Το πόρισμα του ΚΚΕ στην Εξεταστική Επιτροπή
Τα συμπεράσματά του για το έργο της εξεταστικής των πραγμάτων επιτροπής σχετικά με την υπόθεση των υποκλοπών, έδωσε στη δημοσιότητα με ένα πόρισμα οκτώ σελίδων το ΚΚΕ, θέτοντας 18 ερωτήματα, αλλά και καταγγέλλοντας ότι η όλη διαδικασία για τη διερεύνηση του θέματος, υπονομεύτηκε εξ αρχής, με στόχο τη συγκάλυψη, αλλά και τον αποπροσανατολισμό της κοινής γνώμης.
Ο βουλευτής του ΚΚΕ Νίκος Καραθανασόπουλος, που εκπροσώπησε στην επιτροπή το ΚΚΕ, σημειώνει χαρακτηριστικά:
«Ο ίδιος ο τρόπος λειτουργίας της εξεταστικής επιτροπής, με πρώτιστη ευθύνη της κυβερνητικής πλειοψηφίας, υπονόμευσε εξαρχής την ουσιαστική έρευνα για την απόδοση όλων των πολιτικών και άλλων ευθυνών γύρω από τις υποκλοπές, σε βάρος τόσο του προέδρου του ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ και των δημοσιογράφων, όσο βέβαια και του Κόμματός μας για τις παρακολουθήσεις στο τηλεφωνικό κέντρο της έδρας της Κεντρικής Επιτροπής του από το 2016 μέχρι σήμερα.
Υπηρετήθηκε έτσι η διπλή στόχευση, αφενός της πλήρους συγκάλυψης της αλήθειας, αφετέρου η επιχείρηση αποπροσανατολισμού από τα κομβικά ζητήματα, που έπρεπε και πρέπει να αναδειχθούν στον λαό, γύρω από το απόρρητο των επικοινωνιών του, την προστασία των προσωπικών δεδομένων του, τα θεμελιώδη δικαιώματα και τις ελευθερίες του».
Κατά το ΚΚΕ, «το πλαίσιο μυστικότητας και απορρήτου των συνεδριάσεων ήρθε να συμπληρώσει η επιλογή της κυβερνητικής πλειοψηφίας, να κληθεί ένας εξαιρετικά μικρός και ελεγχόμενος κατάλογος μαρτύρων, που δε διευρύνθηκε ούτε στις περιπτώσεις, που, μέσα στην επιτροπή, από τις καταθέσεις των ίδιων αυτών λιγοστών μαρτύρων, γινόταν καθαρή η ανάγκη να κληθούν και άλλοι μάρτυρες. Αυτό συνέβη και στην περίπτωση της υπόθεσης των υποκλοπών σε βάρος του ΚΚΕ, για την οποία δεν κλήθηκαν μάρτυρες, ακόμα και όταν σε αυτό συνέτειναν καταθέσεις που παρέπεμπαν για παράδειγμα στους παρόχους τηλεπικοινωνιών (ΟΤΕ κ.α.), ή σε μέλη και τεχνικούς της ΑΔΑΕ.
Το γεγονός ότι, επιπλέον των παραπάνω, δόθηκε κυβερνητική και νομική κάλυψη στην επίκληση του υπηρεσιακού απορρήτου από τους μάρτυρες, ενώπιον μίας εξεταστικής επιτροπής, που έχει βάσει νόμου όλες τις ανακριτικές αρμοδιότητες, αποτέλεσε αποκορύφωμα της κατεύθυνσης συγκάλυψης της αλήθειας. Στην πραγματικότητα, η κυβέρνηση αξιοποίησε τα περιθώρια που της έδινε το υπάρχον αντιδραστικό πλαίσιο, που προστατεύει τις κρατικές αρχές και υπηρεσίες όπως την ΕΥΠ. Έτσι, την κάλυψη για την απαράδεκτη εξέλιξη της εξεταστικής επιτροπής την παρείχαν στην ουσία όλα τα αστικά κόμματα και οι κυβερνήσεις, που έχουν διαχρονικά συνδιαμορφώσει το εν λόγω πλαίσιο, για να θωρακίσουν το αστικό κράτος και όλες του τις λειτουργίες.
