Ηλιούπολη: Η ανατριχιαστική κατάθεση της δεύτερης αιχμάλωτης του αστυνομικού μαστροπού
Τις στιγμές κόλασης που έζησε δίπλα στον αστυνομικό Δ.Μ., ο οποίος κατηγορείται ότι εξέδιδε, παρά τη θέλησή της, την 19χρονη στην Ηλιούπολη, κατέθεσε ακόμα μία κοπέλα ενώπιον της ελληνικής Δικαιοσύνης.
Η κοπέλα, 27 ετών σήμερα, βρέθηκε τον περασμένο Ιούλιο ενώπιον της 16ης τακτικής ανακρίτριας, η οποία χειρίζεται την υπόθεση της Ηλιούπολης.
Στην πολυσέλιδη κατάθεσή της, καταγράφεται ότι, από το τέλος του 2016 έως το 2017, υποβλήθηκε επανειλημμένα σε ξυλοδαρμό, βιασμό και τρόμο από τον κατηγορούμενο, ώστε να συμμορφωθεί με την βούλησή του.
Αυτή ήταν μόνο η αρχή, όμως, αφού στη συνέχεια αυτής της περιόδου κρατήθηκε παρά τη θέλησή της, με απειλές βίας και θανάτου εναντίον της οικογένειάς της, από τον ίδιο άνθρωπο, με σκοπό να την εξαναγκάσει να υπογράψει συμβόλαιο συνεργασίας με εταιρεία και να συμμετέχει σε πορνογραφικές ταινίες και, παράλληλα, να εκδίδεται έναντι χρηματικής αμοιβής, την οποία εισέπραττε ο κατηγορούμενος.
Οι εφιαλτικές μνήμες ξύπνησαν στο μυαλό της 27χρονης κοπέλας, η οποία χρειάστηκε να εξεταστεί από ψυχολόγο για να καταθέσει. Η έκθεση πραγματογνωμοσύνης δείχνει την κατάσταση στην οποία βρίσκεται το κορίτσι, πέντε χρόνια μετά:
«Η διάθεσή της περιγράφεται από φόβο, ενοχή, ντροπή και απελπισία με χαρακτηριστικά αυτοκαταστροφής. Μεγάλη προσπάθεια αυτοελέγχου είναι εμφανής. Σε κρίσιμα σημεία της περιγραφής της, φαίνεται να αναβιώνει τα γεγονότα με κρίσεις μετατραυματικού τύπου και καταθλιπτικά συναισθήματα. Η διάθεσή της συνάδει με τις συνθήκες και συγκλίνει», αναφέρει ο ψυχολόγος, Ιω. Μανάφας.
Και προσθέτει, αναφορικά με τη μνήμη της: «Έχει την ικανότητα να ανακαλεί γεγονότα με χρονολογική σειρά, να μένει εντός θέματος και να εξηγεί. Υπάρχει απώλεια μακροπρόθεσμης μνήμης από συγκεκριμένα γεγονότα και στιγμές, που τα γεγονότα προκαλούσαν μεγάλη ψυχική φόρτιση. Πιθανόν, λόγω χρήσης ουσιών (παρά τη θέλησή της), ψυχικής κόπωσης και σωματικής εξάντλησης, η πιο πιθανή εξήγηση είναι ότι η εμπειρία ήταν τόσο τραυματική, ο νους της απλώς την απέκλεισε για να προστατευθεί από τον δρόμο της πραγματικότητας».
Οι βιασμοί
Το περιεχόμενο των καταγγελιών είναι ιδιαίτερα σκληρό. Σύμφωνα με την κοπέλα, ο κατηγορούμενος την εξανάγκασε πολλές φορές να έρθουν σε ερωτική επαφή, χωρίς τη συγκατάθεσή της. «Για ένα δίμηνο – τρίμηνο περίπου από τα τέλη του 2016 έως το πρώτο δίμηνο του 2017, με βίασε αρκετές φορές, πάντα έχοντας σε εμφανές σημείο το όπλο του. Κατά τους βιασμούς, με χτυπούσε στο σώμα για να ικανοποιείται αυτός, αλλά εμένα μου προκαλούσε φόβο όλη αυτή η συμπεριφορά του», επισημαίνει στη δικαστική λειτουργό ενώ, όπως εξηγεί, ο κατηγορούμενος «μου έδινε να πιω κάποια χάπια, τα οποία δεν γνώριζα τι ήταν και είχα διάφορες παρενέργειες, όπως διάρροια, εμετούς και πονοκεφάλους».
Όλα ξεκίνησαν επειδή η κοπέλα είχε δανειστεί από τον αστυνομικό ένα μικρό χρηματικό ποσό για να το επιστρέψει στον πρώην φίλο της, με αποτέλεσμα ο πρώτος να της ζητάει τα οφειλόμενα.
