Πολιτική κρίση στην Ιρλανδία: Παραιτήθηκε ο πρωθυπουργός
Ο πρωθυπουργός της Ιρλανδίας Λίο Βαράντκαρ ανακοίνωσε την παραίτησή του από την ηγεσία του κυβερνώντος κόμματος Fine Gael και από την προεδρία της κεντροδεξιάς κυβέρνησης συνασπισμού λέγοντας ότι δεν είναι «ο καλύτερος για το πόστο».
«Παραιτούμαι από την προεδρία και τη διεύθυνση του Fine Gael και θα παραιτηθώ από τη θέση του πρωθυπουργού μόλις ο διάδοχός μου θα είναι σε θέση αναλάβει τα καθήκοντά του», ανακοίνωσε ο Λίο Βαράντκαρ επικαλούμενος «προσωπικούς και πολιτικούς λόγους».
Κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου στην είσοδο του πρωθυπουργικού γραφείου, ο συγκινημένος Λίο Βαράντκαρ αναφέρθηκε στα επιτεύγματα των προηγούμενων κυβερνήσεων παραδεχόμενος παράλληλα και ορισμένες αποτυχίες στη διαδρομή.
Αναγνωρίζοντας ότι ποτέ δεν είναι η κατάλληλη στιγμή για να παραιτηθεί κανείς, πρόσθεσε ότι «έπειτα από επτά χρόνια στην πρωθυπουργία, δεν αισθάνομαι ότι είμαι ο καλύτερος για τη δουλειά», πρόσθεσε και δήλωσε ότι δεν έχει προς το παρόν σχέδια για το μέλλον.
Γιατί παραιτήθηκε ο Λίο Βαράντκαρ
Η τελευταία πρωθυπουργική θητεία του Λίο Βαράντκαρ ξεκίνησε τον Δεκέμβριο του 2022. Το 2017, στα 38 του χρόνια, ήταν ο πρώτος μετανάστης γιατρός και ομοφυλόφιλος που αναδείχθηκε στον νεότερο πρωθυπουργό μίας βαθιά συντηρητικής Ιρλανδίας. Ανάμεσα στο 2020 και το 2022 άφησε τη θέση του στην πρωθυπουργία στον Μάικλ Μάρτιν τον ηγέτη του κόμματος Fianna Fáil που συμμετέχει μαζί με το Πράσινο Κόμμα στον κυβερνητικό συνασπισμό.
Η παραίτησή του έρχεται μετά την ήττα στο δημοψήφισμα της 8ης Μαρτίου, στο πλαίσιο του οποίου η κυβέρνηση πρότεινε την τροποποίηση του Συντάγματος του 1937 σε θέματα των γυναικών και της οικογένειας.
Οι δύο τροπολογίες απορρίφθηκαν από τη μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών. Άνω του 67% απέρριψε την τροπολογία που διεύρυνε την έννοια της οικογένειας πέραν της έννοιας του γάμου και το 73% απέρριψε την τροπολογία που απάλειφε από το Σύνταγμα το κείμενο για τον πρωταρχικό ρόλο των γυναικών «στις οικιακές υποχρεώσεις» στο νοικοκυριό.
Η ψηφοφορία θεωρήθηκε ότι απηχεί το κλίμα δυσαρέσκειας στη χώρα των πέντε εκατομμυρίων κατοίκων και η κυβέρνηση του Λίο Βαράντκαρ κατηγορήθηκε ότι δεν προετοίμασε καλά το πεδίο για το δημοψήφισμα, την ώρα που σχεδόν το σύνολο της πολιτικής τάξης ήταν υπέρ των αλλαγών.