Στη βάση και των παραπάνω μεθοδεύσεων, αποτέλεσμα της εξεταστικής επιτροπής ήταν η πλήρης συγκάλυψη της αλήθειας και των πολιτικών και άλλων ευθυνών για τις υποκλοπές, σε όλες τις υποθέσεις.
Ειδικά στην υπόθεση των υποκλοπών σε βάρος του ΚΚΕ, η συγκάλυψη δρομολογήθηκε με τον πιο κραυγαλέο τρόπο, με κανονικό εξοβελισμό της υπόθεσης από τη συζήτηση και την όποια έρευνα. Η υπόθεση του ΚΚΕ στην ουσία εξαιρέθηκε από τη διερεύνηση, παρότι αποτελούσε αντικείμενο της εξεταστικής επιτροπής σύμφωνα με τη σχετική απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής. Η ευθύνη για αυτό βαραίνει όχι μόνο τη ΝΔ αλλά εξίσου και τον ΣΥΡΙΖΑ και είχε διαφανεί ήδη από τη συζήτηση στην Ολομέλεια της Βουλής για τη σύσταση της εξεταστικής επιτροπής, όπου, τόσο η ΝΔ όσο και ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έκαναν το παραμικρό σχόλιο για την υπόθεση των υποκλοπών σε βάρος του ΚΚΕ. Ευθύνες υπάρχουν όμως και στο ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ το οποίο, παρότι περιέλαβε την υπόθεση των υποκλοπών σε βάρος του ΚΚΕ στην πρόταση του για τη σύσταση της εξεταστικής επιτροπής, κατά τη διάρκεια της λειτουργίας της ανέχτηκε τη μεθόδευση της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ».
Όπως αναφέρει ο κ. Καραθανασόπουλος «το ΚΚΕ κατέθεσε τεκμηριωμένη πρόταση για να κληθούν συγκεκριμένοι μάρτυρες, ουσιώδεις και σημαντικοί για τη διερεύνηση της υπόθεσης, οι οποίοι, όχι απλώς μπορούσαν, αλλά όφειλαν να απαντήσουν στα ερωτήματα γύρω από την παρακολούθηση του ΚΚΕ, όπως μέλη και τεχνικοί της ΑΔΑΕ που συμμετείχαν στους σχετικούς ελέγχους, αρμόδιοι από την κρατική ασφάλεια, εισαγγελείς που χειρίζονταν τις υποθέσεις, υπεύθυνοι από τους τηλεπικοινωνιακούς παρόχους. Μέρος από αυτά τα ερωτήματα και στοιχεία καταθέσαμε στην εξεταστική επιτροπή αλλά και στον Πρόεδρο της Βουλής και δημόσια».
