυγή έχει καταδικαστεί και διαλυθεί στην Ελλάδα. Όμως το ΕΛΑΜ είχε πάντα διαφορές στον τρόπο δράσης του από την Χ.Α., τόσο στη ρητορεία όσο και στις τακτικές, ενώ τα τελευταία χρόνια κατάφερε να αναδείξει μια αποστασιοποίηση από την Χ.Α. Είναι σημαντικό επίσης να λεχθεί ότι η ακροδεξιά δεν μεγάλωσε -απλώς έγινε πιο συμπαγής καθώς μετακινήθηκαν ψήφοι από την Αλληλεγγύη και από το ΔΗΣΥ προς το ΕΛΑΜ. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι στην Κύπρο η ακροδεξιά είχε ιστορικά μια επιρροή της τάξης του 10%. Έφτιαξε τον μύθο του κράτους, έκανε πραξικόπημα ενάντια στον ίδιο τον Εθνάρχη Μακάριο και έμεινε ατιμώρητη, καθορίζει το αφήγημα του Κυπριακού διαχρονικά, όπως και το ιδεολογικό πλαίσιο στην εκπαίδευση. Παρόλα αυτά η αυτονόμησή της την τελευταία δεκαετία και η συγκρότησή της ως ένα φασιστικό κόμμα πέριξ του 7%, πέραν των ακροδεξιών τάσεων μέσα στα άλλα κόμματα και της έκφρασής της από άλλα επιπρόσθετα εξωκοινοβουλευτικά κομματίδια, είναι μια ανησυχητική εξέλιξη.
Η πτώση του ΑΚΕΛ είναι ιστορική. Η μόνη αναλογία είναι με τις εκλογές του 1986, αλλά τώρα είναι πλέον σωρευτική δεκαετίας και μεγαλύτερη σε βάθος. Φαίνεται σήμερα ότι το ΑΚΕΛ χάνει στηρίγματα που ανεξάρτητα από την υποχώρησή του, δεν είχε χάσει το 2011 και το 2016 και είναι πιθανό ότι θα υποχωρήσει και άλλο τα επόμενα χρόνια, παρά το ότι δεν έχει άλλο ανταγωνιστή στα αριστερά του πολιτικού φάσματος. Δεν θα καταρρεύσει, βέβαια, καθότι έχει βαθιές ρίζες στην κοινωνία. Είναι αμφίβολο, όμως, το αν θα καταφέρει να επανακτήσει τη στήριξη που έχασε καθώς τα προβλήματα του είναι μεγάλα και δεν έχουν να κάνουν μόνο με την ηγεσία και την επικοινωνιακή του αδυναμία, ούτε περιορίζονται στο πεδίο της πολιτικής αλλά αφορούν επίσης τον τρόπο λειτουργίας του, την οργανωτική του διάρθρωση και εν τέλει τη σχέση του με τη λαϊκή του βάση.