Μανώλης Χιώτης: O Έλληνας μουσικός που καθιέρωσε παγκοσμίως το μπουζούκι, γεννήθηκε και πέθανε την ίδια μέρα στις 21 Μαρτίου. Ο Μανώλης Χιώτης γεννήθηκε στις 21 Μαρτίου του 1921 και πέθανε επίσης, στις 21 Μαρτίου του 1970, στα 49 του χρόνια, από καρκίνο. Η Φίνος Φιλμς τιμώντας τη μνήμη του έκανε ένα μικρό αφιέρωμα στον μουσικό, με τον οποίο συνεργάστηκε σε αρκετές ταινίες. Στο βίντεο υπάρχει ένα απόσπασμα από την ταινία «Ο φίλος μου ο Λευτεράκης» με τον Ντίνο Ηλιόπουλο να ζητά από τον μουσικό να παίξει το «Ζήσε» με τη Μαίρη Λίντα.
όπως γράφει στη λεζάντα της δημοσίευσης,
«Πρωτοπόρος, ευρηματικός και εξαιρετικά ταλαντούχος, ο Μανώλης Χιώτης δικαίως χαρακτηρίστηκε «αριστοκράτης ρεμπέτης», αφού κατάφερε να συμφιλιώσει την λεγόμενη καλή κοινωνία με το μπουζούκι και να καθιερώσει το αρχοντορεμπέτικο την δεκαετία του ’50. Έφερε επανάσταση στην ελληνική μουσική όταν επινόησε το τετράχορδο μπουζούκι, ενώ εφάρμοσε πρώτος την χρήση ενισχυτή στις εμφανίσεις του. Οι διακρίσεις του ξεπέρασαν τα σύνορα της χώρας μας, λαμβάνοντας θριαμβευτικά σχόλια από πολλούς διεθνείς αστέρες, όπως οι Τζίμι Χέντριξ, Άντονι Πέρκινς, Ελίζαμπεθ Τέιλορ, Μαρία Κάλλας, κ.α., ενώ το 1964 ερμήνευσε μαζί με την Μαίρη Λίντα στον Λευκό Οίκο για τα γενέθλια του προέδρου των ΗΠΑ Λίντον Τζόνσον. Στην σύντομη ζωή του (50 χρόνων), ο Μανώλης Χιώτης συνέθεσε πάνω από 1500 τραγούδια και συνεργάστηκε στενά με τα μεγαλύτερα ονόματα της ελληνικής μουσικής, όπως τον Μίκη Θεοδωράκη και τον Μάνο Χατζιδάκι. Οι μεγαλύτερες του επιτυχίες αποδόθηκαν από την μεγάλη παρτενέρ και δεύτερη σύζυγο του, Μαίρη Λίντα, με την οποία συνεργάστηκαν στενά και στον κινηματογράφο. Η σχέση του με την Φίνος Φιλμ ξεκίνησε πολύ νωρίς, το 1948, με την ταινία «Χαμένοι Άγγελοι» και συνεχίστηκε σε πέντε ακόμη ταινίες μέχρι το 1964, με πιο χαρακτηριστική την εμφάνιση του στην ταινία «Ο Φίλος μου ο Λευτεράκης» του Αλέκου Σακελλάριου, με τον Ντίνο Ηλιόπουλο να εμπλέκει τον Χιώτη στο σενάριο, υποδυόμενος φυσικά.. τον εαυτό του. Σήμερα είναι διπλή επέτειος για τον Μανώλη Χιώτη, αφού γεννήθηκε και πέθανε την ίδια ημέρα με διαφορά πενήντα ετών». Βιογραφικό
Ο Μανώλης Χιώτης γεννήθηκε στις 21 Μαρτίου του 1920 στη Θεσσαλονίκη, όπου είχε μετακομίσει η οικογένειά του από το Ναύπλιο. Κατά τη διάρκεια των μαθητικών του χρόνων πήρε μαθήματα κιθάρας, μπουζουκιού και ούτι από τον διάσημο μουσικοδιδάσκαλο της εποχής Γεώργιο Λώλο. Το 1935 επέστρεψε με την οικογένειά του στο Ναύπλιο και σε ηλικία μόλις 15 ετών έκανε τις πρώτες εμφανίσεις του σε μαγαζιά της περιοχής.
