Η ελληνίδα σοπράνο που άφησε το στίγμα της στην Ιαπωνία
Από ένα «κιμονό» ξετυλίγεται η ιστορία της σοπράνο Ακριβής Ασημοκοπούλου Φουκουσάβα η οποία άφησε το στίγμα της στην Ιαπωνία
Οι αναμνήσεις είναι ό,τι πιο πολύτιμο στη ζωή ενός ανθρώπου. Η συνταξιούχος καθηγήτρια του Ανατόλια, Ντίνα Κισκήρα, τον τελευταίο καιρό είχε αρχίσει να αδειάζει το σπίτι της δωρίζοντας τα βιβλία της, τα ρούχα της και διάφορα αντικείμενα και ζούσε με τις αναμνήσεις. Υπήρχαν όμως κάποια πράγματα που τα φυλούσε ως «κόρη οφθαλμού» ακριβώς γιατί είχε αναμνήσεις. Ένα από αυτά ήταν το μεταξωτό «κιμονό», όπως το έλεγε, (στην πραγματικότητα ήταν το όμπι, δηλαδή το ζωνάρι του κιμονό) της διάσημης σοπράνο Ακριβής Ασημακοπούλου–Φουκουσάβα (1916-2001), η οποία ξεκινώντας από τη Θεσσαλονίκη έφτασε στην Ιαπωνία «μεταφέροντας» μαζί της την ευρωπαϊκή λυρική μουσική. Το όμπι αυτό της το είχε δωρίσει η ίδια η Ακριβή Ασημακοπούλου-Φουκουσάβα όταν την είχε επισκεφτεί πριν πολλά χρόνια στην Ιαπωνία.
Αυτό το μεταξωτό όμπι σώθηκε από την πυρκαγιά που ξέσπασε πέρσι, από ένα βραχυκύκλωμα στο σπίτι της Ντίνας Κισκήρα, η οποία έφυγε από τη ζωή πριν λίγες μέρες, αλλά στη συνέχεια καταστράφηκε από αμέλεια του συνεργείου που ανέλαβε να καθαρίσει το σπίτι. «Το κιμονό της Ακριβής για μένα ήταν ανεκτίμητης συναισθηματικής αξίας. Δυστυχώς το κατάστρεψε η εταιρεία που ανέλαβε να καθαρίσει το σπίτι μετά την πυρκαγιά που ξέσπασε από βραχυκύκλωμα και μαζί με αυτό κατέστρεψε κι ένα χαλάκι Hereke. Εγώ ζω με τις αναμνήσεις και το κιμονό της Ακριβής είναι αναντικατάστατο» είχε πει η Ντίνα Κισκήρα μετά από εκείνη την πυρκαγιά.
Αναμνήσεις ξετυλίγουν πτυχές από τη ζωή της Ακριβής Ασημακοπούλου-Φουκουσάβα
Από αυτό το μεταξωτό όμπι ξετυλίγονται πτυχές από τη ζωή της διάσημης σοπράνο Ακριβής Ασημακοπούλου-Φουκουσάβα. Η Ακριβή Ασημακοπούλου ήταν φίλη της Ελενίτσας Διαμαντίδου η οποία ήταν η μητέρα της Φανής Κισκήρα-Καζαντζή και της Ντίνας Κισκήρα. Η Φανή Καζαντζή φυλάει εδώ και χρόνια μια φωτογραφία της μητέρας της με την Ακριβή, ενώ η Ντίνα Κισκήρα φυλούσε ως «κόρη οφθαλμού» το κιμονό που της είχε χαρίσει η Ακριβή κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού της στην Ιαπωνία.
Η Φανή Καζαντζή σε παλαιότερη συνέντευξή της στο ΑΠΕ-ΜΠΕ αφηγούμενη τις δικές της αναμνήσεις είχε πει: «Η μητέρα μου όταν ήταν μικρή είχε πάει να μάθει κοπτική ραπτική στο ατελιέ της Αρίστης Ασημακοπούλου. Εκεί γνωρίστηκε με την κόρη της Αρίστης, την Ακριβή και κάνανε παρέα. Η μητέρα μου αντί να μάθει κοπτική έμαθε… μόνο ραπτική, γιατί προτιμούσε να φοράει μοντελάκια από το Παρίσι και να κάνει παρέα με την Ακριβή, η οποία όπως μας έλεγε ήταν πολύ μορφωμένη. Μάλιστα επειδή η μητέρα μου είχε καλή φωνή όταν συναντούσε την Ακριβή τραγουδούσαν μαζί. Όμως περισσότερα θα ξέρει ο Δημήτρης Αναστασιάδης που η μητέρα του εργαζόταν στο σπίτι της οικογένειας Ασημακοπούλου».
