Κάτω Πατήσια ιερέας: Η κατάθεση της ανήλικης και η σειρά 13 Reasons Why που την ώθησε να μιλήσει
Κάτω Πατήσια ιερέας: Συγκλονίζει η κατάθεση του έφηβου κοριτσιού. Η σειρά που τον ώθησε να μιλήσει 13 reasons why, αναμφισβήτητα θα συζητηθεί.
Η 17χρονη σήμερα κοπέλα αναφέρθηκε στις στιγμές φρίκης που έζησε με τον ιερέα και τις συνεχείς απειλές που δεχόταν. Πέρασε μάλιστα δύο φορές από το μυαλό της να αυτοκτονήσει.
Η ανήλικη σύμφωνα με την κατάθεση που έδωσε στις 9 Νοεμβρίου του 2021, παρουσία ειδικής παιδοψυχολόγου της Υποδιεύθυνσης Προστασίας Ανηλίκων, περιγράφει το μαρτύριο που έζησε. Ο διεστραμμένος ιερέας, παντρεμένος και πατέρας τριών παιδιών ασκούσε όχι μόνο σωματική αλλά και ψυχολογική βία στο κοριτσάκι.
Αυτός ο άνθρωπος δεν βίασε απλά το σώμα μου, αλλά βίασε την ψυχή μου
«Η αλήθεια είναι ότι έκλαιγα σχεδόν κάθε μέρα από το φόβο μου. Δεν ήξερα τι να κάνω. Ήθελα κάτι να κάνω αλλά φοβόμουνα πάρα πολύ. Φοβόμουνα πάρα πολύ. Ήμουν διαλυμένη. Ένιωσα ότι αυτός ο άνθρωπος δεν βίασε απλά το σώμα μου, αλλά βίασε την ψυχή μου» αναφέρει το κοριτσάκι στην κατάθεση της, στην οποία όπως επισημαίνουν οι αστυνομικοί, διέκοπτε διαρκώς γιατί ξεσπούσε σε κλάματα με αναφιλητά. Μια σπαρακτική εξομολόγηση ψυχής από ένα παιδί που βιάστηκε με τον πιο βάναυσο τρόπο και όπως καταγγέλλουν και οι δικοί της απειλήθηκε και εκβιάστηκε, φθάνοντας σε σημείο να φλερτάρει ακόμα και με την ιδέα της αυτοκαταστροφής. Μάλιστα αναφέρει ότι η σειρά 13 Reasons Why ήταν αυτή που την έκανε ψυχολογικό ράκος και παράλληλα την όπλισε με δύναμη να σπάσει τα ασφυκτικά όρια της σιωπής που η ίδια είχε θέσει από φόβο και να μιλήσει στις αρχές. «έτυχε να βλέπω μια σειρά που λέγεται 13 reasons why που έχει να κάνει με διάφορους βιασμούς με μια κοπέλα. Δεν ξέρω αν την ξέρετε. Ήταν ένα επεισόδιο που αυτή η κοπέλα τελοσπάντων που την βίασε αυτός και έκλαιγα για 2 ωρες. Δεν μπορούσα να σταματήσω να κλαίω, γιατί μου ήρθαν πράγματα στο μυαλό…».