«Εγώ δεν μπορούσα να πω κάτι στους γονείς μου. Φοβόμουν και έτσι δέχτηκα να βρεθούμε. Την πρώτη φορά που βρεθήκαμε, με πήγε με το αυτοκίνητό του σε κάποια έρημη τοποθεσία στο βουνό. Έβγαλε το όπλο και όταν μου είπε ‘πάμε στο πίσω κάθισμα’, εγώ του απάντησα ‘δεν θέλω να κάνω κάτι’. Αυτός, ενώ κρατούσε το όπλο, μου είπε ‘θέλεις να κάνεις κάτι’. Προσπάθησα να βρω δικαιολογίες για να τον αποφύγω και να μην έρθω σε επαφή μαζί του. Αυτός άφησε το όπλο στο μπροστινό κάθισμα, βγήκε από το αυτοκίνητο, πήγε στο πίσω κάθισμα και με τράβηξε κι εμένα εκεί και με βίασε. (…) Μόλις τελείωσε, μου είπε ότι θα συνεχίσει να γίνεται αυτό, αλλιώς θα σκοτώσει τους γονείς μου. Εγώ του είπα ότι θα ψάξω να βρω τα λεφτά και θα του τα επιστρέψω για να με αφήσει ήσυχη, αλλά εκείνος δεν ενδιαφερόταν πλέον για τα χρήματα. Εκείνη τη μέρα, για πρώτη φορά, μου είπε να γυρίσω ταινία» αναφέρει, εξηγώντας πως ήταν η δεύτερη φορά που της είχε επιτεθεί, ωστόσο, την προηγούμενη είχε προλάβει να καλέσει τον πατέρα της, ο οποίος και την είχε πάρει στο σπίτι τους.
Η συμφωνία με τον Σ.
Αρχικά, συμφωνήθηκε να συμμετέχει η κοπέλα σε τρεις ταινίες του Σ., ωστόσο, ο κατηγορούμενος της τα είχε ζητήσει τα χρήματα που είχε λάβει ως αμοιβή. Στη συνέχεια – κατά την κατάθεση της κοπέλας – ξεκίνησε να την ωθεί και προς την πορνεία: «Άρχισε σιγά-σιγά να μου μιλάει για το ενδεχόμενο να πηγαίνω με άλλους άντρες και μου έλεγε ότι η αμοιβή γι’ αυτό θα ήταν αρκετά μεγαλύτερη. Το γύρισμα της δεύτερης ταινίας έγινε σε ένα σπίτι και αυτός με ρώτησε αν μου αρέσει αυτό το σπίτι. Εγώ του είπα ‘γιατί με ρωτάς’ και μου απάντησε ότι έχει κανονίσει να μείνω σ’ αυτό το σπίτι και από εκεί να πηγαίνω στα ραντεβού που θα μου έκλεινε για να βρίσκομαι με άλλους άντρες με αμοιβή. Εγώ αντέδρασα και του είπα ότι δεν θέλω να το κάνω αυτό και αυτός άρχισε να με πιέζει και να με απειλεί πάλι με τη ζωή των γονιών μου. Στην τρίτη ταινία που γύρισα, μου επιβεβαίωσε ότι έχει κλείσει το σπίτι και ότι πλέον είναι δεδομένο ότι θα πηγαίνω με άλλους άντρες έναντι αμοιβής».
Και συνεχίζει: «Κάποιο βράδυ που είμαστε σ’ ένα ξενοδοχείο, μου είπε ότι είχα δύο επιλογές για το υπόλοιπο της βραδιάς, είτε να πάω μαζί του για να πείσουμε μια άλλη κοπέλα να γυρίσει κι αυτή ταινία, είτε να πάω σ’ ένα πάρτι που είχε κανονίσει ο Σ. Εγώ επέλεξα να πάω στο πάρτυ. Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα. Δεν υπήρχε περίπτωση να κάνω άλλη κοπέλα να ζήσει αυτά που είχα ζήσει εγώ. Ζήτησα να πάω στο σπίτι μου πρώτα, για να αποχαιρετήσω τους γονείς μου, γιατί κατάλαβα ότι ήταν η τελευταία ημέρα που θα τους έβλεπα. Ήταν καλύτερα γι’ αυτούς να απαλλαγούν από εμένα και να φύγω, γιατί θα μάθαιναν όσα είχα κάνει και θα με έδιωχναν από το σπίτι. Ο κατηγορούμενος μου έλεγε ότι, εφόσον είχαν γυριστεί ταινίες, δεν υπήρχε επιστροφή, γιατί αυτές μένουν. Αυτό ήθελε να πετύχει από την αρχή, να με εκβιάζει μέσω των ταινιών. Και το πέτυχε, γιατί αν είχα περιοριστεί στις βίζιτες θα ήταν πιο εύκολο να ξεκόψω. Μου έλεγε επίσης ότι δεν υπάρχει περίπτωση να γλιτώσω και ότι αν τον δώσω και μιλήσω, αυτός θα βγει λάδι».
