Καρράς: «Λύγισε» η σύζυγός του στην παρουσίαση της αυτοβιογραφίας του όταν άκουσε το μήνυμά του
«Ήθελε να τον θυμόμαστε όλοι έτσι: χαμογελαστό, περήφανο και θαρραλέο» αναφέρει ο συγγραφέας στον πρόλογο του βιβλίου.
Χθες το βράδυ ( 21 Οκτωβρίου ) στη Θεσσαλονίκη, παρουσιάστηκε η αυτοβιογραφία του Βασίλη Καρρά με τίτλο «Καλησπέρα και καλή βραδιά» του συγγραφέα Θάνου Κανούση και όπως ήταν αναμενόμενο το κλίμα ήταν ιδιαίτερα φορτισμένο για όσους βρέθηκαν εκεί.
Κατά την διάρκεια της βραδιάς ο συγγραφέας διάβασε τα τελευταία λόγια του αείμνηστου τραγουδιστή που απευθύνονταν στην σύζυγό του Χριστίνα και εκείνη φάνηκε να «λυγίζει» ακούγοντάς τα.
Σύμφωνα με το ρεπορτάζ της εκπομπής «Το Πρωινό», η Χριστίνα Καρρά αποχώρησε ξαφνικά από την αίθουσα όταν προς το τέλος της βραδιάς προβλήθηκαν μεταξύ άλλων και αποσπάσματα από συναυλίες του Βασίλη Καρρά.
Ο πρόλογος του συγγραφέα στο βιβλίο «Καλησπέρα και καλή βραδιά»
Ήταν περήφανος για την ποντιακή καταγωγή του, την οικογενειακή του περιπέτεια και για τον θρίαμβο της προσωπικής του καριέρας, μιας καριέρας που δεν περιγράφεται με λόγια.
«Έχω ζήσει δέκα ζωές», μου έλεγε πάντα, «και η αγάπη που έχω πάρει δεν μπορεί να συγκριθεί με κανένα χρυσάφι του κόσμου!»
Και λίγο πριν τελειώσουμε τούτο το βιβλίο, ήρθαν τα κακά μαντάτα για την υγεία του. Τον είδα μετά τις επεμβάσεις αρκετά αδυνατισμένο, αλλά αποφασισμένο για ζωή και χαρούμενο που όλα είχαν πάει καλά.
Το πρώτο πράγμα που μου είπε ήταν: «Θάνο, πρέπει να μιλήσουμε στο βιβλίο για τον καρκίνο και την περιπέτεια της υγείας μου. Ο κόσμος πρέπει να ξέρει τα πάντα για μένα και πρέπει πάνω απ’ όλα να μάθει να παλεύει για τα πάντα, ακόμα και για τον καρκίνο». Αυτό είναι το μεγαλείο του ανθρώπου Καρρά. Τίποτα κρυφό από τον κόσμο που τον αγάπησε και τον αποθέωσε, ως σπουδαίο λαϊκό τραγουδιστή!
Η τελευταία φορά που τον συνάντησα ήταν τη Δευτέρα 18 Δεκεμβρίου του 2023, μια μέρα πριν μπει πάλι στην εντατική. Πήγα στο σπίτι του. Με έβαλε να του διαβάσω τη βιογραφία του μπροστά στη γυναίκα του, τον Στράτο και τον ξάδελφό του, τον Γιώργο.
Έβλεπα στα μάτια του, καθώς του διάβαζα το βιβλίο, μια μεγάλη ικανοποίηση από αυτά που άκουγε για πολλοστή φορά. Ρούφαγε κάθε λέξη και κάθε εικόνα με θρησκευτική κατάνυξη. Ήξερα όμως, πως πόναγε πολύ αλλά δεν ήθελε με τίποτα να φανεί ο πόνος του. Πολλές φορές απέφευγα να τον κοιτώ στα μάτια. Είχε μια απόκοσμη, πέρα από το ανθρώπινο, όψη, γεμάτη αγάπη και καλοσύνη. Ήθελε να τον θυμόμαστε όλοι έτσι: χαμογελαστό, περήφανο και θαρραλέο.
Φεύγοντας, με φώναξε κοντά του και μου είπε: «Θανούλη, θέλω να με αγαπάς και να με σκέφτεσαι».