Το παράξενο με τα σκουλήκια στο Τσέρνομπιλ: Μια αισιόδοξη ανακάλυψη
Τσέρνομπιλ. Εδώ και δεκαετίες αποτελεί «σημείο μηδέν». Εκεί που ο χρόνος σταμάτησε στις 26 Απριλίου 1986, όταν μια σειρά από διαδοχικές εκρήξεις στον αντιδραστήρα Νο. 4 του πυρηνικού σταθμού στη Βόρεια Ουκρανία (τότε κομμάτι της ΕΣΣΔ), σκόρπισε τον τρόμο και το θάνατο, απελευθερώνοντας τεράστιες ποσότητες ραδιενέργειας στην περιοχή αλλά και σε όλο τον κόσμο.
Τα αποτελέσματα σε όσους βρέθηκαν εκεί για να «καθαρίσουν», μήνες μετά, ήταν δυσάρεστα και σε αρκετές περιπτώσεις θανητηφόρα, ενώ υπολογίζεται ότι το «αποτύπωμα» που άφησε το πυρηνικό ατύχημα, έχει επηρεάσει πολλές γενιές, ιδίως στην ευρύτερη περιοχή.
Μετά την έκρηξη τον Απρίλιο του 1986, ο πυρηνικός σταθμός παραγωγής ενέργειας του Τσέρνομπιλ, η κωμόπολη Πρίπιατ και η γύρω περιοχή χαρακτηρίστηκαν ως το πιο ραδιενεργό κομμάτι στη Γη. Οι άνθρωποι υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους και ακόμα -περίπου 40 χρόνια μετά- η περιοχή εξακολουθεί να είναι περιορισμένης επισκεψιμότητας, σχεδόν απαγορευμένη.
Ωστόσο, φυτά και ζώα συνεχίζουν να «κατοικούν» εκεί δίχως την ανθρώπινη παρουσία. Στο πλαίσιο αυτό, η περιοχή γίνεται συχνά αντικείμενο επιστημονικών ερευνών για το πώς συμπεριφέρονται απέναντι στη ραδιενέργεια οι διαφορετικές μορφές ζωής. Η ακτινοβολία- όπως προκύπτει από έρευνες- έχει προκαλέσει γενετικές μεταλλάξεις, με αποτέλεσμα να έχουν εμφανιστεί ακόμα και νέα ζωικά είδη.
Τα σκουλήκια
Έρευνα διενεργήθηκε πρόσφατα από επιστήμονες που εξέτασαν σκουλήκια, τα οποία ζουν στη ζώνη αποκλεισμού του Τσέρνομπιλ, για να δουν τι είδους γενετικές μεταλλάξεις προκλήθηκαν από τα επικίνδυνα υψηλά επίπεδα ραδιενέργειας και ακτινοβολίας.
Αυτό που ανακάλυψαν οι ερευνητές, μετά την μελέτη και ανάλυση των σκουληκιών που ζουν στο χώμα της ευρύτερης περιοχής του Τσέρνομπιλ, ήταν κάτι που περιέγραψαν ως «υπερδύναμη»!
Συγκεκριμένα, ομάδα βιολόγων από το Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης πραγματοποίησε έρευνα για να αποκτήσει μια πιο εμπεριστατωμένη άποψη για τις επιπτώσεις της ακτινοβολίας στα είδη που ακόμα ζουν στην περιοχή.
«Το Τσέρνομπιλ ήταν μια ασύλληπτη τραγωδία, όμως ακόμα δεν έχουμε κατανοήσει πλήρως και επαρκώς τις επιπτώσεις της καταστροφής στους τοπικούς πληθυσμούς», δήλωσε η Σοφία Τιντόρι στο NYU, επικεφαλής της έρευνας στην περιοχή. «Η ξαφνική περιβαλλοντική αλλαγή κατέδειξε είδη, ή ακόμα και άτομα μέσα στο ίδιο είδος, που εκδήλωσαν μεγαλύτερη ανθεκτικότητα στην ιονίζουσα ακτινοβολία», πρόσθεσε.
Για τη διεξαγωγή της έρευνας, η ομάδα συνέλεξε εκατοντάδες νηματώδεις σκώληκες από διάφορους τόπους στη ζώνη γύρω από το Τσέρνομπιλ, συμπεριλαμβανομένων των πεσμένων φύλλων, του εδάφους και των σάπιων καρπών. Λόγω των επικίνδυνων επιπέδων ακτινοβολίας για τον άνθρωπο, τα μέλη της ομάδας έπρεπε να φορούν ειδικές στολές για να τους προστατεύουν από τη ραδιενεργή σκόνη.
Οι νηματώδεις σκώληκες είναι τύπος σκουληκιών και πρόκειται για συνομοταξία με εξαιρετικά μεγάλη ποικιλία ως προς τα περιβάλλοντα στα οποία μπορεί να προσαρμοστεί.
