Καμπανάκι Μαγιορκίνη για τον κοκκύτη: «Δραματική αύξηση των κρουσμάτων σε βρέφη και παιδιά»
Ο καθηγητής υγιεινής και επιδημιολογίας του ΕΚΠΑ μίλησε για αύξηση 4.000% στα κρούσματα και τόνισε τη σημασία του εμβολιασμού ενάντια στον κοκκύτη.
Δραματική είναι η αύξηση των κρουσμάτων κοκκύτη στη χώρα μας το τελευταίο διάστημα με τον ΕΟΔΥ να κρούει τον κώδωνα του κινδύνου και να τονίζει τη σημασία του έγκαιρου εμβολιασμού σε βρέφη και παιδιά, προκειμένου να αποφευχθούν σοβαρές επιπλοκές της νόσου, καθώς ήδη έχουν καταμετρηθεί δύο θάνατοι βρεφών.
Μιλώντας στην εκπομπή «Action Τώρα» του Action 24, ο Γκίκας Μαγιορκίνης έκανε λόγο για τεράστια αύξηση του αριθμού των κρουσμάτων: «Όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά σε παγκόσμιο επίπεδο, έχουμε μια δραματική αύξηση. Είναι πάνω από 4.000%. Φέτος, έχουμε περίπου όσα κρούσματα είχαμε την τελευταία 20ετία. Είναι μεγάλος ο αριθμός».
Για τους λόγους που έχουν οδηγήσει σε αυτή την τεράστια αύξηση των κρουσμάτων, ο καθηγητής υγιεινής και επιδημιολογίας του ΕΚΠΑ ανέφερε: «Μπορεί να γίνεται καλύτερη διάγνωση των περιστατικών που τα προηγούμενα χρόνια διέφευγαν. Αλλά κυρίως φαίνεται ότι υπάρχουν εμβολιαστικά κενά. Το εμβόλιο του κοκκύτη γίνεται μαζί με της διφθερίτιδας και του τετάνου. Είναι από αυτά τα εμβόλια που ξεκινούν σε μικρή ηλικία. Για την ακρίβεια, τα παιδιά ξεκινούν σε ηλικία δύο μηνών. Μετά κάνουν το εμβόλιο 4 μηνών, 6 μηνών, 15-18 μηνών. Μετά 4-6 ετών. Γίνεται επίσης στην ηλικία των 18 ετών και στη συνέχεια πρέπει να γίνεται ανά δεκαετία».
Ο Γκίκας Μαγιορκίνης ανέλυσε τα συμπτώματα της νόσου, η οποία μπορεί να διαγνωστεί μόνο με ειδική εξέταση: «Ο μόνος τρόπος να γίνει διάγνωση σε βρεφάκια είναι από ειδικό παιδίατρο. Ο κοκκύτης ξεκινά σαν ένα απλό κρυολόγημα και μετά από μία εβδομάδα αρχίζει και εγκαθίσταται ένας βήχας, ο οποίος είναι παροξυσμικός. Δηλαδή ξεκινάει κάποιος να βήχει και δεν σταματά για αρκετή ώρα. Δεν μπορεί να αναπνεύσει και μπορεί να αισθανθεί πολύ μεγάλη δυσφορία».
Με τη διάγνωση, «εντός δύο εβδομάδων από την έναρξη του βήχα, θα πρέπει να ξεκινήσει αντιβιοτική θεραπεία», εξηγεί ο Γκίκας Μαγιορκίνης, ο οποίος τονίζει ότι «οι κλασσικές καλλιέργειες που γίνονται από τον φάρυγγα, δεν αναζητούν τον κοκκύτη. Οπότε για να γίνει διάγνωση, θα πρέπει να υπάρχει υποψία από τον παιδίατρο. Η θεραπεία ωστόσο, δεν μειώνει εντυπωσιακά τα συμπτώματα, αλλά σταματά τη μετάδοση της νόσου». Όπως είπε ο καθηγητής, ειδικά στα βρέφη, οι επιπλοκές μπορεί να οδηγήσουν ακόμη και στη διασωλήνωσή του.
Τι είναι ο κοκκύτης
Ο κοκκύτης είναι οξεία μικροβιακή λοίμωξη του αναπνευστικού συστήματος, οφείλεται στον αιμόφιλο του κοκκύτη (Bordetella pertussis) που είναι αρνητικό κατά Gram βακτηρίδιο.
Διακρίνονται 3 στάδια της νόσου:
- Το πρόδρομο ή καταρροϊκό που διαρκεί 1-2 εβδομάδες κατά τις οποίες ο ασθενής έχει καταρροϊκά φαινόμενα και άτυπο ερεθιστικό ξηρό βήχα αρχικά νυκτερινό.
- Το παροξυσμικό που διαρκεί 1-6 εβδομάδες και ο βήχας γίνεται προοδευτικά εντονότερος, επέρχεται κατά παροξυσμούς και παίρνει σπασμωδικό (κοκκυτικό) χαρακτήρα.
