Αμαλία Μεγαπάνου: Ποια ήταν η «Πρώτη Κυρία» στο πλευρό του Κωνσταντίνου Καραμανλή [pics]
Την τελευταία της πνοή άφησε η Αμαλία Μεγαπάνου σε ηλικία 91 ετών. Η Αμαλία Κανελλοπούλου, μετά Καραμανλή και κατόπιν Μεγαπάνου, ήταν μια κομψότατη κυρία, που έμελλε να γίνει η πρώτη κυρία της χώρας. Η Πατρινή Αμαλία, κόρη του φαρμακοποιού που έγινε υπάλληλος της Αγροτικής Τράπεζας Αναστάσιου Κανελλόπουλου, ανιψιά του πολιτικού, ακαδημαϊκού, φιλοσόφου και συγγραφέα, του γνωστού και ως «Νέστωρος της πολιτικής», Παναγιώτη Κανελλόπουλου, εγγονή της αδελφής του πρωθυπουργού Δημητρίου Γούναρη, ανήκε σε μια ελληνική μεγαλοαστική οικογένεια.
Η Αμαλία Μεγαπάνου, ήταν μια πανέμορφη νεαρή και λέγεται ότι ο Καραμανλής περνούσε κάτω απ’ το μπαλκόνι της με ένα ολόλευκο κοστούμι. Οι γονείς της είχαν επενδύσει στην παιδεία της: «Μετά το σχολείο έκανα και μαθήματα με την αρχαιολόγο Αθηνά Καλογεροπούλου» λέει σε μια απ’ τις ελάχιστες συνεντεύξεις της στο ΒΗΜΑ, «κι όταν πήγα στη Γαλλία και ήθελα να διορθώσω τα γαλλικά μου, μελετούσα αρχαίους συγγραφείς και έγραφα εκθέσεις, τις οποίες ένας καθηγητής μου διόρθωνε. Οπότε εγώ είχα διπλό όφελος. Μάθαινα και ισπανικά, αλλά όταν παντρευόταν η Σοφία τον Χουάν μού ζήτησαν να γνωρίσουν τη δασκάλα μου για να κάνει και σ’ εκείνη μάθημα. Τότε με ρώτησαν αν θέλω να κάνουμε μαζί, οπότε είπα ότι είχα αποφασίσει να σταματήσω. Και πάνε τα ισπανικά».
Στα 22 της, η εκ Πατρών καλλονή, παντρεύεται τον Σερραίο, δυναμικό, αγέρωχο πολιτικό Κωνσταντίνο Καραμανλή, που, όμως είναι απ’ τους πλέον γοητευτικούς και κομψούς νέους της εποχής, με δεκάδες κυρίες θαυμάστριές του.
Χρόνια αργότερα, στον στενό συνεργάτη και φίλο του, τον δημοσιογράφο και πολιτικό Τάκη Λαμπρία, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής θα απαντήσει, μοναδική φορά για τα προσωπικά του, με λόγια που θα μπουν και στο βιβλίο «Στη σκιά ενός μεγάλου» (εκδόσεις Μορφωτική Εστία και Ποταμός), πως γενικά απέφευγε το φλερτ.
«Το ενδεχόμενο ν’ αποκρουσθώ με απέτρεπε από το ν’ αποτολμήσω, θα ένιωθα την άρνηση, έστω και υποκριτική, βαρύτατη προσβολή» είπε και τόνισε πως «δεν θα την ανεχόταν ο εγωισμός μου. Αλλά, όπως ασφαλώς θα ξέρεις, σ’ αυτές τις δουλειές υπάρχει πάντα ένα προκαταρκτικό στάδιο, ένα παιχνίδι κατά το οποίο η γυναίκα, επιδεικνύοντας αυτοσεβασμό, παριστάνει ότι αρνείται, μέχρις ότου ενδώσει στην επιμονή σου…».
Και στο σημείο αυτό, σημειώνει ο Λαμπρίας, αναδυόταν ο χαρακτήρας του όταν έλεγε σχεδόν θυμωμένα πως: «Ε, εγώ ούτε το κέφι ούτε την υπομονή αλλά ούτε τον χρόνο είχα για τέτοια παιχνίδια!».
Παρ όλα αυτά, γοητευμένος από την Αμαλία Κανελλοπούλου, επιστράτευσε όχι μόνο το φλερτ, αλλά την καθ’ αυτό ερωτική πολιορκία. «Η Αμαλία ήταν τόσο όμορφη όσο και αξιοπρεπής» παραδέχεται στον Τάκη Λαμπρία. Και τότε, την εποχή του ειδυλλίου τους, οι αντιρρήσεις, μιας και η νύφη ήταν ακόμη πολύ νέα και ο γαμπρός δεν ανήκε στα μεγάλα αστικά τζάκια της χώρας, κάμφθηκαν αφού εκείνος ήταν ολοφάνερα φτιαγμένος από υλικά νικητή, προορισμένος για ένα σπουδαίο πεπρωμένο. Είναι Ιούνιος του 1952, όταν το ζευγάρι παντρεύεται.
Η συνάντηση με τους Κένεντι
Ήταν Απρίλιος του 1961, όταν ο Έλληνας πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής έγινε ο πρώτος ξένος ηγέτης που θα υποδεχθεί ο καθολικός, Ιρλανδικής καταγωγής Τζον Φιτζέραλντ Κένεντι στον Λευκό Οίκο, τρεις μήνες μετά την θριαμβική εκλογή του στην προεδρία. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, φτάνει με την σύζυγό του, Αμαλία στο Λευκό Οίκο. Οι δημοσιογράφοι εντυπωσιάζονται από την γλυκύτατη, έξοχη Ελληνίδα.
