Κάρολος Ντίκενς - Μία τραγική ιστορία: Πώς ένα δυστύχημα με τρένο τον σημάδεψε
Σαν σήμερα, 9 Ιουνίου, ο διάσημος συγγραφέας βρέθηκε σε σιδηροδρομικό δυστύχημα - Ακριβώς 5 χρόνια μετά πέθανε ακόμα «κλονισμένος»
Μία από τις πιο εμβληματικές προσωπικότητες στην παγκόσμια λογοτεχνία είναι ο Κάρολος Ντίκενς. Αν και πολλά από τα βιβλία του είναι διάσημα και παραμένουν ανεξίτηλα στον χρόνο, μία ιστορία που τον συνοδεύει και έχει να κάνει με τον θάνατό του, δεν είναι ιδιαίτερα γνωστή στο ευρύ κοινό.
Σαν σήμερα, 9 Ιουνίου του 1865, στις 15:13 το μεσημέρι, καθώς το τρένο από το Φόλκστον με κατεύθυνση το Λονδίνο διέσχιζε μία οδογέφυρα πάνω από τον ποταμό Μπελτ, κοντά στο Στέιπλχερστ, εκτροχιάστηκε, σκοτώνοντας δέκα επιβάτες και τραυματίζοντας σαράντα. Στο τρένο ήταν επιβάτης και ο διάσημος συγγραφέας Κάρολος Ντίκενς, που ταξίδευε μαζί με την ερωμένη του Έλεν Τέρναν καθώς και τη μητέρα της, σε ένα από τα βαγόνια της πρώτης θέσης.
Οι ράγες της οδογέφυρας βρίσκονταν υπό επισκευή και οι εργάτες είχαν αφαιρέσει δύο κομμάτια τους, θεωρώντας πως το τρένο δεν θα περνούσε για ακόμα δύο ώρες. Το τρένο εκτροχιάστηκε και επτά βαγόνια βρέθηκαν στη λασπερή κοίτη του ποταμού.
Το βαγόνι με την παρέα του Ντίκενς κατέληξε να κρέμεται επικίνδυνα από τις ράγες, υπό γωνία. Ο Ντίκενς κατάφερε να διαφύγει μαζί με την Έλεν και τη μητέρα της, Φράνσες, όμως αποφάσισε να επιστρέψει για να αρπάξει το φλασκί του με το μπράντι και το ημίψηλο καπέλο του. Έπειτα κατέβηκε τρέχοντας την όχθη, ως τα συντρίμμια κάτω από τη γέφυρα.
Οι συγκινητικές προσπάθειες του Ντίκενς να βοηθήσει τα θύματα
Ο Ντίκενς γέμισε το καπέλο του με νερό από το ποτάμι και, όπως περιέγραψε ένας μάρτυρας, «άρχισε να τρέχει κουβαλώντας το παντού κι επιχειρώντας να συνεφέρει κάθε δύστυχο πλάσμα που συναντούσε και είχε υποστεί κάποιο σοβαρό τραυματισμό». Ανέσυρε έναν νεαρό άνδρα από τα συντρίμμια, έδωσε μπράντι σε έναν ετοιμοθάνατο και παρηγορούσε μία θανάσιμα τραυματισμένη γυναίκα μέχρι να αφήσει την τελευταία της πνοή.
Φαντάζει αδιανόητο, όμως πριν φύγει από τον τόπο του δυστυχήματος, ο Ντίκενς επέστρεψε στο επικίνδυνα κρεμασμένο βαγόνι. Είχε αφήσει μέσα το πανωφόρι του και μέσα στην τσέπη του είχε το χειρόγραφο του πιο πρόσφατου βιβλίου του «Ο κοινός μας φίλος».
Κατά την επιστροφή του στο Λονδίνο, η εμπειρία του δυστυχήματος αποδείχθηκε τόσο τραυματική ώστε έχασε τη φωνή του, ενώ υπέφερε από «αδιαθεσία και τάσεις λιποθυμίας». Ο γιος του πίστευε πως δεν συνήλθε ποτέ από τον συναισθηματικό αντίκτυπο του δυστυχήματος, με αποτέλεσμα να παραμείνει «ιδιαίτερα κλονισμένος» μέχρι το τέλος της ζωής του, σαν σήμερα το 1870, ακριβώς πέντε χρόνια μετά τη συμφορά στο Στέιπλχερστ.