Η αλήθεια είναι ότι ο Μανώλης Χιώτης δεν έζησε δύσκολα παιδικά χρόνια. Η οικογένειά του ήταν ευκατάστατη (η μητέρα του μάλιστα διατηρούσε ένα από τα πλέον αριστοκρατικά μπαρ της εποχής) και αυτό το αρχοντικό στυλ στο πάλκο διατήρησε και ο ίδιος στη μετέπειτα πορεία του. Το 1936 κατέβηκε στην Αθήνα. Εμφανίστηκε για λίγες ημέρες στα «Παγώνια» (στη Σωκράτους και Αγίου Κωνσταντίνου γωνία) και αμέσως μετά στο «Δάσος», πλάι στον μεγάλο Στράτο Παγιουμτζή. Ήταν ακόμα 16 χρονών, ωστόσο ο Παγιουμτζής, διακρίνοντας το ταλέντο του, τον παρουσίασε στην Columbia, με την οποία υπέγραψε το πρώτο του συμβόλαιο, ως «διευθύνον πρίμο όργανο», το χειμώνα του 1936. Την επόμενη χρονιά φωνογράφησε και το πρώτο του τραγούδι «Γιατί δεν λες το ναι» (Το χρήμα δεν το λογαριάζω), με εκτελεστή τον Στράτο Παγιουμτζή. Λίγο αργότερα γνωρίζεται με τον Μπαγιαντέρα και παίζει μαζί του στις κλασικές εκτελέσεις των προπολεμικών επιτυχιών του, «Νυχτερίδα», «Μ' έχεις μαγεμένο», «Ζούσα μοναχός χωρίς αγάπη» κ.ά. https://youtu.be/kp_j0FJ-wMQ Αμέσως μετά την απελευθέρωση, ο Μανώλης Χιώτης χρησιμοποιεί για πρώτη φορά τον ενισχυτή στις εμφανίσεις του και η καριέρα του εκτινάσσεται απότομα, όταν ηχογραφεί σε δεύτερη εκτέλεση το ήδη επιτυχημένο τραγούδι του «Ο πασατέμπος» (1946). Σε αυτό το τραγούδι κάνει -σύμφωνα με την κυρίαρχη άποψη- την πρώτη του εμφάνιση το τετράχορδο μπουζούκι, μία καινοτομία που εκτιμάται ότι πρώτος ο Χιώτης χρησιμοποίησε, αν και φαίνεται ότι τελικά το τετράχορδο μπουζούκι υπήρχε και νωρίτερα. Στο πάλκο, χρησιμοποιεί δύο μπουζούκια, ένα κλασικό, με μεταλλικές χορδές, κι ένα με χορδές από έντερα, ώστε η χροιά του να μοιάζει με το ούτι. https://youtu.be/S3sAtwmve_4 Κατά τη δεκαετία του '40 γράφει τη μια επιτυχία μετά την άλλη: «Πάλι στις τρεις ήρθες εχθές να κοιμηθείς» (Ντουο Χάρμα), «Θα σου πω το μυστικό μου» (Μ. Νίνου), «Το φτωχομπούζουκο» (Στ. Τζουανάκος) κ.ά. Το 1950, έπειτα από δυο χρόνια χωρίς σουξέ, γράφει σε στίχους του Ν. Ρούτσου (που του έδινε στίχους που απέρριπτε ο Τσιτσάνης) «Τα πεταλάκια» και την ίδια χρονιά το «Σ' αυτό το φτωχοκάλυβο» με τη Στέλλα Χασκίλ. Το 1954 παντρεύεται την πρώτη του γυναίκα, την τραγουδίστρια Ζωή Νάχη και αποκτά μαζί της δύο παιδιά. Λίγο αργότερα γνωρίζει τη Μαίρη Λίντα και κάνουν μαζί το ανεπανάληπτο ντουέτο που κυριάρχησε στο ελληνικό τραγούδι μέχρι το '66, οπότε και χώρισαν (είχαν παντρευτεί το 1959). Ανεπανάληπτες επιτυχίες, κλασικές φιγούρες στον κινηματογράφο και λάτιν ρυθμοί, που κορυφώνονταν σε οργιαστικά σόλα. Παράλληλα, δίνει και εκπληκτικά, κλασικού ύφους, σουξέ στον Στέλιο Καζαντζίδη, κυρίως σε στίχους του Χρήστου Κολοκοτρώνη. Το 1959 ενορχηστρώνει τον «Επιτάφιο» του Μίκη Θεοδωράκη, που έχει κάνει ήδη μια αποτυχημένη έκδοση, και τον απογειώνει. Ακολουθούν οι «Λιποτάκτες», η «Πολιτεία» και το «Αρχιπέλαγος». Με τις ενορχηστρώσεις του Χιώτη και τις φωνές της Μαίρης Λίντα, του Γρηγόρη Μπιθικώτση, του Στέλιου Καζαντζίδη και της Μαρινέλλας, τα έργα του Θεοδωράκη, αλλά και του Χατζιδάκι -του οποίου υπήρξε για καιρό σολίστας- αποκτούν λαϊκή απήχηση. Είναι ουσιαστικά αυτός που ανοίγει το δρόμο και στους άλλους λαϊκούς μουσικούς να συνεργαστούν με τους λόγιους συνθέτες, με αποτέλεσμα την έκρηξη του λεγόμενου «Έντεχνου». https://www.youtube.com/watch?v=BVxWvxCNljs Τα τελευταία πέντε χρόνια της ζωής του ήταν και τα πιο δραματικά. Χωρίζει με τη Λίντα (πράγμα που του στοίχισε πολύ), κάνει αποτυχημένες συνεργασίες και ο καρκίνος αρχίζει να τον κατατρώγει. Στις 21 Μαρτίου του 1970, ανήμερα των 50ων γενεθλίων του, ο Μανώλης Χιώτης αφήνει την τελευταία του πνοή. Στην κηδεία του, στο Α' νεκροταφείο Αθηνών, ο Γιάννης Καραμπεσίνης παίζει με το μπουζούκι του Χιώτη τα «Ηλιοβασιλέματα» και το δακρυσμένο πλήθος τραγουδά. Μαζί και οι τρεις συντρόφισσες της ζωής του: Ζωή Νάχη, Μαίρη Λίντα και Μπέμπα Κυριακίδου.
