Γραφείο Προϋπολογισμού: «Ναι» σε μειώσεις φόρων «όχι» σε 13ο, 14ο μισθό - Πλεόνασμα ρεκόρ το 2024
Όπως αναφέρεται στην έκθεση, η ελληνική οικονομία το 2024 κατέγραψε υπερδιπλάσιο ρυθμό ανάπτυξης σε σχέση με την Ευρωζώνη.

Υπέρ των παρεμβάσεων στη φορολογική κλίμακα για ελάφρυνση των βαρών στη μισθωτή εργασία τάχθηκε ο επικεφαλής του Γραφείου του Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, Γιάννης Τσουκαλάς, παρουσιάζοντας την τριμηνιαία έκθεση για τη πορεία της οικονομίας. Παράλληλα έδειξε «κόκκινη κάρτα» στην επαναφορά του 13ου και 14ου μισθού και έκλεισε την πόρτα σε παροχές από το πλεόνασμα του 2024, εκτιμώντας ότι μπορεί να είναι υψηλότερο ακόμα και από το 3,5% του ΑΕΠ.
Σύμφωνα με τον κ. Τσουκαλά, ο δημοσιονομικός χώρος που ενδέχεται να προκύψει από την ευρωπαϊκή συμφωνία για τις αμυντικές δαπάνες θα μπορούσε, ανάλογα με το εύρος του, να αξιοποιηθεί για κοινωνικές πολιτικές που ενισχύουν την παραγωγική δυναμικότητα της ελληνικής οικονομίας ενώ το «μαξιλάρι» από τα έξτρα έσοδα από τη φοροδιαφυγή θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί για τη μείωση της φορολογίας στη μισθωτή εργασία.
Όπως αναφέρεται στην έκθεση, η ελληνική οικονομία το 2024 κατέγραψε υπερδιπλάσιο ρυθμό ανάπτυξης σε σχέση με την Ευρωζώνη, καθώς το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 2,3% συνολικά για το έτος, ενώ το τέταρτο τρίμηνο έτρεξε με ρυθμό 2,6% σύμφωνα με τα προσωρινά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ.
Η θετική αυτή επίδοση αποδίδεται κυρίως στην αύξηση των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών (3,6% συνολικά, 5,9% για υπηρεσίες και 1,6% για αγαθά) και στην άνοδο των επενδύσεων παγίου κεφαλαίου κατά 9,0%. Αντίθετα, η ιδιωτική κατανάλωση παρουσίασε επιβράδυνση, με ετήσιο ρυθμό αύξησης 0,8% το τέταρτο τρίμηνο, αν και συνολικά για το 2024 κατέγραψε 2,1%. Αρνητική συμβολή είχαν η δημόσια κατανάλωση (-3,4%) και η αύξηση των εισαγωγών κατά 2,4%.
Αναβάθμιση αξιολόγησης και ευνοϊκές συνθήκες χρηματοδότησης
Η Moody’s, ο τελευταίος από τους τρεις μεγάλους οίκους αξιολόγησης, αναβάθμισε το αξιόχρεο της χώρας στην κατηγορία της επενδυτικής βαθμίδας, ακολουθώντας τις αναβαθμίσεις των Scope και DBRS. Αυτό δημιουργεί ευνοϊκότερες συνθήκες χρηματοδότησης για την ελληνική οικονομία, ενισχύοντας την εμπιστοσύνη των επενδυτών.
Διεθνές περιβάλλον και επιπτώσεις
Η παγκόσμια οικονομία βρίσκεται σε κρίσιμη καμπή λόγω γεωπολιτικών εντάσεων και οικονομικής αβεβαιότητας, κυρίως εξαιτίας της εμπορικής διαμάχης μεταξύ ΗΠΑ, ΕΕ και Κίνας. Παράλληλα, μια πιθανή ειρηνευτική συμφωνία στην Ουκρανία θα μπορούσε να βελτιώσει τις προοπτικές ανάπτυξης στην Ευρώπη. Οι προστατευτικές πολιτικές και οι δασμοί επηρεάζουν αρνητικά το παγκόσμιο εμπόριο, ενώ οι εφοδιαστικές αλυσίδες παραμένουν υπό πίεση, ενισχύοντας τις πληθωριστικές τάσεις.
Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ενέκρινε ένα πακέτο αμυντικών δαπανών ύψους 800 δισ. ευρώ, εκ των οποίων 150 δισ. ευρώ θα προέλθουν από ευρωπαϊκό δανεισμό μέσω του εργαλείου SAFE. Παράλληλα, η Γερμανία αποφάσισε δημοσιονομική επέκταση ύψους 500 δισ. ευρώ, σηματοδοτώντας αλλαγή στο οικονομικό της μοντέλο, γεγονός που ενδέχεται να ωφελήσει συνολικά την Ευρωζώνη και την Ελλάδα.
Οι προκλήσεις για την Ελλάδα
Η ελληνική οικονομία αναπτύσσεται ταχύτερα από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης, ωστόσο οι προκλήσεις παραμένουν. Οι εξωτερικοί κίνδυνοι, όπως η γεωπολιτική αβεβαιότητα και η προστατευτική πολιτική των ΗΠΑ, απαιτούν συνεχή προσαρμογή. Η δημοσιονομική στρατηγική πρέπει να επικεντρωθεί στη μείωση του δημόσιου χρέους και στη στήριξη των επενδύσεων, με στόχο την ενίσχυση της παραγωγικότητας και της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας.
Η αναμενόμενη νέα δασμολογική πολιτική των ΗΠΑ, που ενδέχεται να επηρεάσει αρνητικά τις ελληνικές εξαγωγές χάλυβα και αλουμινίου, αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους κινδύνους για τη βαριά βιομηχανία της χώρας. Με βάση το παράδειγμα του 2018, όταν οι ΗΠΑ επέβαλαν δασμούς 25% στον χάλυβα και 10% στο αλουμίνιο, οι ελληνικές εξαγωγές χάλυβα αποδείχθηκαν ιδιαίτερα ευαίσθητες σε τέτοιες μεταβολές, ενώ το αλουμίνιο διατήρησε μεγαλύτερη ανθεκτικότητα.
Φορολογική συμμόρφωση και είσπραξη οφειλών
Στον τομέα της φορολογικής συμμόρφωσης, το Κενό Είσπραξης Οφειλών προς τη Φορολογική Διοίκηση διαμορφώθηκε στο 0,8% το 2024, το χαμηλότερο επίπεδο από το 2000, αντικατοπτρίζοντας τη βελτίωση των εισπρακτικών μηχανισμών. Το συνολικό ληξιπρόθεσμο υπόλοιπο διαμορφώθηκε στα 106,3 δισ. ευρώ, σημειώνοντας μείωση κατά 7% σε ετήσια βάση.