«Δεν ασχολούμαι με τη δουλειά του άντρα μου, γιατί την κάνει πολύ καλά» δηλώνει η γυναίκα που δεν μιλούσε σχεδόν ποτέ, στους Αμερικάνους δημοσιογράφους. Λίγους μήνες αργότερα, μόλις στις 12 Ιουνίου 1961, η Τζάκι Κένεντι επισκέφθηκε για πρώτη φορά την Ελλάδα. Η Πρώτη Κυρία των ΗΠΑ ξεναγήθηκε στην Ακρόπολη συνοδευόμενη από τη σύζυγο του Κωνσταντίνου Καραμανλή, Αμαλία.
Η ζωή στο Παρίσι
Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και η Αμαλία ζουν σε ένα διαμέρισμα στην οδό Καρνεάδου στο νούμερο 24, στο Κολωνάκι. Ζουν εκεί 8 χρόνια, όπου πυροδοτούν σχόλια απ’ την κοντινή συγκατοίκηση με Αθηναίους που βιάζονται να διαδώσουν για το ζευγάρι, πως εκείνος είναι πολύ οξύθυμος και εκείνη, η τόσο σιωπηλή στη δημόσια ζωή, φυσικά και απαντάει. Λέγονταν δε, πως εκείνος εκτόξευε εναντίον της τασάκια.
1963. Αποχωρεί από την πολιτική και από την Ελλάδα, επειδή δεν μπορούσε να επιφέρει τη συνταγματική αναθεώρηση. Το 1969 ο Καραμανλής από το Παρίσι καταδικάζει τη στρατιωτική δικτατορία στη χώρα. Λίγο αργότερα οι δυο τους θα υποβάλλουν αίτηση διαζυγίου. Κάποιοι λένε πως η ίδια δεν ξέχασε ποτέ το περιβόητο «Σκάσε Αμαλία» που ξεστόμισε ο Καραμανλής από εξέδρα όπου ετοιμαζόταν να απευθυνθεί στον λαό, αγνοώντας ότι τα μικρόφωνα ήταν ανοιχτά. Κάποιοι άλλοι λένε πως υπήρχε μεταξύ τους η ανέκφραστη ένταση και θλίψη για το παιδί που δεν ερχόταν. Μερικοί υποστηρίζουν πως υπήρχε, ήδη, άλλη γυναίκα.
Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής λέει στον Τάκη Λαμπρία που τολμά να τον ρωτήσει, λόγω της μεγάλης τους φιλίας για την Αμαλία: «… Ήταν, λοιπόν, τόσο όμορφη όσο και αξιοπρεπής. Είχε δυνατό χαρακτήρα, κάπως αυταρχικό. Ίσως μάλιστα το ναυάγιο του γάμου μας να οφείλεται στο ότι είχαμε τον ίδιο χαρακτήρα… Τα ενδιαφέροντά της ήταν περισσότερο πολιτιστικά, παρά πολιτικά. Και, μολονότι ουδέποτε αναμειγνυόταν στη δημόσια ζωή, συμπαραστάθηκε με αφοσίωση στη δύσκολη σταδιοδρομία μου. Το βέβαιο είναι ότι ο χωρισμός μου με λύπησε, αν και η ευθύνη γι’ αυτόν ήταν περισσότερο δική μου».
Ο δεύτερος γάμος, τα βιβλία της, το ελεύθερο πνεύμα της
Μετά το διαζύγιο, η Αμαλία παντρεύτηκε τον μαιευτήρα Επαμεινώνδα Μεγαπάνο, ιδρυτικό μέλος του μαιευτηρίου Λητώ και πρόεδρος του, από το 1970 έως το 2007. Ήταν και εκείνος άνθρωπος πολυδιαβασμένος, με πολιτιστικές ανησυχίες, λάτρης της μουσικής, με χιούμορ και ευχάριστος στην παρέα.
Ήταν ο δεύτερος γάμος και για τους δυο, ενώ για εκείνον θα ακολουθούσε, ένας τρίτος με την νομικό Χριστίνα Σούρλα. Είχε προηγηθεί ο γάμος με την εξαίσια Λουΐζα Κονταράτου – Ζαούση, όπου απέκτησε τους δύο γιους του, Αλέξανδρο και Νίκο.
Η Αμαλία Μεγαπάνου γράφει βιβλία. Πρώτα για τα ελληνικά κεντήματα, τεράστια αγάπη της και ενδεικτικό θέμα της προσοχής της στην εξαιρετική λεπτομέρεια και την τέχνη της δημιουργίας και της παραδοχής από χέρια «άριστα».
Γράφει παραμύθια για παιδιά, που τα λατρεύει και επικοινωνεί μαζί τους με έναν τρόπο, αξιοζήλευτο και χαρισματικό. Γράφει το τεράστιο «Πρόσωπα – Και άλλα κύρια ονόματα», ογκώδες λεξικό το οποίο περιλαμβάνει όλα τα 21.625 ονόματα, μυθολογικά και ιστορικά της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, σαν μικρά διηγήματα, σαν προσωπικές ιστορίες.
Γράφει και θέματα αιφνιδιαστικά για την εποχή, αποκαλύπτοντας μια ευρύτητα πνεύματος και έναν άνθρωπο έξω από κουτάκια και συσκευασίες, όπως το «Διάλογος με την Άννα», μια συνέντευξη χωρίς τη φόρμα και το κλισέ το δημοσιογραφικό με μια πόρνη. «Είχα αγανακτήσει» είπε στο ΒΗΜΑ, «το έκανα γιατί η αστή Ελληνίδα δεν γνώριζε τίποτε για ένα πρόσωπο το οποίο ο σύμπας κόσμος ήξερε πολύ καλά και μόνον εκείνη αγνοούσε».