Σταμάτησα να πηγαίνω κατηχητικό, έκλαιγα όλη μέρα
«Όταν άρχισα να πηγαίνω στο λύκειο, σταμάτησα να πηγαίνω πια στο κατηχητικό. Είπα στη μαμά μου ότι δεν θέλω να ξαναπάω στο κατηχητικό και τότε ήταν και η περίοδος που άρχισε και ο κορωνοϊός και όλα αυτά και ήμουν αρκετά στο σπίτι μου. Η αλήθεια είναι ότι έκλαιγα σχεδόν κάθε μέρα από το φόβο μου. Δεν ήξερα τι να κάνω. Ήθελα κάτι να κάνω αλλά φοβόμουνα πάρα πολύ. Φοβόμουνα πάρα πολύ. Ήμουν διαλυμένη. Ένιωσα ότι αυτός ο άνθρωπος δε βίασε απλά το σώμα μου, αλλά βίασε την ψυχή μου. (Σε αυτό το σημείο οι αστυνομικοί αναφέρουν ότι οι ανήλικη ξέσπασε σε κλάματα και αναφιλητά). «Κατά τη διάρκεια της χρονιάς ήμουνα πολύ χάλια ψυχολογικά και δεν τα πήγαινα και τόσο καλά προπαντός στα αγγλικά. Και ο κύριος έλεγε στη μαμά μου ότι «το παιδί έχει πέσει πάρα πολύ στα μαθήματα, δεν ξέρω κάτι γίνεται να της μιλήσετε μήπως κάτι την ενοχλεί. Μήπως έχει κάτι. Δεν ξέρω εδώ και λίγο καιρό περίπου ένα χρόνο δεν ξέρω τι συμβαίνει. Και τελος πάντων, συνέχεια να το λέει ο δάσκαλος μου αυτό. Και εγώ ήμουνα πολύ χάλια στην ψυχολογική μου κατάσταση. Ήμουνα ένα ράκος. Πήγαινα κάποιες φορές την κολλητή μου επειδή έκλαιγα πάρα πολύ και μου έλεγε "κάτι πρέπει να κάνεις, δεν πρέπει να το αφήσεις έτσι». Της είπα «δεν θέλω να κάνω κάτι γιατί άπλα φοβάμαι". Μου λεει "δε γίνεται όμως, βλέπεις πως είσαι;" Και της λέω "δεν ξέρω, φοβάμαι όμως. Δεν θέλω να μάθει κανείς" και μου λεει "δε γίνεται. Βλέπεις πως είσαι;» και της λέω «δεν ξέρω φοβάμαι όμως δεν θέλω να μάθει κανείς"» «Δεν θέλω να σε πιέσω για κάτι, θα πρέπει να πάρεις Το Χαμόγελο του Παιδιού».
Μετά την πράξη, τηλεφώνησε στη γυναίκα του
Όπως περιέγραψε το κορίτσι ο 37χρονος αμέσως μετά την πράξη του κάλεσε τη σύζυγο του και της είπε ότι επιστρέφει καθώς δεν μπόρεσε να βρει το παιχνίδι που του ζήτησε να αγοράσει για τον γιο του. «Σήμερα δεν ολοκληρώσαμε τα βήματα πως πρέπει, αλλά την επόμενη», λέει, «θα τα ολοκληρώσουμε». «Δε γίνεται», λέει, «το έχουμε καθυστερήσει» λέει. Και εγώ δεν μιλούσα, δεν μπορούσα, είχα μείνει άναυδη και μετά πήρε τη γυναίκα του στο τηλέφωνο και της λέει «τελικά δεν το βρήκα», λέει, «αυτό το παιχνίδι για το παιδί. Γυρνάω τώρα πίσω» λέει και «θα δούμε, αν θα ξαναπάμε καμιά φορά μαζί με τα παιδιά». Και εγώ είχα μείνει έτσι και τον κοιτούσα και μου έκανε νόημα να μη μιλήσω. Και μετά όταν φύγαμε και με άφησε κοντά στο σπίτι μου, μου λέει «να κανονίσουμε», λέει, «θα σου στείλω μήνυμα για να δούμε και πότε θα ξανάρθεις». Και μετά δεν πήγαινα στο κατηχητικό καθόλου και έτυχε, ήταν αρχές του Ιανουαρίου, που έτυχε να είναι μια γιορτή στο κατηχητικό κάτω. Δεκέμβρης ήταν νομίζω. Δεν ξέρω τι, Πρωτοχρονιά, κάποιο γλέντι, κάποιος κύριος είχε γιορτή, δεν θυμάμαι τι ήταν. Και κάπου στον Ιανουάριο, αρχές Ιανουαρίου και μετά πήγα με τα αδέρφια μου σ’ αυτή τη γιορτή, και φύγαμε νωρίς γιατί ήταν Κυριακή και την επόμενη μέρα είχα σχολείο και εγώ και τα αδέρφια μου. Και λέω στη γυναίκα του «εγώ φεύγω» λέω, «καληνύχτα». «Εντάξει» μου λέει «καληνύχτα κορίτσι μου θα τα πούμε φιλάκια». «Καλά», λέω, «Θα τα πούμε». Και φύγαμε και μετά από κανένα μισάωρο, με παίρνει τηλέφωνο ο παπάς και μου λέει «γιατί έφυγες τόσο νωρίς;».