Οι παροξυσμοί του βήχα φθάνουν κατά μέσο όρο τους 15 το 24ωρο. Χαρακτηριστικά μετά από βαθιά εισπνοή επέρχονται κατά την ίδια εκπνοή πολλές βηχικές ώσεις, τις οποίες ακολουθεί βαθιά, ηχηρή, συριγμώδης εισπνοή (εισπνευστικός συριγμός). Ο παροξυσμός περιλαμβάνει επεισόδια βήχα που διαδέχονται το ένα το άλλο με αυξανόμενη ένταση που συχνά τελειώνουν με εμετό. Στην αιχμή των παροξυσμών του βήχα προκαλείται άπνοια που οδηγεί σε κυάνωση η οποία παρέρχεται μετά από εισπνευστικό συριγμό.
- Το στάδιο της αποδρομής που διαρκεί 2-3 εβδομάδες και οι παροξυσμοί γίνονται ηπιότεροι και αραιότεροι και τελικά σταματούν.
- Ο πυρετός κατά τη διάρκεια της νόσου όταν υπάρχει είναι συνήθως ήπιος.
Επιπλοκές
Είναι συχνότερες στα βρέφη και εξασθενημένα παιδιά και αφορούν κυρίως το αναπνευστικό και το ΚΝΣ. Η συχνότερη επιπλοκή είναι η δευτεροπαθής πνευμονία η οποία αποτελεί και τη συχνότερη αιτία θανάτου. Στις ΗΠΑ η επίπτωση της πνευμονίας είναι 11,8% σε βρέφη ηλικίας <6 μηνών (1).
Η κοκκυτική εγκεφαλοπάθεια είναι βαρύτατη επιπλοκή προσβάλλει κυρίως βρέφη και κλινικά προβάλει με σπασμούς, αταξία, εστιακά νευρολογικά συμπτώματα και κώμα. Συμβαίνει σε ποσοστό 0,1% των βρεφών <6 μηνών στις ΗΠΑ (1). Άλλες λιγότερο σοβαρές επιπλοκές του κοκκύτη περιλαμβάνουν μέση ωτίτιδα, ανορεξία και αφυδάτωση. Τέλος λόγω της αυξημένης πίεσης δημιουργούνται κήλες, ρινικές επιστάξεις, πρόπτωση του ορθού και πνευμοθώρακας.
Η θνητότητα στις ΗΠΑ ανέρχεται σε 0,2% (90% των θανάτων αφορούσαν βρέφη ηλικίας <6 μηνών που δεν είχαν ολοκληρώσει τη βασική σειρά εμβολιασμού). Κατά το έτος 2009 καταγράφηκαν παγκοσμίως 106.207 θάνατοι (ποσοστό εμβολιαστικής κάλυψης με DTP3 82%).
Τρόπος μετάδοσης
Η μετάδοση γίνεται αερογενώς με σταγονίδια ή με άμεση επαφή με εκκρίσεις από το αναπνευστικό σύστημα νοσούντων ατόμων. Σε εμβολιασμένους πληθυσμούς, τα βακτήρια συχνά μεταφέρονται στο σπίτι από ένα μεγαλύτερο σε ηλικία αδερφάκι ή μερικές φορές από έναν ενήλικα.
Χρόνος επώασης
Ο χρόνος επώασης του κοκκύτη κυμαίνεται συνήθως από 7 έως 10 ημέρες, με εύρος 4-21 ημέρες (και σπανίως έως 42 ημέρες).
Περίοδος μεταδοτικότητας
Ο κοκκύτης έχει υψηλή μεταδοτικότητα με ποσοστό δευτερογενούς προσβολής 80% μεταξύ επίνοσων ατόμων (π.χ. ατόμων που δεν έχουν ανοσοποιηθεί).
Οι πάσχοντες από κοκκύτη είναι περισσότερο μεταδοτικοί κατά τη διάρκεια του καταρροϊκού σταδίου καθώς και τις δυο πρώτες εβδομάδες από την έναρξη του βήχα (περίπου 21 ημέρες) ενώ κάποια άτομα ιδιαίτερα παιδιά που έχουν θετική καλλιέργεια για αρκετές εβδομάδες παραμένουν μεταδοτικά για μεγαλύτερη περίοδο.
Μετά σταδιακά η μεταδοτικότητα μειώνεται και γίνεται ασήμαντη σε 3 εβδομάδες περίπου παρά την επιμονή παροξυσμικού βήχα με συριγμό. Εάν γίνει έναρξη αγωγής με μακρολίδες οι ασθενείς παύουν να είναι μεταδοτικοί 5 ημέρες μετά την έναρξη της θεραπευτικής αγωγής.
Διάγνωση
Η διάγνωση του κοκκύτη στηρίζεται συνήθως στο χαρακτηριστικό ιστορικό, την κλινική εικόνα και τη χαρακτηριστική λευκοκυττάρωση με υπεροχή των λεμφοκυττάρων.
