Η κριτική του Χρήστου Μήτση για το «No Time to Die»
Όπως έχει αποδείξει πολλές φορές στο παρελθόν, ο Τζέιμς Μποντ είναι ένας κινηματογραφικός ήρωας ο οποίος μπορεί να τα βάλει με τον οποιοδήποτε, ακόμα και με τον ισχυρότερο όλων των villains· το πέρασμα του χρόνου. Οι πετυχημένες αλλαγές των πρωταγωνιστών είναι η πρώτη και προφανέστατη απόδειξη, το μυστικό της διαχρονικότητάς του, όμως, βρίσκεται στην ευέλικτη πιστότητα του franchise στη συνταγή του Ίαν Φλέμινγκ, παράλληλα με τη σοφά διακριτική αλλαγή της περσόνας του Βρετανού υπερκατασκόπου. Ο Ντάνιελ Κρεγκ και το «Casino Royale» έκαναν πριν 15 χρόνια την τολμηρότερη και βαθύτερη τομή στην τζεϊμσμποντική μυθολογία, προσγειώνοντας το διασημότερο μυστικό πράκτορα στον 21ο αιώνα. Τώρα, είναι καιρός για ένα ακόμα γενναιότερο βήμα προς το μέλλον.
To «No Time to Die» αφήνει ορθάνοιχτο το πεδίο για το καινούριο κεφάλαιο στην σινε-ιστορία του Μποντ, μιας και ολοκληρώνει την εποχή Κρεγκ με ένα θεαματικό, αντάξιο των επιδόσεών της ρέκβιεμ. Αυτός ο συγκεκριμένος ήρωας ανήκει σε μια άλλη εποχή και οι Νιλ Πέρβις και Ρόμπερτ Γουέιντ, σεναριογράφοι των τελευταίων έξι περιπετειών της σειράς, μαζί με τη δημιουργό των «Fleabag» και «Killing Eve» Φίμπι Γουόλερ-Μπριτζ και το σκηνοθέτη Κάρι Φουκουνάγκα (πρώτος κύκλος του «Τrue detective») μας το κάνουν σαφές από τη… δεύτερη σκηνή μέχρι το συγκινητικό φινάλε. Η πρώτη ανήκει στο παρελθόν της Μαντλέν, απ’ όπου έρχεται ο κακός της ταινίας Λιούτσιφερ Σάφιν (Ράμι Μάλεκ), αφήνοντας ένα αγωνιώδες ερωτηματικό να πλανάται καθ’ όλη σχεδόν τη διάρκεια του φιλμ για τη σχέση του μεγάλου έρωτα του Μποντ με την Spectre. Έτσι, μπορεί ο αντιπλοίαρχος του Βρετανικού Βασιλικού Ναυτικού να έχει πλέον αποσυρθεί από την ενεργό δράση και να ζει αποτραβηγμένος στην Τζαμάικα, όταν όμως μαθαίνει πως η εγκληματική οργάνωση του – φυλακισμένου – αδελφού του, για την οποία πιθανόν να δουλεύει κι η Μαντλέν, βρίσκεται πίσω από την απαγωγή ενός επιστήμονα, αποφασίζει να ταξιδέψει ως την Κούβα για να τον φέρει πίσω στα σωστά χέρια. Στα πόδια του θα μπλεχτούν η CIA, διπλοί πράκτορες, η Spectre, ένα εξελιγμένο φονικό όπλο, η MI6, ο Εμ και τα απόρρητα σχέδιά του, ο Σάφιν, η Μαντλέν με τα επώδυνα μυστικά της, αλλά και η καινούρια… 007 (Λασάνα Λιντς).
Το «No Time to Die» έχει το μυαλό να κουμαντάρει όλα αυτά με όση δραματική βαρύτητα του επιτρέπεται, με τις θεαματικές απαιτήσεις του είδους (ο Φουκουνάγκα είναι ένας υποδειγματικός αφηγητής παλαιάς κοπής) και με το απαραίτητο φλεγματικό χιούμορ, το οποίο αυτή τη φορά είναι διακριτικά λιγοστό, αλλά ικανό να προσφέρει την πρέπουσα αποστασιοποίηση. Απέναντί μας έχουμε έναν ώριμο, σχεδόν τρισδιάστατο κατάσκοπο που γύρισε από τον «Δόκτορα Νο» (σαφείς οι αναφορές στο στρατηγείο του κακού) και το «Skyfall» (την ταινία που τον προβίβασε σε κινηματογραφικό χαρακτήρα), στοιχειωμένο τραγικά από το παρελθόν του και αδύναμο να ακολουθήσει τις μοιραίες – όπως τις περιγράφει γλαφυρά ο Εμ – αλλαγές των καιρών.
Ποιος, για παράδειγμα, θα φανταζόταν πριν δυο ταινίες και ένα #MeToo πως το εκρηκτικό βράδυ του Τζέιμς και της Παλόμα (Άνα ντε Άρμας) θα μπορούσε να τελειώσει όπως αυτό εδώ στην Κούβα; Ο υπερκατάσκοπος του Κρεγκ όμως, παλιομοδίτης και μοντέρνος, αδίστακτος και τρυφερός, ατσαλάκωτος και βαθιά πληγωμένος, μας κάνει να το ευχαριστηθούμε με ειρωνικό χαμόγελο και να τον αποχαιρετήσουμε με γλυκόπικρη μελαγχολία. Σαν αυτή που αναδύει το τραγούδι των τίτλων αρχής από την Μπίλι Έλις, ένα από τα καλύτερα ολόκληρης της James Bond theme songs δισκοθήκης.
https://www.youtube.com/watch?v=qetRmJWkm1Q
Πηγή: athinorama.gr