Στο παρελθόν, οι ερευνητές έχουν εντοπίσει νηματώδεις σκώληκες να «ξυπνούν» έπειτα από κατάψυξη χιλιάδων χρόνων. Ωστόσο, αυτό που τα κάνει τα συγκεκριμένα σκουλήκια ιδανικά για αυτή τη μελέτη είναι ότι ζουν σύντομη ζωή, επομένως η απόκρισή τους στις τοξίνες, οι ικανότητες επιδιόρθωσης του DNA τους και η βιολογική τους ανάπτυξη θα μπορούσαν- όλα- να αναλυθούν σε αυτό το σύνολο δειγμάτων.
«Αυτά τα σκουλήκια ζουν παντού, μια σύντομη ζωή, έτσι περνούν από δεκάδες γενιές εξέλιξης ενώ στον ίδιο χρόνο ένα τυπικό σπονδυλωτό μόλις έχει αρχίσει να ανασαίνει», δήλωσε ο Μάθιου Ρόκμαν, καθηγητής βιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης και ανώτερος συντάκτης της μελέτης. «Μπορούμε να συντηρήσουμε τα σκουλήκια στην κατάψυξη και μετά να τα αποψύξουμε για να τα μελετήσουμε αργότερα», εξήγησε. «Αυτό σημαίνει ότι μπορούμε να σταματήσουμε την εξέλιξή τους, κάτι αδύνατο με τα περισσότερα άλλα μοντέλα ζώων, γεγονός που είναι πολύτιμο όταν θέλουμε να συγκρίνουμε οργανισμούς που έχουν βιώσει διαφορετικές εξελικτικές ιστορίες», σημείωσε ο Ρόκμαν.
Σκουλήκια με «υπερδύναμη»
Το δείγμα των νηματωδών από την απαγορευμένη περιοχή του Τσέρνομπιλ συγκρίθηκε με άλλα δείγματα που ελήφθησαν από διάφορα μέρη σε όλο τον κόσμο, συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ, της Αυστραλίας, των Φιλιππίνων, της Γερμανίας και του Μαυρίκιου. Όπως ήταν αναμενόμενο, η γενετική τους απόσταση από τα άλλα νηματώδη απέδειξε ότι είχαν μεγάλες διαφορές από τους μακρινούς (γεωγραφικά) ομολόγους τους. Εκείνο όμως που προκάλεσε έκπληξη ήταν ότι δεν υπήρχαν σαφή σημάδια βλάβης του DNA τους από την ακτινοβολία. Η «υπερδύναμή» τους ήταν ότι είχαν αναπτύξει ανοσία στην θανατηφόρο ακτινοβολία!
Από τη μελέτη διαπιστώθηκε επίσης ότι δεν υπήρχε συσχέτιση μεταξύ του ρυθμού μετάλλαξης των σκουληκιών και της ισχύος της ακτινοβολίας από το συγκεκριμένο περιβάλλον από το οποίο συλλέχθηκαν. Με άλλα λόγια, δείγματα που ελήφθησαν πιο κοντά στο κέντρο του πυρηνικού δυστυχήματος δεν παρουσίασαν υψηλότερα ποσοστά μετάλλαξης από αυτά που συλλέχθηκαν από τα περίχωρα της «απαγορευμένης» ζώνης.
Επιπλέον, η ανάλυση των απογόνων των στελεχών των σκουληκιών απέδειξε ότι δεν υπήρχε καμία συσχέτιση με την ακτινοβολία του περιβάλλοντος στην οποία εκτέθηκαν οι πρόγονοί τους. Βέβαια, αν και αυτά τα νέα ευρήματα είναι αξιοσημείωτα, δεν σημαίνουν ότι η περιοχή του Τσέρνομπιλ είναι ένα ασφαλές και φιλόξενο μέρος.
Τα πιθανά οφέλη για τον άνθρωπο
Στην πραγματικότητα, η περιοχή δεν θα είναι ασφαλής για ανθρώπινη κατοίκηση για χιλιάδες χρόνια. Αντίθετα, η έρευνα δείχνει ότι τα σκουλήκια ήταν σε θέση να αναπτύξουν κάποιου είδους ανθεκτικότητα στις συνθήκες στις οποίες διαβιούσαν. Αυτό θα μπορούσε να βοηθήσει στη μελλοντική έρευνα για τους μηχανισμούς επιδιόρθωσης του DNA, οι οποίοι θα μπορούσαν ενδεχομένως να προσαρμοστούν για χρήση στην ανθρώπινη ιατρική.
Μελετώντας τους νηματώδεις σκώληκες, οι επιστήμονες ελπίζουν ότι τα ευρήματά τους θα μπορούσαν να βοηθήσουν άλλους ερευνητές να προσδιορίσουν γιατί ορισμένοι άνθρωποι είναι πιο ευαίσθητοι σε καρκίνους από άλλους.