Φοβόμουν ότι θα με σκοτώσει
«Σταμάτησα πια να πηγαίνω στο κατηχητικό… Αρχές Ιουλίου και τελοσπάντων μετά, πήγαμε διακοπές στο εξοχικό μου τον Αύγουστο, όταν γυρίσαμε εγώ είχα σκεφτεί ότι «δεν θα το πεις σε κανέναν αυτό που είχε γίνει, τελείωσε. Τελείωσε θα μείνει μέσα σου, λεω, δεν πειράζει δεν είναι κάτι. Δεν είναι κάτι σκέφτηκα δεν θα το πεις σε κανένα γιατί θα σε σκοτώσει. Τελείωσε δεν θα το πεις σε κανέναν αυτό το πράγμα. Αυτό σκεφτόμουν εγώ και μετά τον Αύγουστο, όταν γύρισα τέλη Αυγούστου, έτυχε να δω μία ταινία που είχε κάνει με το βιασμό, και μου ήρθαν όλα αυτά τα σκηνικά στο νου και άρχισα να κλαίω με λυγμούς και τότε κατάλαβα ότι κάτι έπρεπε να κάνω γι’ αυτό, ότι πρέπει να το πω σε κάποιον αυτό που μου είχε συμβεί. Και πήγα την επόμενη ημέρα στην κολλητή μου που μαστέ μαζί από τον παιδικό σταθμό,από μωρά μαζί, και της λέω «πρέπει να σου πω κάτι που έχει γίνει». Και μου λέει «πες μου τι έχει γίνει;». Είχε μείνει άναυδη και άρχισα να της λέω ότι «ξέρεις με τον παπά….», μου λέει «τι έγινε με τον παπά;», Της λέω «με βίασε» και είχε μείνει και μου λέει τι εννοείς; Εξήγησε μου. Και άρχισα να της εξηγώ τι είχε γίνει, είχε μείνει άναυδη, και μου λεει «δεν μπορώ να πιστέψω αυτά που μου λες, δεν μπορώ να πιστέψω ότι σου έχει συμβεί κάτι τέτοιο, αποκλείεται». Της λέω «ναι, έχει συμβεί αυτό». Της λέω «φοβάμαι πάρα πολύ μην με σκοτώσει». Μου λέει «δεν υπάρχει λόγος να φοβάσαι. Γιατί να φοβάσαι;». Μου λέει «πρέπει να κάνεις κάτι. Κάτι πρέπει να κάνεις. Να πας στην αστυνομία». Λέω «όχι φοβάμαι δεν θέλω να πάω στην αστυνομία, φοβάμαι πάρα πολύ μη μου κάνει κάτι». Μου λέει «δεν το χεις πει στην θεία σου;» της λέω όχι «φοβάμαι να το πω στη θεία μου». « Γιατί δεν το λες τη θεία σου;» μου λέει και της λέω «δεν θέλω να το πω στη θεία μου».
Ένιωθα μόνη μου, η κολλητή μου με βοήθησε
«Ένιωθα ότι είμαι μόνη μου σε αυτό και ότι δεν θα γίνει κάτι με αυτό». Όμως όταν μίλησε στην φίλη της κατάλαβε ότι υπήρχαν άνθρωποι στο πλευρό της πρόθυμοι να τη βοηθήσουν να σταθεί στα πόδια της «Μου είπαν να ξέρεις ότι είμαστε δίπλα σου. Και τότε ήρθε και η μητέρα της φίλης μου και πήγαμε στο Χαμόγελο του Παιδιού. «Να ξέρεις» λέει «ότι έχουμε πάρει και έχουμε μιλήσει και θέλουν να σε βοηθήσουν». Και μίλησα λιγο με μια κυρία, της εξήγησα τι είχε συμβεί. Και η κολλητή μου βγήκε έξω γιατί έκλαιγε πάρα πολύ, και αυτή δεν μπορούσε να τα ακούει αυτά πάλι και μου είπε αυτή η κυρία ότι «πρέπει να το πεις στην μητέρα σου. Δε γίνεται άλλο, Πρέπει να κάνεις κάτι γι’αυτό». Και της είπα «φοβάμαι πάρα πολύ γι’ αυτό». Και μου είπε «θα σε βοηθήσουν πάρα πολλοί άνθρωποι εκεί είναι ειδικοί και ξέρουν τι πρέπει να κάνουν, πως να σε βοηθήσουν, πως να σε κάνουν να γίνει όσο πιο γρήγορα γίνεται αυτή διαδικασία». Της είπα ότι θα το σκεφτώ και μου είπε και η μητέρα της κολλητής μου, «αν θες μια μέρα να έρθετε εδώ πέρα όλοι μαζί να τις μιλήσουμε, να σε βοηθήσω και εγώ». Και της είπα «καλά θα δούμε». Και μετά πέρασαν λίγες ημέρες, και είπα στην θεία μου «το πήρα απόφαση πάμε τώρα». Μου λέει «είσαι σίγουρη;». Και της λέω «ναι δεν μπορώ άλλο». Σε αυτό το σημείο, οι αστυνομικοί αναφέρουν το ότι το παιδί ξέσπασε σε κλάματα.
