Γρηγόρης Λέων: Γιατί δεν έγιναν νεκροτομές στους ασθενείς με COVID-19 που κατέληξαν
Γρηγόρης Λέων: Τη στιγμή που γράφεται αυτό το άρθρο οι θάνατοι στην Ελλάδα από COVID-19 έχουν μόλις ξεπεράσει τους 160, ενώ η χώρα επιστρέφει σε μία σχετική κανονικότητα. Όλη αυτή τη χρονική περίοδο σε γενικές γραμμές τηρήθηκαν από τους πολίτες οι κατευθύνσεις των επιστημόνων, γι’ αυτό ακριβώς και είχαμε ως χώρα τις λιγότερες δυνατές απώλειες σε ανθρώπινες ζωές. Υπάρχουν βέβαια και κάποιοι ελάχιστοι πολίτες που αμφισβητούσαν τα επιστημονικά δεδομένα και που «έβλεπαν» πίσω από την πανδημία μία παγκόσμια συνωμοσία. Στο πλαίσιο αυτό, μπήκαμε στο στόχαστρο και οι Έλληνες ιατροδικαστές παρότι ήμασταν από τους πρώτους που θέσαμε και κοινοποιήσαμε σαφείς οδηγίες για τη μεταθανάτια διαχείριση των σορών.
«Θέλουν να κρύψουν τους νεκρούς γι’ αυτό δεν κάνουν νεκροτομές» έλεγαν κάποιοι. «Τους καταγράφουν όλους ως θανάτους από COVID-19 ενώ είναι από άλλα αίτια» λέγανε άλλοι. Ήδη από τις κυρίως δύο σκέψεις που προαναφέρθηκαν φαίνεται σαφώς ότι αυτές είναι αλληλοαναιρούμενες. Γιατί όταν ακολουθείς συγκεκριμένες κατευθυντήριες οδηγίες δεν είναι δυνατόν και να κρύβεις, άρα να δείχνεις λιγότερους θανάτους και να καταγράφεις περισσότερους. Για να ξεκαθαρίσουμε, όμως, τη σύγχυση που υπήρχε σε αυτούς τους λίγους ας εξηγήσουμε κάποια επιστημονικά δεδομένα.
Ιατροδικαστική διερεύνηση, με διαδικασία νεκροψίας νεκροτομής, πραγματοποιείται κυρίως στους αιφνίδιους μη διαγνωσμένους θανάτους καθώς και στους βίαιους θανάτους. Βίαιοι θάνατοι είναι αυτοί που επέρχονται από κάποιο εξωτερικό παράγοντα, τέτοιοι νοούνται και οι θάνατοι από ατυχήματα (τροχαία, εργατικά κ.α.), από ναρκωτικά, από πνιγμό εντός ύδατος (σε θάλασσα, λίμνη ή αλλού), από όπλα, μαχαίρια κτλ. Τονίζεται ότι σε όλους τους βίαιους θανάτους είναι υποχρεωτική η ιατροδικαστική διερεύνηση του θανάτου, δηλαδή δεν επιτρέπεται για παράδειγμα κάποιος παθολόγος να υπογράψει πιστοποιητικό θανάτου με αιτία «πνιγμό εντός θαλάσσιου ύδατος».
Στους αιφνίδιους θανάτους κατατάσσονται αυτοί που επέρχονται σε ένα φαινομενικά υγιές άτομο μέσα σε ένα μικρό σχετικά χρονικό διάστημα, κάποιων ωρών, από την πρώτη συμπτωματολογία. Για παράδειγμα, ένα φαινομενικά υγιές άτομο ξαφνικά παρουσιάζει ένα αιφνίδιο πόνο στο στήθος (στηθάγχη) και μετά από κάποιες ώρες καταλήγει. Εάν το άτομο αυτό μεταφερθεί έγκαιρα στο νοσοκομείο, του γίνουν όλες οι ικανές εξετάσεις (καρδιογράφημα, τροπονίνη κ.α) και διαγνωσθεί έμφραγμα του μυοκαρδίου από το οποίο θα καταλήξει, τότε ο θεράπων ιατρός μπορεί να συμπληρώσει το πιστοποιητικό θανάτου. Σε περίπτωση που το ίδιο άτομο δεν προλάβει στο νοσοκομείο να υποβληθεί στις απαραίτητες εξετάσεις και συνεπώς δεν διαγνωσθεί, αυτό οφείλεται να οδηγηθεί σε νεκροψία- νεκροτομή.