Η συνέχεια της ιστορίας «έκρυβε» μια έκπληξη. Ο Δημήτρης Αναστασιάδης ήταν δεύτερος ξάδελφος της Ακριβής. Η μητέρα του, που καταγόταν από ένα χωριό της Μεγαλούπολης της Αρκαδίας, και ο πατέρας της Ακριβής ήταν πρώτα ξαδέλφια, και όταν έμεινε ορφανή σε μικρή ηλικία ήρθε στη Θεσσαλονίκη ως ψυχοκόρη στο σπίτι της οικογένειας του ξαδέλφου της.
«Η Ακριβή ήταν κόρης της Αρίστης και του Κωνσταντίνου Ασημακοπούλου ο οποίος ήταν πρώτος ξάδελφος της μητέρας μου. Η μητέρα της Ακριβής ήταν από την Κωνσταντινούπολη και η οικογένεια ήρθε στη Θεσσαλονίκη λίγο μετά τη γέννησή της. Ο Κωνσταντίνος Ασημακόπουλος έφερνε υφάσματα από το Παρίσι και η Αρίστη, που ήταν μεγάλη και τρανή μοδίστρα, έραβε με αυτά φορέματα για όλες τις κυρίες της καλής κοινωνίας, στο ατελιέ της που λεγόταν «Ερμείον» και ήταν απέναντι από το Λευκό Πύργο. Αργότερα το ατελιέ της το μετέφερε στην οδό Παλαιών Πατρών Γερμανού 9. Η Ακριβή ήταν η μεγαλύτερη κόρη της οικογένειας, η οποία είχε άλλα δυο κορίτσια, την Ιφιγένεια που παντρεύτηκε έναν Άγγλο και εγκαταστάθηκε στην Αγγλία και την Ολυμπία, που τη λέγαμε Μπίτσα, και πέθανε στην Ιαπωνία από ασιατική γρίπη. Η Ακριβή είχε ταλέντο στη μουσική και πολύ καλή φωνή, γι αυτό τη στείλανε στο Παρίσι να σπουδάσει, όπου και γνώρισε έναν πλούσιο Ιάπωνα, τον Φουκουσάβα τον οποίο και παντρεύτηκε. Όταν πέθανε ο πατέρας της Ακριβής εγώ ήμουν μόνο δύο χρονών και αυτή τότε είχε πάει στο Παρίσι για να σπουδάσει. Εκείνη την εποχή γινόταν μια διαδήλωση των δημοκρατικών και ο Κωνσταντίνος Ασημακόπουλος βγήκε και φώναξε ένα σύνθημα υπέρ του βασιλιά, κάποιος τον χτύπησε με ένα ξύλο στο κεφάλι και λίγο αργότερα πέθανε» είχε αφηγηθεί σε παλαιότερη συνέντευξη του στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Δημήτρης Αναστασιάδης.
«Την Ακριβή τη γνώρισα γύρω στη 10ετία του ΄50 όταν είχε έρθει στη Θεσσαλονίκη με την κόρη της την Εμι, την οποία τότε την είχα πάει σε ένα κλαμπ εκείνης της εποχής ,το Αριγκάτο, και θυμάμαι που την είχα ρωτήσει «τι θα πει αριγκάτο;» και που είπε ότι σημαίνει «ευχαριστώ». Η Ακριβή ήταν μια πολύ όμορφη γυναίκα, πολύ κομψή, είχε μια πολύ ωραία κόμμωση, γαλανά μάτια και ένα δέρμα διάφανο. Εκτός από την Έμι είχε και έναν γιο τον Γιούκιο που ήταν πολύ όμορφος. Φανταστείτε έναν Ιάπωνα με γαλανά μάτια. Δυστυχώς σκοτώθηκε πολύ νέος, 25 χρονών. Ήταν ραλίστας και έχασε τη ζωή του σε ένα ατύχημα όταν έκανε μια δοκιμή για ένα καινούριο μοντέλο αυτοκινήτου της Τογιότα. Εγώ δεν τον είχα γνωρίσει τον Γιούκιο αλλά η Ακριβή όταν είχε έρθει στη Θεσσαλονίκη μιλούσε με καμάρι για το γιό της» είχε πει ο Δημήτρης Αναστασιάδης.