Ήμουν πολύ φοβισμένη
Όπως λέει η μικρή δεν μιλούσε γιατί «ήμουν πάρα πολύ φοβισμένη. Γιατί δεν είχα βρει τόσο καιρό τη δύναμη να το κάνω αυτό, δηλαδή να έρθω και νόμιζα πως ήμουν καταδικασμένη σε αυτό το πράγμα και ότι αυτό θα με κυνηγάει για όλη μου τη ζωή, αλλά είπα ότι το σκέφτηκα και εγώ ότι δεν μπορούσα άλλο, όλο αυτό τον πόνο, όλο αυτό τον φόβο και έτσι ήρθαμε και ήρθα να το καταγγείλω. Και μετά το είπα και στην μητέρα μου και έχω αρχίσει να νιώθω πάρα πολύ δυνατή και να δίνω δύναμη στον εαυτό μου για να καταφέρω να τιμωρήσω, όχι να τιμωρήσω δεν είναι ωραία έκφραση αυτό που λέω, να πάθει σε εισαγωγικά αυτός ο άνθρωπος αυτό που πρέπει γιατί με βίασε. Με βίασε, με βίασε ενώ δεν το ήθελα. Δεν το ήθελα αυτό το πράγμα.»
(Σε αυτό το σημείο αναφέρεται στην δικογραφία ότι οι ανήλικη ξεσπάει σε κλάματα και αναφιλητά) «Δεν το ήθελα. Και θέλω απλά να πληρώσει για τις πράξεις του γιατί και οι φίλες μου φοβούνται και η θεία μου δεν μπορεί να με βλέπει έτσι και μου λέει ότι πρέπει να μπει φυλακή αυτός ο άνθρωπος γι’ αυτό που σου έκανε. Δεν είναι σωστό αυτό που σου έκανε. Σε αυτό το σημείο αναφέρεται ότι η μικρή ξεσπάει και πάλι σε κλάματα. Και δεν μπορώ άλλο να τον βλέπω. Τον βλέπω σε καθημερινή βάση, μπορεί να περνάει γυναίκα του με τα παιδιά του και δεν μπορώ να τον βλέπω. Κάθε φορά είναι σαν να ζω τα ίδια πράγματα και πραγματικά ξέρω ότι αυτό δεν θα γίνει από τη μία μέρα στην άλλη, να γίνω καλά, Αλλά δεν μπορώ άλλο να τον βλέπω, να είναι ελεύθερος έξω λες και δεν έχει συμβεί τίποτα. Μου έχει κάνει τόσο μεγάλο κακό, τόσο μεγάλο κακό, που δε νομίζω να έχει καταλάβει τι κακό μου έχει προκαλέσει. Βίασε εμένα, βίασε το κορμί μου, βίασε την ψυχή μου, μου κατέστρεψε τη ζωή. Σε αυτό το σημείο οι αστυνομικοί αναφέρουν το παιδί ξεσπάει και πάλι σε κλάματα.
Να διαγράφεις τις συνομιλίες
Σε ό,τι έχει να κάνει με το κομμάτι των φωτογραφιών η μικρή αναφέρει χαρακτηριστικά: «με πίεζε και μου έλεγε «έλα γιατί δεν θέλεις» και το ένα, και το άλλο, λέω «όχι δεν θέλω», λέω «δεν θέλω σε καμία περίπτωση». «Έλα μου» λέει «κάντο για μένα, αφού ξέρω πόσο πολύ το θέλεις». Και λέω «δεν θέλω, να στείλω κάτι τέτοιο, δεν στέλνω ποτέ φωτογραφίες», λέω, «σε αγνώστους και ούτε στα social media ποτέ». «Έλα», μου λέει, «θα σου στείλω και γω το δικό μου (σ.σ αναφέρεται με χυδαιο τροπο στα γεννητικα του όργανα), Και τότε πιστεύω ότι θα αλλάξεις γνώμη». Και μου έστειλε το γεννητικό του μόριο, και μου λέει, «κοίτα πως είμαι τώρα», και είχα τρομάξει και πέταξα το κινητό μου. Και μου έλεγε «γιατί δεν απαντάς;». Και λέω «τι να πω»; Μου λέει «δεν σ’ άρεσε, δεν σε ….;». Λέω «όχι», μου λέει «κοίτα, κάθε φορά που θα μιλάμε θα διαγράφεις τα μηνύματα για να μην δει κανένας τίποτα, να μη δει η σύζυγός μου τίποτα». Και λέω «εντάξει».
