Λαγκάρντ: Σήμα για αύξηση των επιτοκίων κατά μισή μονάδα έως τον Σεπτέμβριο
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) είναι πιθανό να αρχίσει να αυξάνει τα επιτόκια τον Ιούλιο και να βγει εκτός αρνητικού εδάφους μέχρι τα τέλη Σεπτεμβρίου, δήλωσε η Κριστίν Λαγκάρντ, ενώ πρόσθεσε ότι ο ρυθμός και η έκταση της περαιτέρω αύξησής τους δεν μπορεί να καθοριστεί εκ των προτέρων.
Η ΕΚΤ δεν θα έχει πιθανόν αρνητικό επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων έως το τέλος του Σεπτεμβρίου και μπορεί να συνεχίσει να τα αυξάνει, αν ο πληθωρισμός σταθεροποιηθεί μεσοπρόθεσμα στο 2%, τόνισε σε ανάρτηση που έκανε στο blog της ΕΚΤ. «Με βάση τις σημερινές προοπτικές, πιθανότατα θα είμαστε σε θέση να βγούμε από τα αρνητικά επιτόκια έως το τέλος του τρίτου τριμήνου», σημείωσε.
Το επιτόκια καταθέσεων της ΕΚΤ είναι σήμερα -0,5%, κάτι που σημαίνει ότι οι τράπεζες πρέπει να πληρώνουν για τις καταθέσεις που κάνουν στην κεντρική τράπεζα. Το επιτόκιο είναι αρνητικό από το 2014 καθώς τα προηγούμενα χρόνια η κεντρική τράπεζα είχε την αντίθετη επιδίωξη από σήμερα, δηλαδή ήθελε να αυξήσει τον πληθωρισμό που ήταν χαμηλότερος από τον στόχο της.
Τον Ιούλιο η πρώτη αύξηση
«Η Λαγκάρντ ανέφερε ότι η πρώτη αύξηση επιτοκίων θα γίνει τον Ιούλιο, ενώ άνοιξε τον δρόμο για περαιτέρω αυξήσεις επιτοκίων προς το επίπεδο του λεγόμενου «ουδέτερου επιτοκίου», ενός θεωρητικού επιτοκίου που είναι ουδέτερο όσον αφορά την επίδραση στην οικονομική δραστηριότητα, ακόμη και σε υψηλότερο επίπεδο. «Αν δούμε τον πληθωρισμό να σταθεροποιείται στο 2% μεσοπρόθεσμα, μία σταδιακή περαιτέρω ομαλοποίηση των επιτοκίων προς το ουδέτερο επιτόκιο θα είναι ενδεδειγμένη», είπε.
Αν η οικονομία της Ευρωζώνης υπερθερμαινόταν ως αποτέλεσμα ενός θετικού σοκ ζήτησης, θα ήταν λογικό να υπήρχαν διαδοχικές αυξήσεις πάνω από το ουδέτερο επιτόκιο», πρόσθεσε, αλλά τόνισε ότι ο ρυθμός και το μέγεθος της αύξησης των επιτοκίων δεν μπορεί να προκαθοριστεί καθώς η οικονομία αντιμετωπίζει σοκ από την πλευρά της προσφοράς, όπως τους περιορισμούς λόγω της πανδημίας στην Κίνα και διαταραχές που οφείλονται στον πόλεμο στην Ουκρανία.
«Αυτό δημιουργεί μεγαλύτερη αβεβαιότητα σχετικά με την ταχύτητα με την οποία θα μειωθούν οι σημερινές πιέσεις στις τιμές, σχετικά με την εξέλιξη της υπερβάλλουσας παραγωγικής δυναμικότητας και σχετικά με την έκταση που οι πληθωριστικές προσδοκίες θα συνεχίσουν να παραμένουν παγιωμένες στον στόχο μας», σημείωσε η επικεφαλής της ΕΚΤ.