Ομοίως ακριβώς γίνεται και για τους ασθενείς που διαγιγνώσκονται με COVID-19. Εφόσον ένας ασθενής εισαχθεί σε ένα νοσοκομείο, διαγνωσθεί με COVID-19 και καταλήξει, αυτός δεν πρέπει να οδηγηθεί σε νεκροψία νεκροτομή αλλά ο θεράπων ιατρός του συμπληρώνει το πιστοποιητικό θανάτου. Εφόσον υπάρχουν και υποκείμενα νοσήματα στο πιστοποιητικό θανάτου υπάρχουν αντίστοιχοι στίχοι όπου αυτά θα πρέπει να συμπληρώνονται. Για να εξηγήσουμε λίγο το τελευταίο, καθώς πρόσφατα απέκτησε ιδιαίτερη διάσταση, όταν ένας υπερτασικός καταλήξει από COVID-19 θα πρέπει αμφότερες οι παθολογίες (υπέρταση και COVID) να καταγράφονται στα αντίστοιχα σημεία.
Επίσης, έστω ότι σε ένα ασθενή η αλληλουχία των γεγονότων είναι COVID-19, πνευμονία, σήψη, πολυοργανική ανεπάρκεια, θάνατος. Σε αυτή την περίπτωση είναι λάθος να αναφερθεί ως αιτία θανάτου μόνο η τελική πολυοργανική ανεπάρκεια αφού αυτή δεν θα επερχόταν εάν αρχικά δεν είχαμε την COVID-19. Σε γενικές γραμμές, για την ιατροδικαστική επιστημονική κοινότητα ο θάνατος από τον ιό SARS-CoV-2 είναι μία ιογενής νόσος η οποία αρχικά ήταν εντελώς άγνωστη.
Όλες οι κατευθυντήριες οδηγίες που εκδόθηκαν για τη μεταθανάτια διαχείριση αυτών των περιστατικών ήταν βασισμένες στις βασικές αρχές της επιστήμης και στα χαρακτηριστικά του ιού. Μάλιστα η ελληνική ιατροδικαστική εταιρία ήταν από τις πρώτες εθνικές επιστημονικές εταιρίες η οποία εξέδωσε οδηγίες βάση των επιστημονικών δεδομένων και οι οποίες ήταν εναρμονισμένες τόσο με τον παγκόσμιο οργανισμό υγείας, με τον ΕΟΔΥ αλλά και με όσες επιστημονικές οδηγίες υπήρχαν έως τότε. Είναι δε ιδιαίτερα σημαντικό ότι μέχρι σήμερα καμία ιατροδικαστική εταιρία ανά τον κόσμο δεν κατέγραψε κάτι διαφορετικό.
Εν κατακλείδι, η ελληνική ιατροδικαστική κοινότητα έπραξε το επιστημονικά ορθό και δεν κατηύθυνε προς διερεύνηση τους επιβεβαιωμένους ασθενείς με COVID-19 που κατέληξαν. Αυτό πρόσταζαν τα διδάγματα της ιατροδικαστικής επιστήμης αλλά και τα μέχρι σήμερα δεδομένα της ιατρικής επιστήμης γενικότερα. Οι Έλληνες ιατροδικαστές ορθώς έμειναν ανεπηρέαστοι από τις όποιες διαφορετικές, μη υπεύθυνες, ελάχιστες φωνές.
Το μόνο κριτήριο για έναν επιστήμονα θα πρέπει να είναι η ίδια του η επιστήμη, ακόμα και όταν αυτή δεν γίνεται εύκολα αντιληπτή από το ευρύ κοινό. Αυτό ακριβώς πράξαμε ως ιατροδικαστές και στην περίπτωση της συγκεκριμένης πανδημίας και αποτελέσαμε ένα ακόμα μικρό επιτυχημένο κρίκο στην αλυσίδα της αίσιας έκβασης της νόσου στη χώρα μας.
Δρ. Γρηγόρης Λέων
Ιατροδικαστής- Πρόεδρος Ελληνικής Ιατροδικαστικής Εταιρίας