Κατώτατος μισθός: Ουραγός η Ελλάδα, σε πίεση οι πολίτες
Μπορεί το οικονομικό επιτελείο να μιλά για αύξηση του εισοδήματος των νοικοκυριών ωστόσο η πραγματικότητα που βιώνουν σήμερα οι πολίτες είναι διαφορετική και πολυπαραγοντική. Έτσι καλούνται από τη μια να αντιμετωπίσουν το ράλι των τιμών στα καύσιμα, τις εντεινόμενες πληθωριστικές πιέσεις που πυροδοτούν αυξήσεις σε δεκάδες βασικά είδη ενώ παράλληλα ο βασικός μισθός παραμένει εξόχως χαμηλός και η αγοραστική δύναμη είναι εξασθενημένη ενώ η ανεργία ειδικά στους νέους καλπάζει.
Τα στοιχεία της Eurostat που αφορούν τους κατώτατους μισθούς σε 21 ευρωπαϊκές χώρες καταδεικνύουν ότι ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα (υπολογίζεται σε 774 ευρώ, καθώς επιμερίζεται σε υπολογισμό 14 μισθών τον χρόνο) ήταν υψηλότερος μόνο από αυτόν που ισχύει σε χώρες της ανατολικής Ευρώπης, ενώ η απόσταση από τις χώρες της κεντρικής και δυτικής Ευρώπης είναι πλέον τεράστια, τουλάχιστον διπλάσια σε ορισμένες περιπτώσεις.
Απογοητευτικές συγκρίσεις
Στις 13 χώρες που έχουν κατώτατο μισθό μικρότερο από 1.000 ευρώ, η Ελλάδα βρίσκεται, μετά από χρόνια, πίσω από την Πορτογαλία (823 ευρώ) και τη Μάλτα (792) και πάνω μόλις από τρεις χώρες: τη Βουλγαρία, που έχει τον χαμηλότερο κατώτατο μισθό με μόλις 332 ευρώ, τη Λετονία, όπου οι αποδοχές φτάνουν τα 500 ευρώ, και τη Ρουμανία, με κατώτατες αποδοχές της τάξης των 515 ευρώ.
Αξίζει δε να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με την Eurostat, έξι χώρες της Ε.Ε. είχαν κατώτατο μισθό πάνω από 1.500 ευρώ τον μήνα: Γαλλία (1.603), Γερμανία (1.621), Βέλγιο (1.658), Ολλανδία (1.725), Ιρλανδία (1.775) και Λουξεμβούργο (2.257), ενώ δύο χώρες -η Σλοβενία (1.074) και η Ισπανία- είχαν πάνω από 1.000 ευρώ.
Από εκεί και πέρα, ο κατώτατος μισθός του Λουξεμβούργου είναι επταπλάσιος από αυτόν της Βουλγαρίας, όμως, αν υπολογιστεί η αγοραστική δύναμη, το χάσμα περιορίζεται, αλλά παραμένει πολύ μεγάλο, καθώς για τον εργαζόμενο στο Λουξεμβούργο είναι τριπλάσια από αυτήν για τον Βούλγαρο.
Στα τάρταρα η αγοραστική δύναμη
Την ίδια στιγμή τα συγκριτικά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για το ποσοστό μεταβολής των πραγματικών αποδοχών και άρα της πραγματικής αγοραστικής δύναμης των μισθωτών που αμείβονται με κατώτατες αποδοχές δεν μας επιτρέπουν να αγνοήσουμε τη μεγάλη κατάρρευση που υπέστησαν οι μισθοί από τον Φεβρουάριο του 2012 μέχρι και σήμερα. Ακριβώς μέσα σε μία δεκαετία η πραγματική αγοραστική δύναμη μειώθηκε κατά 19,4% εξαιτίας της συνολικής μείωσης των κατώτατων μισθών κατά 22% (32% για τους νέους) το 2012.
Σε αυτή την απώλεια της αγοραστικής δύναμης του κατώτατου μισθού κατά 19,4% δεν έχει υπολογιστεί ο εναρμονισμένος πληθωρισμός του Ιανουαρίου που ανήλθε στο 5,5%, αλλά με βάση τη χαμηλή αύξηση του 0,8% που έχει εγγράψει ο κρατικός προϋπολογισμός για το 2022.
Αντιμέτωποι με την ανεργία και τη φτώχεια
Την ίδια στιγμή, σε 1.171.617 άτομα ανήλθε το σύνολο των εγγεγραμμένων ανέργων τον Ιανουάριο του 2021 έναντι 1.138.791 ατόμων τον Ιανουάριο του 2020 (ποσοστιαία μεταβολή 2,88%), σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία εγγεγραμμένης ανεργίας του, κάτι το οποίο δείχνει πως η πραγματική ανεργία είναι σε πολύ υψηλό επίπεδο.
Όλα τα παραπάνω έχουν ισχυρά αρνητικό αντίκτυπο σε εκατομμύρια πολίτες, οι οποίοι ήδη αντιμετώπιζαν μεγάλα προβλήματα, πριν ξεκινήσει το σπιράλ ανατιμήσεων από τον Απρίλιο του 2021. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Έρευνας Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης των Νοικοκυριών 2020 της ΕΛ.ΣΤΑΤ., o πληθυσμός που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού ανέρχεται στο 28,9% του πληθυσμού της χώρας (3.043.869 άτομα).