Και παραθέτει τα ερωτήματα:
1. Γιατί οι αρχές δεν πραγματοποίησαν έρευνα γύρω από όλους τους τηλεφωνικούς αριθμούς και τις κλήσεις των τρίτων μερών, που εμπλέκονταν στις «συνακροάσεις» με το ΚΚΕ;
Στις «συνακροάσεις» του 2016 εμπλέκονταν τα τηλεφωνικά κέντρα των πολιτικών κομμάτων ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ και ΠΟΤΑΜΙ. Μάλιστα, το τελευταίο κόμμα ανέφερε, ότι στο τηλεφωνικό κέντρο του σημειώνονται μικροφωνισμοί και ήχοι ηλεκτρονικών συσκευών. Πώς δικαιολογείται οι αρχές να μην έκαναν καμία διερεύνηση σχετικά; Δικαιολογείται η ΑΔΑΕ να εξαιρεί από τον έλεγχο τους τρίτους εμπλεκόμενους, με το σκεπτικό ότι οι συνακροάσεις «δεν επιβεβαιώθηκαν» από αυτούς ή ότι «δεν ήταν σε γνώση της οι αριθμοί τους»;; Στις δε «συνακροάσεις» του 2017 η ΑΔΑΕ εξαίρεσε από το πεδίο των ερευνών της αριθμούς τρίτων εμπλεκόμενων, επειδή δεν είχε τη «συναίνεση» αυτών. Ωστόσο, τη συναίνεση των τρίτων αυτών μερών η ΑΔΑΕ τη ζήτησε ΑΦΟΥ είχε πραγματοποιήσει τον επιτόπιο έλεγχο στον ΟΤΕ, αυτοπεριορίζοντας έτσι τα στοιχεία που έλαβε από τον πάροχο.
2. Γιατί στις «συνακροάσεις» του 2016, που σημειώθηκαν τις ημέρες 27 έως 30 Νοεμβρίου, στην ουσία δεν ερευνήθηκε καθόλου η πρώτη μέρα «συνακροάσεων», η 27η Νοεμβρίου, ούτε από την ΑΔΑΕ ούτε από την κρατική ασφάλεια, η οποία εξαίρεσε τελείως αυτή τη μέρα και από τις εκθέσεις της;; Γιατί η ΑΔΑΕ επικέντρωσε την έρευνά της και τις βασικές εκτιμήσεις της σχεδόν αποκλειστικά στις κλήσεις που πραγματοποιήθηκαν στις 30-11-2016, δηλαδή μόνο σε μία από τις τέσσερις μέρες;
3. Πώς δικαιολογούν οι αρχές, ότι δεν ταυτίζονται καν τα χρονικά διαστήματα των «συνακροάσεων» που ερευνούν;; Για παράδειγμα, στο κρούσμα του 2016 σε πολλές περιπτώσεις η ΑΔΑΕ αποκλίνει αδικαιολόγητα από τις ώρες που κατήγγειλε το ΚΚΕ. Στη συνέχεια η κρατική ασφάλεια ερευνά με τη σειρά της διαφορετικές ώρες από αυτές που ανέλυσε η ΑΔΑΕ! Παρόλα αυτά, η κρατική ασφάλεια αξιοποιεί τα πορίσματα της ΑΔΑΕ για να «κλείσει» την υπόθεση. Πώς γίνεται η κρατική ασφάλεια να στηρίζεται στα πορίσματα της ΑΔΑΕ, ενώ αφορούν διαφορετικά χρονικά διαστήματα από αυτά που ερεύνησε η ίδια με άρση του απορρήτου των επικοινωνιών;;
4. Πώς εξηγούνται οι παροιμιώδεις καθυστερήσεις στην έρευνα του μηνύματος ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που έλαβε η ΑΔΑΕ, με αποστολέα τον αυτοαποκαλούμενο «αυτουργό» (hliasden@sigaint) ;
Η ΑΔΑΕ ενώ έλαβε το μήνυμα στις 2-12-2016, υπέβαλε αίτημα άρσης απορρήτου σχετικά με αυτό στις 27-3-2017, δηλαδή σχεδόν 4 μήνες αργότερα.
Ακόμα και την απλή ενημέρωση με κοινοποίηση προς την Εισαγγελία και την κρατική ασφάλεια για το μήνυμα αυτό, η ΑΔΑΕ την έκανε στις 2-2-2017, δηλαδή 2 μήνες μετά τη λήψη του. Στη συνέχεια η κρατική ασφάλεια απευθύνθηκε στη Δίωξη Ηλεκτρονικού Εγκλήματος (ΔΗΕ) για το συγκεκριμένο μήνυμα και αποστολέα, στις 29-6-2017, δηλαδή σχεδόν 5 μήνες μετά την ενημέρωσή της. Επιπλέον, η κρατική ασφάλεια, ενώ έλαβε από τη ΔΗΕ, στις 13-7-2017, στοιχεία για το εν λόγω μήνυμα, που παρέπεμπαν στις ΗΠΑ, εμφάνισε αυτά τα στοιχεία για πρώτη φορά στην έκθεσή της στις 13-10-2018, ενημερώνοντας στην ουσία την Εισαγγελία πάνω από 1 χρόνο μετά.
