Η ελληνική συμμετοχή στη νέα αρχιτεκτονική των Βαλκανίων
Ευρύτερες διαστάσεις ανατροπής γεωπολιτικών ισορροπιών αλλά και νέα δυναμική για την οικονομία της περιοχής, φέρνουν εξελίξεις που δρομολογήθηκαν αθόρυβα το τελευταίο διάστημα. Ο πόλεμος στην Ουκρανία και οι ανακατατάξεις στη διεθνή σκακιέρα, αναβαθμίζουν το ρόλο των Βαλκανίων. Το κρίσιμο ερώτημα είναι αν η Ελλάδα αποκτήσει το «ειδικό βάρος» που διεκδικεί στην περιοχή ως σταθεροποιητικός παράγοντας.
Μια σχετικά άγνωστη εξέλιξη αφορά τον σύγχρονο οδικό άξονα που έχει εξασφαλίσει ευρωπαϊκή χρηματοδότηση και θα συνδέει την Θεσσαλονίκη, δηλαδή την Εγνατία, μέσω Βουλγαρίας με το λιμάνι Κωνστάντζα της Ρουμανίας. Ένα έργο που αλλάζει τον χάρτη. Ο άξονας αυτός θα δώσει ευρωπαϊκή έξοδο και στην Μολδαβία τμήμα της οποία ελέγχεται από ρωσικές δυνάμεις. Επίσης θα διευκολύνει την μεταφορά ουκρανικών σιτηρών στην διεθνή αγορά χωρίς εξάρτηση από την Ρωσία ή την Τουρκία, αλλά και την μεταφορά εμπορευμάτων και δυνάμεων από την Ευρώπη.
Ο άξονας αυτός θα συμβάλλει στην ευκολότερη σύνδεση της περιοχής με την Ευρώπη, αναβαθμίζοντας την ενσωμάτωσή της στις ευρωπαϊκές αγορές αλλά και στις Δυτικές αξίες, τις αρχές της Δημοκρατίας που αμφισβητούνται σε διάφορες περιοχές. Η υποβαθμισμένη έως τώρα περιοχή των Βόρειων Βαλκανίων αποκτά αυξημένες δυνατότητες να επιταχύνει βηματισμό προς την Ευρώπη σημαντικός παράγοντας της οποίας στην περιοχή μπορεί να είναι η Ελλάδα.
Το σχέδιο που υλοποιείται με ενεργό συμμετοχή της ελληνικής κυβέρνησης και προσωπικά του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη, έρχεται σε συνέχεια της πετυχημένης αναβάθμισης της Αλεξανδρούπολης ως κέντρου μεταφοράς εφοδίων και στρατιωτικών μονάδων στην Μαύρη Θάλασσα. Ουσιαστικά, οι δυνάμεις της Δύσης απέκτησαν έτσι την δυνατότητα να βρεθούν στην Μαύρη Θάλασσα χωρίς την εμπλοκή ή εξάρτηση από την Τουρκία. Είναι μια πολύ σημαντική εξέλιξη που δημιουργεί νέες ισορροπίες. Η σημασία της πρωτοβουλίας έγινε αντιληπτή κυρίως από εκείνους που θεωρούν ότι θίγονται, ενώ αντίθετα η εγχώρια κοινή γνώμη είναι πολύ μακριά από την ουσιαστική γεωπολιτική πραγματικότητα. Η τρέχουσα φιλολογία κινείται ανάμεσα στην εύκολη «πατριωτική» μεγαλοστομία και την απόρριψη κάθε έννοιας εθνικής πολιτικής πρωτοβουλίας.
Κι όμως οι εξελίξεις τα τελευταία χρόνια έχουν αλλάξει δραστικά τον κόσμο. Ο Ινδός πρωθυπουργός Μόντι, που βρέθηκε στην Αθήνα ήρθε από το Γιοχάνεσμπουργκ όπου συμμετείχε στην σύνοδο των BRICS, διεθνή οργανισμό που οφείλει το μάλλον κακόηχο ακρωνύμιο στις χώρες που τον είχαν συστήσει, Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα, Νότια Αφρική. Ο Οργανισμός αυτός διευρύνεται με την συμμετοχή της Σαουδικής Αραβίας, του Ιράν, της Αιθιοπίας, της Αιγύπτου, της Αργεντινής, των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων. Ανεξάρτητα από την μελλοντική κατεύθυνση του οργανισμού, αποτελεί μια συνέπεια του νέου «γενναίου κόσμου» που διαμορφώνεται με ανάπτυξη πολλών διαφορετικών δυνάμεων. Δεν είμαστε βέβαιοι ότι θα είναι καλύτερος αλλά σίγουρα θα είναι διαφορετικός.
Δεν είναι τυχαία ούτε τα ανοίγματα του Ινδού πρωθυπουργού που «αναβάθμισε» την Ελλάδα σε «πύλη εισόδου» στην Ευρώπη. Το δικό του πρόβλημα είναι ότι η Κίνα με τα μεγαλειώδες πρόγραμμα μιας Ζώνης και ενός Δρόμου υλοποιεί από το 2013 στρατηγική ανάπτυξης υποδομών επενδύοντας σε σχεδόν 70 χώρες. Το γειτονικό στην Ινδία και ελάχιστα φιλικό προς αυτήν, Πακιστάν, εφαρμόζει ένα πρόγραμμα ύψους 62 δισ. δολ. για την ανάπτυξη οδικών αξόνων από τα σύνορα με την Κίνα έως το λιμάνι Γκουαντάρ της επαρχίας Μπαλοχιστάν που βρίσκεται στον κόλπο του Ομάν, στην Αραβική Θάλασσα. Η Κίνα δημιουργεί την έξοδο προς τις ευρωπαϊκές αγορές και την Μέση Ανατολή, παρακάμπτοντας την Ινδία, μια από τις λίγες δημοκρατίες στην περιοχή.