Ο ΙΣΑ ζητά από τον ΕΟΠΥΥ την ανάκληση προστίμων σε γιατρούς
Ο ΙΣΑ ζητά στην Διοίκηση του ΕΟΠΥΥ την ανάκληση προστίμων λόγω αναγραφής προτεινόμενου σκευάσματος στην ηλεκτρονική συνταγογράφηση
Την ανάκληση προστίμων ζητά από τη Διοίκηση του ΕΟΠΥΥ ο Ιατρικός Σύλλογος Αθηνών, μετά την επιβολή τους λόγω ηλεκτρονικών συνταγογραφήσεων ενός προτεινόμενου φαρμακευτικού σκευάσματος
Συγκεκριμένα, ο ΙΣΑ απέστειλε επιστολή στην Διοικήτρια του Ε.Ο.Π.Υ.Υ κ. Θεανώ Καρποδίνη, με την οποία ζητά την ανάκληση των επιβληθέντων χρηματικών προστίμων που επιβλήθηκαν στους ιατρούς λόγω αναγραφής προτεινόμενου φαρμακευτικού σκευάσματος στην ηλεκτρονική συνταγογράφηση
Η επιστολή του ΙΣΑ
«Ο Ιατρικός Σύλλογος Αθηνών τις τελευταίες ημέρες έχει γίνει αποδέκτης αναφορών και παραπόνων ιατρών- μελών του, καθώς όπως ενημερωθήκαμε λαμβάνουν ενημέρωση από τον ΕΟΠΥΥ αναφορικά με την επιβολή χρηματικών ποινών για την αναγραφή προτεινόμενου φαρμακευτικού σκευάσματος στο πεδίο ΣΧΟΛΙΟ της ηλεκτρονικής συνταγογράφησης, καθώς και για το γεγονός της συνταγογράφησης φαρμακευτικών σκευασμάτων γαστροπροστασίας με ICD-10 Τ887, εφόσον ο θεράπων ιατρός το κρίνει σκόπιμο για την διαφύλαξη της υγείας του ασθενούς του.
Όπως πολύ καλά γνωρίζετε, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας (ν. 3418/2005), οι κάθε φύσεως ιατρικές γνωματεύσεις, όπως είναι και οι ιατρικές συνταγές είναι ιατρικές πράξεις (άρθρο 1), κάθε δε ιατρός κατά την άσκηση του λειτουργήματός του οφείλει να ενεργεί και να ασκεί το ιατρικό λειτούργημα σύμφωνα με τους γενικά αποδεκτούς και ισχύοντες κανόνες της ιατρικής επιστήμης (άρθρο 2), αλλά και ενεργεί με βάση:
α) την εκπαίδευση που του έχει παρασχεθεί κατά τη διάρκεια των προπτυχιακών του σπουδών, την άσκησή του για την απόκτηση τίτλου ιατρικής ειδικότητας και τη συνεχιζόμενη ιατρική του εκπαίδευση,
β) την πείρα και τις δεξιότητες που αποκτά κατά την άσκηση της ιατρικής και
γ) τους κανόνες της τεκμηριωμένης και βασισμένης σε ενδείξεις ιατρικής επιστήμης, ενεργώντας με πλήρη ελευθερία, στο πλαίσιο των γενικά αποδεκτών κανόνων και μεθόδων της ιατρικής επιστήμης, όπως αυτοί διαμορφώνονται με βάση τα αποτελέσματα της εφαρμοσμένης σύγχρονης επιστημονικής έρευνας.
Έχει δικαίωμα για επιλογή μεθόδου θεραπείας, την οποία κρίνει ότι υπερτερεί σημαντικά έναντι άλλης, για τον συγκεκριμένο ασθενή, με βάση τους σύγχρονους κανόνες της ιατρικής επιστήμης, και παραλείπει τη χρήση μεθόδων που δεν έχουν επαρκή επιστημονική τεκμηρίωση. (άρθρο 3).