5. Πώς τελικά η ΑΔΑΕ ολοκλήρωσε τις έρευνές της καταλήγοντας σε συμπεράσματα (και για το 2016 και για το 2017) χωρίς να έχει λάβει τα αποτελέσματα της άρσης του απορρήτου (ούτε για το πρώτο κρούσμα του 2016); Είναι καταληκτικά συμπεράσματα, με βάση τα οποία μπορεί να κλείσει καταρχήν η έρευνα, διαπιστώσεις όπως «αυτό που έγινε είναι ενδεχομένως συνδιάσκεψη» ή ότι «ενισχύεται η ένδειξη ότι έχει χρησιμοποιηθεί η τεχνική της παραποίησης προέλευσης τηλεφωνημάτων»; Πώς οδηγείται στα συμπεράσματα αυτά η ΑΔΑΕ; Αλλά και από αυτά τα «συμπεράσματα», πώς καταλήγει να πιθανολογεί ότι δεν υπάρχει μάλλον παραβίαση απορρήτου των επικοινωνιών, ενώ είναι γνωστό, ότι ακόμα και η χρησιμοποίηση της εν λόγω τεχνικής (παραποίησης προέλευσης) δεν αναιρεί την πιθανότητα παραβίασης του απορρήτου των επικοινωνιών;;
6. Γιατί ειδικά για το δεύτερο «κρούσμα» που σημειώνεται στις 4-1-2017 η ΑΔΑΕ πλέον δεν προβαίνει ούτε σε στοιχειώδη ανάλυση των πληροφοριών που εκθέτει γύρω από τον έλεγχο; Γιατί δεν γίνεται αναφορά για παράδειγμα: α) αν και τι έλεγχος πραγματοποιήθηκε στους κόμβους εισόδου των κλήσεων από το εξωτερικό, όπως βέβαια στην OTEGLOBE, παραλειπομένης κάθε αναφοράς σε παρόχους που εμπλέκονται στις διεθνείς διασυνδέσεις ή β) στο είδος των συστημάτων των παρόχων, από το οποίο άντλησε στοιχεία η ΑΔΑΕ, όπως και ειδικά αν ελέγχθηκαν πχ τα συστήματα νόμιμης συνακρόασης (LI).
7. Πώς αξιολόγησε η ΑΔΑΕ απαντήσεις και στοιχεία που έλαβε από τους παρόχους, όταν αυτά ήταν εμφανώς προβληματικά ή ακόμα και ενάντια στις νόμιμες υποχρεώσεις τους; Για παράδειγμα: Πώς εξηγείται, για το κρούσμα του 2016, ότι δεν βρέθηκαν καταγραφές σηματοδοσίας SS7 από τον ΟΤΕ; Πώς εξηγείται πάροχος το 2017 να απαντά, πως τα στοιχεία που του ζητά η ΑΔΑΕ «δεν είναι πια διαθέσιμα», ενώ έχουν περάσει μόνο δύο μήνες από τις επίμαχες κλήσεις και είναι ήδη σε εξέλιξη οι έρευνες για αδίκημα; Ή, είναι δυνατόν όταν έχει βρεθεί το αρχείο καταγραφής μίας κλήσης να λέγεται πως δεν είναι γνωστό αν αυτή έγινε με απόκρυψη ή όχι, όπως συνέβη για το κρούσμα του 2019;
8. Πώς εξηγείται η μεγάλη καθυστέρηση της κρατικής ασφάλειας να ζητήσει την άρση του απορρήτου για τις κλήσεις στο τηλεφωνικό κέντρο του ΚΚΕ το 2016; Πώς δικαιολογείται να επιχειρεί να «κλείσει» την έρευνα για το πρώτο κρούσμα μόλις στις 8-2-2017, χωρίς καν να της έχουν απαντήσει με στοιχεία – αποτελέσματα της άρσης του απορρήτου όλοι οι πάροχοι; Συγκεκριμένα, η ασφάλεια επιχείρησε να υποβάλλει αναφορά στον Εισαγγελέα χωρίς τα στοιχεία από τις εταιρείες CYTA, COSMOLINE και FORTHNET. Επίσης, χωρίς να έχει συμπεριλάβει με κανένα τρόπο στην έρευνα το νέο στοιχείο, πως η ΑΔΑΕ έλαβε μήνυμα από τον αυτοαποκαλούμενο «αυτουργό» (το οποίο της απεστάλη στις 2-2-2017 με ημερομηνία εισόδου στην ασφάλεια την 3-2-2017).
