Πώς οι αχιβάδες έκαναν διάσημο το hot dog - Η απίστευτη ιστορία
Το πιο iconic street food έχει την πιο συναρπαστική και λαχταριστή ιστορία δημιουργίας.
Μια από τις αγαπημένες ιστορίες της γαστρονομίας είναι η προέλευση ενός από τα πιο χαρακτηριστικά εδέσματα του street food. Το ταπεινό hot dog.
Εάν κάποιο φαγητό αντιπροσωπεύει καλύτερα την αμερικανική νοοτροπία αυτό είναι το μακρόστενο ψωμάκι με το ψητό λουκάνικο Φρανκφούρτης που είναι γαρνιρισμένο με πίκλες, κέτσαπ και μουστάρδα και πωλείται σε όλες τις γωνιές.
Στην πραγματικότητα, προέκυψε την περίοδο όπου οι ΗΠΑ άρχισαν να προσαρτούν τις πολιτείες, τη δεκαετία του 1860 μετά τον Αμερικανικό Εμφύλιο, και η χώρα αποκτούσε σιγά σιγά τη δική της ταυτότητα. Τότε έκανε την εμφάνιση του και το γρήγορο αυτό είδος σάντουιτς που έμελλε να σφραγίσει την αμερικανική γαστρονομική κουλτούρα.
Όλα ξεκίνησαν στον πεζόδρομο του Coney Island της Νέας Υόρκης. Στη γωνία των λεωφόρων Surf και Stillwell, ο κόσμος συνωστίζεται, ακόμη σήμερα, για να δοκιμάσει έστω και μια φορά το περίφημο χοτ ντογκ από το «Nathan's Famous».
Όπως χαρακτηριστικά είπε ένας Νεοϋορκέζος στο BBC, «πατέρας» του χοτ ντογκ ήταν ένας Γερμανός μετανάστης ονόματι Charles L. Feltman που σέρβιρε τα γνωστά ψωμάκια με το ψητό λουκάνικο Φρανκφούρτης κατά μήκος της πολυσύχναστης, πλέον, παραλιακής.
Η αχιβάδα που εκτόξευσε το hot dog
Ο Feltman ήρθε στις ΗΠΑ το 1856. Όπως πολλοί Γερμανοί μετανάστες εκείνη την εποχή, έφερε μαζί του τη συνταγή για τα αγαπημένα του λουκάνικα Φρανκφούρτης. Το επάγγελμα του ήταν αρτοποιός οπότε για να βιοποριστεί άνοιξε έναν φούρνο στο Μπρούκλιν το 1865. Η φήμη του εξαπλώθηκε πολύ γρήγορα και αποφάσισε να αγοράσει ένα καροτσάκι προκειμένου να μπορέσει να βγάλει τα προϊόντα του στην παραλιακή και να προσελκύσει περισσότερους πελάτες. Παράλληλα όμως, πωλούσε αχιβάδες που μάζευε από τη θάλασσα.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1860, εγκαινιάστηκε ο σιδηρόδρομος Coney Island and Brooklyn Railroad με την προσέλευση του κόσμου στο Μανχάταν να αυξάνεται. Ο Feltman είδε την πελατεία του να πολλαπλασιάζεται οπότε αποφάσισες να αυξήσει τα προϊόντα. Όπως αναφέρει ο Richard F. Snow, πρώην συντάκτης του American Heritage Magazine, ορισμένοι πελάτες ζήτησαν ζεστό φαγητό αντί για παγωμένες αχιβάδες. Έτσι, το 1867, ο Feltman πήγε στον σιδηρουργό που του έφτιαξε το καροτσάκι και του ζήτησε να το τροποποιήσει. Ο τεχνίτης προσέθεσε μια ξυλόσομπα για το ψήσιμο των λουκάνικων και ένα μεταλλικό κουτί για το ζέσταμα του ψωμιού.
Το καλοκαίρι, μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου, ο Feltman συνέχιζε να κινείται στην παραλία του Coney Island, ως πλανόδιος έμπορος, και να πουλάει τα «Coney Island red hots» όπως ήταν τότε γνωστά (τα κόκκινα ζεστά του Coney Island). Ημερησίως έφτανε ακόμη και τα 4.000 κομμάτια.
Παραδοσιακά τα λουκάνικα στη Γερμανία σερβίρονταν χωρίς ψωμί, αλλά η προσθήκη αυτή βοηθούσε στο να καταναλώνονται πιο ευχάριστα στην παραλία. Ο όρος «hot dog» επινοήθηκε λίγα χρόνια αργότερα. Σύμφωνα με ιστορικούς της γαστρονομίας, το 1901, σε έναν αγώνα baseball, ένας θεατής φώναξε στον πωλητή «Δώσε μου ένα από αυτά τα hot dogs που κρατάς». Το «dog» παρέπεμπε στη ράτσα σκύλου Dachshunds γνωστά κοινώς και ως «σκυλιά λουκάνικα».
Το 1871, ο Feltman νοίκιασε ένα μικρό παραθαλάσσιο οικόπεδο και άνοιξε ένα εστιατόριο το οποίο ονόμασε Feltman's Ocean Pavilion. Μέσα σε 30 χρόνια ο Γερμανός μετανάστης κατάφερε να φτιάξει μια αυτοκρατορία καθώς από το μικρό, ταπεινό, καρότσι ήρθαν οι επεκτάσεις με 9 καταστήματα και ένα ολόκληρο θεματικό πάρκο που κάποτε φιλοξένησε και τον Αμερικανό πρόεδρο William Taft.
Στο αποκορύφωμά του, το Feltman κατάφερε να παράγει έως και 40.000 hot dogs την ημέρα. Πέθανε το 1910 ως ένας απόλυτα πετυχημένος επιχειρηματίας καθώς ως τη δεκαετία του 1920, το Feltman's θεωρούνταν το μεγαλύτερο εστιατόριο στον κόσμο.