Ωστόσο σε άτυπες περιπτώσεις καθώς και σε αυτές που η κλινική εικόνα διαφοροποιείται λόγω εμβολιασμού ο εργαστηριακός έλεγχος είναι ιδιαίτερα χρήσιμος.
Η προτιμώμενη εργαστηριακή μέθοδος είναι η απομόνωση του αιμόφιλου του κοκκύτη σε καλλιέργεια ρινοφαρυγγικών εκκριμάτων. Για τη λήψη του ρινοφαρυγγικού εκκρίματος επιβάλλεται η χρήση στυλεού με Dacron ή αλγινικό ασβέστιο και οπωσδήποτε όχι με βαμβάκι. Η πιθανότητα απομόνωσης του αιμόφιλου σε καλλιέργεια είναι μικρότερη αν έχει προηγηθεί χορήγηση αντιμικροβιακής θεραπείας ή η λήψη του δείγματος έγινε μετά την 3η εβδομάδα από την έναρξη της νόσου.
Διάγνωση του κοκκύτη γίνεται και με PCR που είναι μέθοδος ταχύτερη και περισσότερο ευαίσθητη από την καλλιέργεια. Η μέθοδος θα πρέπει να χρησιμοποιείται ως επιπρόσθετη της καλλιέργειας και όχι σε αντικατάστασή της. Η PCR επηρεάζεται λιγότερο από την προηγούμενη χορήγηση αντιμικροβιακής αγωγής.
Για την ταχεία διάγνωση του κοκκύτη χρησιμοποιείται και η τεχνική του άμεσου ανοσοφθορισμού (DFA) σε επίχρισμα ρινοφαρυγγικών εκκριμάτων. Η μέθοδος δεν τεκμηριώνει τη διάγνωση γιατί στερείται ικανού βαθμού ευαισθησίας και ειδικότητας. Συγκεκριμένα η αντίδραση θετικοποιείται και σε παρουσία άλλων αιμοφίλων με αντιγονική ομοιότητα (Bordetella parapertussis, Bordetella bronchioseptica).
Τέλος η διάγνωση του κοκκύτη γίνεται και με ορολογικές αντιδράσεις με προσδιορισμό στον ορό του αίματος των IgG και IgA αντισωμάτων έναντι της κοκκυτικής τοξίνης και της νηματοειδούς αιμοσυγκολλητίνης κατά την οξεία φάση της νόσου και την ανάρρωση. Ο ορολογικός έλεγχος θα πρέπει να συνοδεύεται με λήψη καλλιέργειας για επιβεβαίωση της διάγνωσης της νόσου. Η μέθοδος μπορεί να είναι χρήσιμη σε εφήβους και ενήλικες που εξετάζονται αργά στην πορεία της νόσου τους, όταν τόσο η καλλιέργεια όσο και η PCR μπορεί να είναι αρνητικές. Επίσης, με τον ορολογικό έλεγχο δεν μπορεί να γίνει διάκριση μεταξύ νόσησης και εμβολιασμού κατά το τελευταίο έτος, καθώς τα αντισώματα αυξάνονται και στις δυο περιπτώσεις.
Ευαισθησία
Η ευαισθησία στη λοίμωξη είναι γενική σε μη εμβολιασθέντα άτομα. Ο δείκτης δευτερογενούς προσβολής φτάνει το 80% για επίνοσα άτομα που διαμένουν στον ίδιο χώρο με το κρούσμα. Αν και τα αντισώματα περνούν τον πλακούντα διαπλακουντιακή ανοσία δεν αποδεικνύεται σε βρέφη.
Η επίπτωση είναι υψηλότερη σε παιδιά κάτω των 5 ετών εκτός από περιοχές όπου εφαρμόζονται αποτελεσματικά προγράμματα εμβολιασμού και παρατηρείται μετακίνηση της ηλικίας των επίνοσων στην εφηβεία.
Κρούσματα με ήπια ή άτυπα συμπτώματα συμβαίνουν σε όλες τις ηλικιακές ομάδες.
Υπάρχει υψηλότερη επίπτωση και θνησιμότητα σε γυναίκες.
Η ανοσία μετά από φυσική νόσηση είναι συνήθως μακροχρόνια αν και σπανίως αναφέρεται ότι μπορεί να συμβεί επαναπροσβολή (κάποια από αυτά τα κρούσματα αποδίδονται σε λοίμωξη από B. parapertussis).
Κρούσματα μπορεί να εμφανιστούν σε κανονικά εμβολιασμένους εφήβους και ενήλικες λόγω του ότι η ανοσία μετά από εμβολιασμό προοδευτικά εξασθενεί. Έτσι οι έφηβοι και ενήλικες αποτελούν πηγή λοίμωξης για ανεμβολίαστα βρέφη και παιδιά.
Στα βρέφη κάτω του ενός έτους που νόσησαν από κοκκύτη και ήταν δυνατός ο προσδιορισμός της πηγής της λοίμωξης, ως συχνότερη αναγνωρίστηκαν τα μέλη της ίδιας της οικογένειας (μητέρες 32%, κάποιο άλλο μέλος της οικογένειας 43%)