9. Πώς δικαιολογείται η κρατική ασφάλεια να αρνείται να χορηγήσει τα αποτελέσματα της άρσης του απορρήτου στην ΑΔΑΕ, μάλιστα επικαλούμενη τη «μυστικότητα της ποινικής διαδικασίας», την ώρα που η ΑΔΑΕ έχει ανακριτικές εξουσίες και διεξήγαγε αρμοδίως αντίστοιχα έρευνα για το ίδιο ποινικό αδίκημα; Πώς εξηγείται παρόλα αυτά, να στηρίζει (η Ασφάλεια) όλες ανεξαιρέτως τις εκθέσεις της στα αποτελέσματα των ερευνών της ΑΔΑΕ, ενώ δεν της έχει χορηγήσει τα αποτελέσματα της άρσης του απορρήτου;
10. Γιατί η κρατική ασφάλεια, επιπλέον των ανωτέρω, σε όλες ανεξαιρέτως τις εκθέσεις της για τα κρούσματα 2016 και 2017:
α) επικαλείται μόνο τα στοιχεία από έναν πάροχο, τον ΟΤΕ; Πώς επεξεργάστηκε συνδυασμένα όλα τα στοιχεία, αλλά και αυτά της ΑΔΑΕ, την οποία επικαλείται;
β) εστιάζει και αναλύει μόνο όσες κλήσεις φαίνεται να επαναλαμβάνονται πάνω από μία φορά; Ερεύνησε όλες τις κλήσεις τελικά;
γ) καταλήγει ότι «ύποπτες» είναι οι κλήσεις από διεθνείς διασυνδέσεις και όχι οι εγχώριες; Ποια έρευνα οδήγησε σε αυτό το συμπέρασμα;
δ) συμπεραίνει ότι ο εντοπισμός των υπαιτίων είναι «ιδιαιτέρως δυσχερής έως αδύνατος»; Ποιοι έλεγχοι την οδήγησαν στο συμπέρασμα; Πραγματοποίησε έρευνα ή στηρίχθηκε μόνο στις εκθέσεις της ΑΔΑΕ; Ωστόσο, οι εκθέσεις της ΑΔΑΕ δεν έχουν τέτοιο συμπέρασμα και βέβαια έγιναν χωρίς τα αποτελέσματα της άρσης απορρήτου, αφού δεν της τα έδωσε η ίδια η ασφάλεια..