Τα ραντεβού
Η τότε 22χρονη, φεύγοντας από το πάρτυ σε γνωστό κλαμπ στο Γκάζι, όπου «οι ερωτικές πράξεις γίνονταν δημόσια», πήγε στο σπίτι όπου είχε γυριστεί η δεύτερη ταινία για να κοιμηθεί. «Από εκείνη την ημέρα και μετά, ήμουνα στο σπίτι και άρχισαν τα ραντεβού με άντρες», εξηγεί και προσθέτει: «ο κατηγορούμενος μου αγόρασε κινητό στο όνομά μου, μου είπε ότι θα έρχομαι σε συνεννόηση με μια τηλεφωνήτρια, η οποία θα με ενημερώνει για τα ραντεβού. Είχαν αναρτηθεί φωτογραφίες μου στο site Α… και μέσω αυτού του site κλείνονταν τα ραντεβού».
Σύμφωνα με την κατάθεση, τα ραντεβού γίνονταν εκτός σπιτιού. Όπως αναφέρεται, «ερχόταν κάποιος και με έπαιρνε, κάποιος ‘Ρένος’, με ένα πράσινο – λαδί αυτοκίνητο. Αυτός περίμενε να τελειώσω το ραντεβού και μετά με ξαναγύριζε στο σπίτι ή με πήγαινε στο επόμενο ραντεβού. Υπήρχε και ένας άλλος οδηγός ‘Βασίλης’, ο οποίος ερχόταν σπάνια. Τα ραντεβού ήταν καθημερινά, κυρίως βραδινές ώρες, έφταναν τα έξι έως εφτά την ημέρα. Το κάθε ραντεβού ήταν 140 με 150 ευρώ. Από αυτά, εγώ κρατούσα τα 60 και τα υπόλοιπα τα έδινα στον οδηγό. Μετά, τα 60 ευρώ, τα έβαζα σε ένα χρηματοκιβώτιο στο σπίτι, όπως μου είχε υποδείξει ο κατηγορούμενος».
Ερώτηση: Πώς ήταν σίγουρος ότι δεν θα φύγετε από το σπίτι;
Απάντηση: Ερχόταν στο σπίτι καθημερινά και με έλεγχε και με πίεζε. Επέτρεπε μόνο να έρχεται μια φίλη μου στο σπίτι και να με βλέπει, η οποία δεν ήξερε λεπτομέρειες για όσα συνέβαιναν. Η φίλη μου ήταν το δυνατό μου χαρτί, γιατί ο κατηγορούμενος δεν ήθελε να καταλάβει κάποιος τι γινόταν. Με αυτό τον τρόπο κατάφερα κάποιες φορές να είμαι στο σπίτι και να μην έρχεται αυτός και να μην με κακοποιεί. Δεν έβγαινα καθόλου από το σπίτι, μου έφερνε φαγητό ο κατηγορούμενος και δεν πήγαινα στη σχολή μου. Επειδή όμως είχαν πάρει τηλέφωνο και με ρωτούσαν για τις απουσίες, με άφησε μια φορά να πάω για να τα καλύψω».
Η διαφυγή
Η κοπέλα κατάφερε τελικά να βρει βοήθεια για να ξεφύγει. Όπως η 19χρονη είχε απευθυνθεί στην καφετέρια της γειτονιάς της, έτσι και η 22χρονη μίλησε με συνεργάτες του Σ., οι οποίοι και τη βοήθησαν, καταστρώνοντας ένα σχέδιο για να την απομακρύνουν από τον κατηγορούμενο.
«Στο σπίτι έμεινα όλο το Μάρτιο του 2017. Κάποια στιγμή, ο Σ. είχε καταλάβει ότι εγώ δεν αισθανόμουν καλά (ήμουν αδύνατη, έκανα διάρροιες, έκανα εμετούς συνέχεια). Εγώ τόλμησα και του ζήτησα βοήθεια. Για να ξεφύγω λοιπόν, αυτός συνεννοήθηκε με τον Τ. να πουν στον κατηγορούμενο ότι πρέπει να πάω στη Μύκονο για κάποιες φωτογραφίες και ότι αυτό έφερνε περισσότερα λεφτά και θα ανέβαινε η τιμή μου, και εκείνος πείστηκε», εξηγεί και συνεχίζει: «Ήρθαν και με πήραν από το σπίτι τέλη Μαρτίου. Πήγαμε στη Μύκονο, τραβήξαμε φωτογραφίες, τις οποίες τις έστελναν στον κατηγορούμενο, ώστε όλα αυτά να φαίνονται αληθινά. Όταν γυρίσαμε από τη Μύκονο, με άφησαν και έφυγα. Όλοι τον φοβόντουσαν, επειδή ήταν αστυνομικός και τους απειλούσε πως θα τους μπλέξει άσχημα. Εγώ στην αρχή πήγα να μείνω στην φίλη μου, που με επισκεφτόταν όσο εκδιδόμουν και μετά επέστρεψα σπίτι μου».