Περαιτέρω πρέπει να σημειωθεί ότι ο ΙΣΑ είχε προσφύγει στο ΣτΕ κατά των Υπουργικών Αποφάσεων που προβλέπουν την υποχρεωτική συνταγογράφηση της δραστικής ουσίας από τους γιατρούς και την επιλογή του φθηνότερου γενόσημου από τους φαρμακοποιούς, και εξεδόθη η υπ΄ αριθμόν 3802/2014 απόφαση Ολομέλειας του ΣτΕ, στην σκέψη 17 της ανωτέρω απόφασης ορίζεται ρητώς και σαφώς ότι:
«Περαιτέρω, η υποχρεωτική συνταγογράφηση με βάση την δραστική ουσία δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αναιρεί την επιστημονική ανεξαρτησία των ιατρών. Και τούτο διότι ναι μεν η εν λόγω ρύθμιση συνιστά επέμβαση στον τρόπο άσκησης του ιατρικού επαγγέλματος, ωστόσο η επέμβαση αυτή, που δικαιολογείται από την ανάγκη εξυπηρέτησης του δημοσίου συμφέροντος σκοπού και ειδικότερα της διασφάλισης των πόρων των Οργανισμών Κοινωνικής Ασφάλισης και του καλύτερου ελέγχου των δαπανών υγειονομικής περίθαλψης ώστε να είναι εφικτή η εκπλήρωση της υποχρέωσης των Ασφαλιστικών Οργανισμών για την προστασία της υγείας του συνόλου των ασφαλισμένων τους (πρβλ. σκέψεις στις ΣτΕ Ολομ. 1283 - 1286/2012, 668/2012, 2197/2010), δεν οδηγεί στη συνταγογράφηση ακατάλληλου φαρμάκου ή φαρμάκου κατώτερης ποιότητας, αλλά στη συνταγογράφηση φαρμάκου, που περιέχει την κατά την εκτίμηση του ιατρού, ενδεδειγμένη δραστική ουσία για την αντιμετώπιση της πάθησης του ασθενούς, είναι, όμως, συνήθως, φθηνότερο από το φάρμακο αναφοράς και για το λόγο αυτό, η δαπάνη χορήγησής του καλύπτεται σε μεγαλύτερο ποσοστό από τους οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης.
Εξάλλου, ο ιατρός δεν εμποδίζεται να υποδείξει στον ασθενή του συγκεκριμένο φάρμακο αναφοράς, το οποίο θεωρεί καταλληλότερο σε σχέση με το αντίστοιχο γενόσημο, και σε περιπτώσεις, που δεν εμπίπτουν στις εξαιρέσεις, οι οποίες προβλέπονται στην προσβαλλομένη ή υπερβαίνουν το ποσοστό του 15%, με συνέπεια, στην περίπτωση αυτή, την επιβάρυνση του ασθενή - ασφαλισμένου, σύμφωνα με την προσβαλλόμενη ΕΜΠ4/17.11.2012 απόφαση του Αναπληρωτή Υπουργού Υγείας, με τη διαφορά μεταξύ της λιανικής και της ασφαλιστικής τιμής, χωρίς, πάντως, να απαγορεύεται η εκτέλεση της συνταγής….».
Συνεπεία των ανωτέρω, ο ΙΣΑ πρότεινε στους γιατρούς μέλη του, επ’ ωφελεία της Δημόσιας Υγείας, τα ακόλουθα:
1) Ο γιατρός οφείλει να συνεχίσει να συνταγογραφεί όπως το πράττει, όταν το θεωρεί απαραίτητο, σημειώνοντας στη συνταγή το σκεύασμα που ο ίδιος θεωρεί ως το καταλληλότερο για τη θεραπεία του ασθενή του στο πεδίο της ηλεκτρονικής συνταγής που αναφέρεται ως οδηγία.
2) Κανένα συνταγογραφούμενο φάρμακο δεν πρέπει να χορηγείται από το φαρμακείο χωρίς ιατρική συνταγή.
3) Η μετάθεση της επιλογής του θεραπευτικού σχήματος από το θεράποντα γιατρό στο φαρμακοποιό που εκτελεί τη συνταγή, αποτελεί αντιποίηση του ιατρικού επαγγέλματος και είναι ποινικά διώξιμη.
Πάγια θέση του ΙΣΑ συνιστά το γεγονός ότι ο φαρμακοποιός δεν είναι ο θεράπων γιατρός και δε μπορεί να ελέγξει την κλινική αποτελεσματικότητα του χορηγούμενου σκευάσματος, δε μπορεί να αξιολογήσει τις κλινικές ανεπιθύμητες ενέργειες του χορηγούμενου σκευάσματος, δε μπορεί να παρακολουθήσει τις ανεπιθύμητες ενέργειες του χορηγούμενου σκευάσματος.
Οι επιβληθείσες ποινές από πλευράς του ΕΟΠΥΥ επειδή ο ιατρός ανέγραψε προτεινόμενο φαρμακευτικό σκεύασμα στην ηλεκτρονική συνταγογράφηση έρχονται σε ευθεία αντίθεση με τα ανωτέρω προβλεπόμενα.
Είναι κατά συνέπεια εντελώς άδικο να ταλαιπωρούνται οι ιατροί μας κατ’ αυτόν τον τρόπο, δια τούτο σας καλούμε όπως κατά δίκαιη κρίση διατάξετε την αναστολή και την ανάκληση των σχετικών ποινών».