11. Τελικά, εξετάστηκαν ποτέ συνδυασμένα τα ευρήματα των «παράλληλων» ερευνών που διεξήγαγε η ΑΔΑΕ και η κρατική ασφάλεια, ως συναρμόδιες αρχές, για το ίδιο ποινικό αδίκημα;;
12. Πώς εξηγείται στις τελικές της εκθέσεις (Οκτωβρίου 2018 και Ιανουαρίου 2019) για τα κρούσματα 2016-2017, η κρατική ασφάλεια να αναφέρει ότι η ΑΔΑΕ δεν έχει ολοκληρώσει τον έλεγχο για το 2017; Η ΑΔΑΕ είχε διαμορφώσει έκθεση από τον Αύγουστο του 2017. Η κρατική ασφάλεια αγνοούσε ή αποσιώπησε τους νεότερους ελέγχους και έκθεση της ΑΔΑΕ; Πώς δικαιολογείται η κρατική ασφάλεια να επικαλείται εκτιμήσεις της ΑΔΑΕ για το κρούσμα του 2016 (πχ για τη χρήση της τεχνικής παραποίησης προέλευσης), μεταφέροντάς τες αυτούσιες στο κρούσμα του 2017, ενώ για αυτό το κρούσμα δεν υπάρχουν τέτοιες αναφορές από την ΑΔΑΕ;
13. Πώς στοιχειοθετήθηκε η αρχική πρόταση της Εισαγγελίας Πρωτοδικών να τεθεί η υπόθεση στο αρχείο; Πώς, επί παραδείγματι, η εισαγγελέας που πρότεινε την αρχειοθέτηση, αξιολόγησε και τελικά παρέκαμψε στοιχεία, όπως την παρατήρηση της ΑΔΑΕ, στην από 4-1-2017 έκθεσή της, πως συγκεκριμένες κλήσεις «θα μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενο περαιτέρω έρευνας από τις δικαστικές αρχές»;
14. Γιατί η Εισαγγελία Πρωτοδικών κίνησε τη διαδικασία δικαστικής συνδρομής και Ευρωπαϊκών Εντολών Έρευνας (ΕΕΕ) στις αρχές του 2019, δηλαδή 3 χρόνια μετά τα κρούσματα, μετά και την παρέμβαση του ΚΚΕ για να μην αρχειοθετηθεί η υπόθεση;
15. Γιατί δεν ανταποκρίθηκε ούτε η Εισαγγελία στα αιτήματα της ΑΔΑΕ για να λάβει τα αποτελέσματα της άρσης του απορρήτου, παρά μόνο, και πάλι, πολύ αργότερα, μετά την αποτροπή της αρχειοθέτησης της υπόθεσης;
16. Γιατί, όταν απορρίφθηκε η αρχειοθέτηση και η δικογραφία εστάλη πίσω στην Εισαγγελία Πρωτοδικών για να συνεχιστεί η έρευνα, η Εισαγγελία Πρωτοδικών δεν παρήγγειλε προς την κρατική ασφάλεια αυτό ακριβώς που όριζε η Εισαγγελία Εφετών;
17. Τελικά, τα ερωτήματα δικαστικής συνδρομής ή ΕΕΕ που απέστειλε η Εισαγγελία, κάλυπταν σε περιεχόμενο τις αναγκαίες έρευνες για τις «συνακροάσεις» στο ΚΚΕ;
Έστειλε ποτέ η Εισαγγελία το αίτημα δικαστικής συνδρομής προς τις ΗΠΑ;; Ποια η πορεία του;;
18. Ποια ήταν η στάση των ελληνικών αρχών στις απαντήσεις που έλαβαν από τις αρμόδιες αρχές του εξωτερικού; Κινήθηκαν στην κατεύθυνση συνέχισης της έρευνας; Πώς ανταποκρίθηκαν ειδικά σε περιπτώσεις αιτημάτων και διευκρινίσεων που ζητούσαν οι αρμόδιες αρχές του εξωτερικού; Φαίνεται πως οι ελληνικές αρχές δεν απάντησαν ποτέ σε οποιοδήποτε ερώτημα που τους έθεσαν οι χώρες: Ηνωμένο Βασίλειο, Μάλτα, Ολλανδία και Ιρλανδία, με αποτέλεσμα να μη συνεχιστεί η έρευνα.