Η περιπετειώδης ζωή της Ακριβής Ασημακοπούλου-Φουκουσάβα
Η Ακριβή Ασημακοπούλου γεννήθηκε το 1916 στην Κωνσταντινούπολη και ένα χρόνο μετά οι γονείς της εγκαταστάθηκαν στη Θεσσαλονίκη. Όπως η ίδια είχε πει σε μια συνέντευξή της, όταν ήταν 5-6 ετών ο πατέρας της, ο οποίος αγαπούσε τη μουσική, της αγόρασε ένα πιάνο και έτσι άρχισε να κάνει μαθήματα. Σε ηλικία 12 ετών άρχισε να φοιτά στο Ωδείο της Θεσσαλονίκης όπου έκανε μαθήματα πιάνου και σολφέζ και το 1932 πήρε το πρώτο βραβείο σε διαγωνισμό πιάνου. Οι δάσκαλοί της όμως της είπαν ότι θα ήταν καλύτερα να ασχοληθεί με τη φωνητική επειδή τα δάχτυλά της ήταν κοντά. Έτσι άρχισε να κάνει κρυφά μαθήματα φωνητικής γιατί ο πατέρας της πίστευε ότι είναι σκανδαλώδες να ασχολείται με το τραγούδι μια νέα ανύπαντρη κοπέλα. Τελικά όμως αποδέχτηκε την επιλογή της κόρης του και έτσι αυτή άρχισε να κάνει μαθήματα με την Καρολίνα Καπάσο, αδελφή του Ιταλού πρόξενου στη Θεσσαλονίκη.
Το 1932 η Ακριβή πήγε μαζί με τη μητέρα της στη Βιέννη όπου έκανε μαθήματα με τον καθηγητή Μαξ Κλάιν. Ένα χρόνο μετά το θάνατο του πατέρα της, το 1937 πήγε στo Παρίσι όπου συνέχισε τις σπουδές της στο Conservatoire Nationale Superior de Musique και το 1938 πήρε το πρώτο βραβείο σε διαγωνισμό φωνητικής.
Ο δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος τη βρήκε στο Παρίσι όπου μαζί με την καθηγήτριά της Claire Croiza και άλλους 3-4 σπουδαστές του Conservatoire κατάφεραν να το κρατήσουν ανοιχτό στη διάρκεια της Κατοχής. Τον σύζυγό της Σιντάρο Φουκουσάβα, τον γνώρισε σε μια δεξίωση που είχε γίνει την ημέρα της Αγίας Αικατερίνης, η οποία ήταν γιορτή των Catherinettes, όπως λεγόταν τα ηλικίας γάμου ανύπαντρα κορίτσια.
Ο Σιντάρο Φουκουσάβα που είχε σπουδάσει πολιτικές επιστήμες στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου του Κέιο, (το οποίο είχε ιδρύσει ο πατέρας του Γιουκίκι Φουκουσάβα που αναγνωρίστηκε ως εθνική φυσιογνωμία της Ιαπωνίας) έκανε μεταπτυχιακό στο Παρίσι και στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου εργαζόταν ως υπάλληλος μερικής απασχόλησης στην Ιαπωνική πρεσβεία.
Η Ακριβή και ο Σιντάρο παντρεύτηκαν το 1942 και το ΄43 γεννήθηκε ο γιος του Σάκιο ή Γιούκιο. Το 1944 με την απόβαση των συμμάχων στη Νορμανδία το ζεύγος μαζί με όλους τους Ιάπωνες πολίτες που ζούσαν στο Παρίσι αναγκάζεται να αναχωρήσει για την Γερμανία, και φτάνει στο Βερολίνο. Το 1945 λόγω των βομβαρδισμών φεύγουν από το Βερολίνο και φτάνουν σε μια πόλη της Αυστρίας νότια του Σάλτσμπουργκ όπου τον Ιούνιο συλλαμβάνονται από τους Αμερικανούς στρατιώτες ως αιχμάλωτοι πολέμου, μεταφέρονται στη Χάβρη της Γαλλίας και από εκεί με καράβι στις ΗΠΑ. Όσο το καράβι διέσχιζε τον Ατλαντικό οι Αμερικανοί έριξαν τις ατομικές βόμβες στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι.
Τελικά η οικογένεια έφτασε στη Νέα Υόρκη και από εκεί με τρένο μεταφέρθηκαν σε μια ορεινή περιοχή της Πενσυλβάνια. Στις 15 Αυγούστου έληξε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος και στα μέσα Νοεμβρίου του ιδίου έτους πήγαν στο Σιάλτ και από εκεί έφυγαν για την Ιαπωνία, όπου έφτασαν στις 5 Δεκεμβρίου.
Ο μουσικός κόσμος της Ιαπωνίας γνώρισε την Ακριβή Φουκουσάβα, όταν αυτή έκανε το ντεμπούτο της τον Μάρτιο του 1949 ερμηνεύοντας το ρόλο της Ευρυδίκης στην όπερα «Ορφέας και Ευρυδίκη» με την Συμφωνική Ορχήστρα του Τόχο (Συμφωνική Ορχήστρα του Τόκιο). Η Ακριβή Ασημακοπούλου-Φουκουσάβα έδωσε πολλά ρεσιτάλ και πρωταγωνίστησε σε όπερες, αφήνοντας το στίγμα της στην μεταπολεμική ιστορία της δυτικής μουσικής στην Ιαπωνία.