Η αγγελία του θανάτου του συγκίνησε το πανελλήνιο. Όλοι οι κρατικοί τότε ραδιοφωνικοί και τηλεοπτικοί σταθμοί (ΕΡΤ και ΥΕΝΕΔ) έκαναν ειδικές αφιερώσεις, ενώ ο ημερήσιος Τύπος του απέδωσε ιδιαίτερους εγκωμιαστικούς τίτλους. Η δολοφονία του πατέρα του μπροστά στα μάτια του από έναν Μανιάτη τον στιγμάτισε και σύμφωνα με τη συνεργάτιδα και σύντροφο της ζωής του, Μαίρη Λίντα, το γεγονός αυτό δεν το ξεπέρασε ποτέ. Η φήμη του πέρασε γρήγορα, τα σύνορα της Ελλάδας και απλώθηκε μέχρι την Αμερική. Ο Τζίμι Χέντριξ, αλλά και ο πρόεδρος Λίντον Τζόνσον, θαύμασαν το ταλέντο του. Μια από τις μεγαλύτερες καινοτομίες που έφερε στη μουσική, ήταν η προσθήκη τέταρτης διπλής χορδής στο μπουζούκι, το οποίο «μπήκε και στην πρίζα» και έγινε ηλεκτρικό. Η καινοτομία αυτή τον έφερε αντιμέτωπο με τους ρεμπέτες. Ο Χιώτης κατάφερε να βγάλει αυτό το λαϊκό όργανο από τις συνοικίες και να το βάλει στα σαλόνια της αθηναϊκής αριστοκρατίας.
Η συνάντηση με τον Τζίμι Χέντριξ
Η συνάντησή του με τον κορυφαίο κιθαρίστα έχει λάβει χαρακτήρα αστικού μύθου. Είναι όμως αληθινή. Ο Τζίμι Χέντριξ είδε τον Μανώλη Χιώτη στο Σικάγο όπου ο παγκοσμίου φήμης κιθαρίστας θαύμασε την ταχύτητα που έπαιζε ο Έλληνας συνθέτης.
Αργότερα δήλωσε στα τοπικά μέσα ότι ο Χιώτης είναι ο καλύτερος κιθαρίστας στον κόσμο. Όντως ο Χιώτης εντυπωσίαζε τους ειδικούς, καθώς ήταν ένα σπάνιο μουσικό φαινόμενο. Ο Ελληνας δεξιοτέχνης του μπουζουκιού έπαιξε μπροστά σε αρχηγούς χωρών και σημαντικές προσωπικότητες της εποχή, ενώ κλήθηκε από τον Λευκό Οίκο να τραγουδήσει στα γενέθλια του Αμερικανού Προέδρου Λίντον Τζόνσον. Επιπλέον η μουσική του κατάφερε να «κατευνάσει τα πνεύματα» μεταξύ Κάλλας και Γκρέις Κέλι, την εποχή της μεγάλης κόντρας Ωνάση και πρίγκιπα Ρενιέ του Μονακό. Ο Μανώλης Χιώτης ήταν ένας από τους σημαντικότερους μουσικοσυνθέτες του Λαϊκού τραγουδιού και σπουδαίος δεξιοτέχνης του μπουζουκιού. Έφερε επανάσταση στην ελληνική μουσική, και στο λαϊκό τραγούδι γενικότερα επινοώντας την τετράχορδη παραλλαγή του μπουζουκιού, αλλά και δημιουργώντας το πρώτο «κοσμικό κέντρο».