Είσαι πεισματάρα...
Και ενώ το παιδί του έχει ξεκαθαρίσει πως δεν θέλει να του στείλει φωτογραφίες, ο ρασοφόρος επιμένει. Και μου λέει «τώρα δεν θα μου στείλεις εσύ φωτογραφία;», λέω «όχι. Δεν θέλω να στείλω φωτογραφία». «Έλα» μου λέει «γιατί είσαι τόσο πεισματάρα είσαι από τις πιο πεισματάρες που μου έχουν τύχει. Γιατί είσαι τόσο πεισματάρα; στείλε μου αυτή τη φωτογραφία» λέει, «δεν θα γίνει τίποτα, μια φώτο είναι. Έτσι κι αλλιώς» λέει, «είναι φυσικό πράγμα αυτό, δεν πρέπει να φοβάσαι». Και τέλος πάντων, του έστειλα μια φωτογραφία, γιατί με έπαιρνε πολλά τηλέφωνα, και ήταν νύχτα, και μόλις είχε έρθει ο μπαμπάς μου απ’ο τη δουλειά του.
Και μου λέει «γιατί δεν κοιμάσαι;» Και λέω «ναι τώρα θα πάω» και προσπαθούσα να την αποφύγω. Και μου λεει «δε θα μου στείλεις φωτό; Δεν θα σταματήσω», λέει, «να σε παίρνω τηλέφωνο αν δε μου στείλεις φωτό». Και αναγκάστηκα να του στείλω μια φωτογραφία και μου λέει «μπράβο έτσι σε θέλω».
Οι απειλές
Η ανήλικη αναφέρεται και στις απειλές του ρασοφόρου. «Του λέω «καληνύχτα, φεύγω». Και μου λέει, «μην ξεχάσεις να διαγράψεις την συνομιλία μας, μην την δει κανένας». «Και έχουμε», λέει, «έχεις κακά ξεμπερδέματα», λέει, «κρίμα θα είναι». Και λέω «ναι, ναι» λέω, «μην ανησυχείς, θα τα διαγράψω όλα, δεν πρόκειται να δει κανένας τίποτα». Μου λέει «πρέπει να έρθεις πάλι για εξομολόγηση, γιατί έχεις πολύ καιρό να έρθεις», λέει, «με αποφεύγεις», λέει, «και δεν ξέρω γιατί». Λέω «ναι, δεν ξέρω αν θα προλάβω γιατί έχω πολλές υποχρεώσεις». «Έλα μου λέει,, Σίγουρα θα μπορείς να βρεις, μου λέει, 1 ώρα να έρθεις. να σε (σ.σ χρησιμοποιει χυδαια λεξη)». Και μου φαινότανε, δεν μπορούσα να το χειριστώ αυτό που συνέβαινε, και μου φαινότανε, πολύ, πολύ εξωπραγματικό, δεν πιστεύω ότι είναι φυσιολογικό αυτό που συμβαίνει, απ’τη στιγμή που του έλεγα ότι δεν θέλω γιατί, γιατί το έκανε αυτό;».
Τον Μάρτιο νομίζω, γιατί προσπαθούσα να αποφύγω πάρα πολύ και να μην έρχομαι σε επαφή μαζί του, γιατί δεν ήθελα να ξανά συμβεί κάτι τέτοιο, ήταν κάπου στο Μάρτιο, αν θυμάμαι καλά, τέλη Φεβρουαρίου, αρχές Μαρτίου και μου λέει «θα κανονίσω λέει, μία ώρα κενή για να έρθεις να εξομολογηθείς, γιατί έχεις πάρα πολύ καιρό να εξομολογηθείς. Και λέω «καλά εντάξει θα έρθω, και μου λεει «δε νομίζω να μην έρθεις».
