Η ιδιωτικοποίηση του 49% του ΔΕΔΔΗΕ δεν είναι αρκετή
Ο Διαχειριστής Ελληνικού Δικτύου Διανομής Ηλεκτρικής Ενέργειας (ΔΕΔΔΗΕ) είναι καταστατικά αρμόδιος για «τη λειτουργία, τη συντήρηση και την ανάπτυξη του δικτύου διανομής ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα». Αρκεί να μη χιονίσει, έχει καύσωνα ή πιάσει φωτιά θα μπορούσε κάποιος να συμπληρώσει σκωπτικά αναδεικνύοντας τις παθογένειες που υπάρχουν αυτή τη στιγμή στην λειτουργία του διαχειριστή.
Ελπίδα βελτίωσης το έργο των 7,5 εκατομμυρίων έξυπνων μετρητών που θα εκτελέσει ο ΔΕΔΔΗΕ, μια επένδυση ύψους 850 εκατομμυρίων ευρώ, χρηματοδοτούμενη από το Ταμείο Ανάκαμψης, με την Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας να έχει ορίσει θεωρητικό έσοδο 6,7% έως το 2024. Αναρωτιέται όμως κανείς αν, π.χ οι τεχνοκράτες τόσο της Goldman Sachs όσο και της Eurobank που έχουν αναλάβει σύμβουλοι της ιδιωτικοποίησης, προβληματίζονται για ότι θα αναζητήσουν αγοραστή για ένα μειοψηφικό πακέτο όταν μάλιστα δεν θα συμπεριλαμβάνεται στο deal η κυριότητα των παγίων στοιχείων (αλλά μόνο μέρος της διαχείρισης) με την κερδοφορία του ΔΕΔΔΗΕ να είναι πολύ μικρή για να προσελκύσει σοβαρούς ιδιώτες επενδυτές.
Εταιρίες με σοβαρό μέγεθος που να θέλουν να πάνε μπροστά στον Διαχειριστή του Δικτύου και όχι να γίνουν μέρος του προβλήματος κατά 49%!
Ακόμα και ο ΣΥΡΙΖΑ ιδιωτικοποίησε το 66% των μετοχών του ΔΕΣΦΑ και το 49 % του ΑΔΜΗΕ.
Ποσοστιαία διστακτικό, λοιπόν το βήμα μια μερικής ιδιωτικοποίησης για μία κυβέρνηση Νέας Δημοκρατίας, που ιδεολογικά υποτίθεται υπέρ των ιδιωτικοποιήσεων αλλά δεν τολμά να προχωρήσει σε μια απόφαση για «μικρότερο κράτος» και όχι σε μία πρόσκληση ενδιαφέροντος προς τους ιδιώτες που μπορεί να αποβεί άγονη.
Ο αρμόδιος υπουργός κ. Κώστας Σκρέκας που παρέμεινε τις μέρες της «Μήδειας» χωρίς ρεύμα στο σπίτι του στο Δήμο Διονύσου για τουλάχιστον ένα εικοσιτετράωρο λόγω της κατάρρευσης του κρατικού ΔΕΔΔΗΕ αναλαμβάνει πλέον να προχωρήσει την ιδιωτικοποίηση της εταιρίας αλλά και να δείξει τόλμη και πολιτική βούληση ώστε το όφελος του δημοσίου να μην είναι μόνο λογιστικό από μία απλή συμμετοχή ιδιώτη. Η αλλαγή πρέπει να είναι ριζική και να φτάσει ως αποτέλεσμα μιας πραγματικά ψηφιακής και Πράσινης μετάβασης στον Έλληνα πολίτη και καταναλωτή.