Η μάχη των προγραμμάτων
Νέα Δημοκρατία, ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ 17 ημέρες πριν από τις κάλπες της 25ης Ιουνίου έχουν οδηγηθεί σε μετωπική σύγκρουση. Αντίστοιχη ήταν η εικόνα και πριν τις εκλογές του Μαΐου.
Ωστόσο, σήμερα, σε πρώτο πλάνο βρίσκονται τα προγράμματα. Η λογική της σύγκρουσης μέσω της προγραμματικής σύγκρισης μόνο ωφέλιμη μπορεί να θεωρείται για την ίδια τη δημοκρατία. Εκ των πραγμάτων πολιτικοποιεί τον δημόσιο διάλογο και αποτυπώνει με ευκρίνεια τα διακριτά πολιτικά σχέδια που εκπροσωπούν τα κόμματα. Δηλαδή, δίνεται η δυνατότητα στους πολίτες να κατανοήσουν τις θέσεις τους.
Πάντως, τις προηγούμενες ημέρες, βρεθήκαμε αντιμέτωποι με εκατέρωθεν πυρά για το ζήτημα της κοστολόγησης. Έγγραφα από δω, αριθμοί από κει, νούμερα βασισμένα στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους (ΓΛΚ), νούμερα που εν τέλει δεν προέρχονται από το ΓΛΚ, αντιπαραθέσεις για το ζήτημα της φορολογίας, ποιος θέλει να μειώσει φόρους, ποιος θέλει να αυξήσει φόρους, σε ποιους κλπ.
Ο πολύς κόσμος η αλήθεια είναι πως το φυσάει και δεν κρυώνει αναφορικά με το ζήτημα της φορολογίας. Το ερώτημα όμως δεν είναι το αν πρέπει να υπάρχουν φόροι. Αυτό είναι προφανές και η απάντηση που δίνουν όλες οι πλευρές είναι καταφατική ανεξαρτήτως ιδεολογικού προσανατολισμού. Όποιος ισχυριστεί το αντίθετο μάλλον λαϊκίζει.
Αυτό που εν τέλει στην προκειμένη περίπτωση διαχωρίζει, ωστόσο, τα πολιτικά σχέδια των κομμάτων είναι το εξής ερώτημα: Φόρους από ποιους και γιατί; Άλλωστε, η οικονομία είναι πρωτίστως ανάγκες και μετά αριθμοί. Εξάλλου, μία πολιτική πρόταση δεν είναι λογικό να εγκλωβίζεται σε μία αριθμητική λογιστική. Αυτή πάντα υπάρχει όταν κάποιος καλείται να διαχειριστεί την εξουσία. Από την άλλη βέβαια, το κάρο δεν μπορεί να μπαίνει μπροστά από το άλογο. Τουτέστιν, οι πολιτικές προτεραιότητες είναι αυτές που διαμορφώνουν τα μέσα που θα αξιοποιήσει η εκάστοτε κυβέρνηση για να υλοποιήσει τους στόχους της. Σε αυτό το πλαίσιο, είναι διαφορετικό ένα κόμμα να ακολουθεί ένα μείγμα κεϋνσιανής οικονομικής πολιτικής από το να εφαρμόζει μία νεοφιλελεύθερη πολιτική.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδας το 0,7% των πλουσίων κατέχουν το 42% των τραπεζικών καταθέσεων. Το εν λόγω νούμερο είναι ενδεικτικό ως προς το άνοιγμα της ψαλίδας των ανισοτήτων. Το ερώτημα λοιπόν παραμένει. Πως θα βελτιωθούν οι συνθήκες διαβίωσης των πολιτών και θα μειωθούν οι ανισότητες;
Η απάντηση προφανώς είναι πολυπαραγοντική. Εντούτοις, λαμβάνοντας υπόψη ότι η χώρα και η οικονομία βρέθηκαν στη δίνη αλλεπάλληλων κρίσεων μετά από 3η μάλιστα μνημόνια, η εξίσωση για να λυθεί χρειάζεται και κόπο και τρόπο. Γι’ αυτό και τα προγράμματα των κομμάτων δεν μπορεί να είναι νέτα-σκέτα ένα σύνολο δημοσιονομικού κόστους. Το πρώτο που απαιτείται είναι η πολιτική βούληση. Και αυτή δεν είναι ουδέτερη, έχει πάντα πρόσημο.