13 Reasons Why
H σειρά 13 Reasons Why ήταν αυτή που την έκανε ψυχολογικό ράκος «Το καλοκαίρι, ήταν Ιούλιος 21, δηλαδή το καλοκαίρι που μας πέρασε, η θεία μου είχε πάει διακοπές και επειδή γιαγιά μου δεν μπορούσε να πάει, είναι αρκετά μεγάλη και την πονάνε τα πόδια της, έκατσα σπίτι και είπα ότι θα καθόμουν και εγώ στο σπίτι της θείας μου μαζί με τη γιαγιά μου, είχαν πάει όλες οι φίλες μου διακοπές και ήμουν μόνη μου. Οπότε ήμουν κάθε μέρα για 15 μέρες μέσα. Το πολύ πολύ να πήγαινα μέχρι το σπίτι μου να πάρω φαΐ και να ξανάρθω, και έτυχε να βλέπω μια σειρά που λέγεται 13reasons why που έχει να κάνει με διάφορους βιασμούς με μια κοπέλα. Δεν ξέρω αν την ξέρετε. Ήταν ένα επεισόδιο που αυτή η κοπέλα τελοσπάντων που την βίασε αυτός και έκλαιγα για 2 ώρες. Δεν μπορούσα να σταματήσω να κλαίω, γιατί μου ήρθαν πράγματα στο μυαλό. Σκέφτηκα εγώ στον εαυτό μου και πήρα μια φίλη μου που είμαστε πολύ φίλες με αυτή, που και αυτή είχε προβλήματα στο σπίτι της. Και την πήρα τηλέφωνο και έκλαιγα με λυγμούς. Και μου λέει «τι έπαθες δεν σε έχω ξανακούσει έτσι». Και της λέω «δεν μπορώ άλλο, θέλω να τελειώσει όλο αυτό». Μου λέει «τι «έχει γίνει;» Είχε πάθει σοκ, δε με είχε ξανακούσει ποτέ να κλαίω τόσο πολύ και της λέω «δεν αντέχω άλλο δεν ξέρω τι θα κάνω δεν μπορώ άλλο αυτό τον πόνο». Μου λέει «τι έχει συμβεί; Με τρομάζεις». «Δεν ξέρω, τι θα κάνω, δεν μπορώ άλλο να αντέξω αυτό το πράγμα. Δεν αντέχω άλλο. Θέλω να τελειώσει όλο αυτό. Λέω δεν μπορώ να ζήσω άλλο με αυτό». Μου λέει «τι έχει γίνει;» Και έκλαιγα…Μιλούσαμε για ένα τέταρτο και απλά έκλαιγα με λυγμούς. Δεν μπορούσα να σταματήσω να κλαίω. Και της κάνω «πρέπει να σου πω κάτι, που έχει γίνει εδώ και ένα χρόνο, αλλά δεν ξέρω πως να στο πω, γιατί φοβάμαι». Και μου είχε θυμώσει γιατί νόμιζα πως ήταν κάτι που είχε να κάνει με κάποιο αγόρι, με κάποια φίλη μου και νόμιζα πως δεν της λέω πράγματα. Ότι της έκρυβα κάτι. Και προφανώς δεν θα πήγαινε εκεί πέρα το μυαλό της».
Σκέφτηκα να αυτοκτονήσω...
Οι δραματικές εξομολογήσεις στη φίλη της, έγιναν το καλοκαίρι… «Και ήταν Αύγουστος, αρχές Αυγούστου και πήγα στο εξοχικό μας στη Λούτσα. Και την πήρα τελοσπάντων ένα βράδυ τηλέφωνο και της κάνω «θέλω να σου πω κάτι που έχει συμβεί εδώ και ένα χρόνο», και τέλος πάντων της είπα τι είχε γίνει. Άρχισε να κλαίει κι αυτή με λυγμούς. Και μου λέει «πως μπορέσες να αντέξεις όλο αυτό το χρόνο με αυτό το πράγμα»; Της λέω «δεν ξέρω πώς άντεξα». Της λέω «δεν ξέρω πραγματικά πώς άντεξα». Αφού της είπα, ότι είχα σκεφτεί, δυο φορές να αυτοκτονήσω σε εισαγωγικά. Της λέω, «όχι να αυτοκτονήσω ακριβώς» της λέω, «δεν μπορούσα άλλο. Ήθελα να τελειώνω. Δεν μπορούσα να νιώθω άλλο αυτό τον πόνο, όλο αυτό που μου έχει προκαλέσει αυτός ο άνθρωπος». Και μου λέει «θα μιλήσω οπωσδήποτε στη μαμά μου μου λέει, αν θες, θέλεις να μιλήσω στη μαμά μου;» Με ρώτησε πρώτα και της λέω «ναι να μιλήσεις στην μητέρα σου…».