Γραφείο Προϋπολογισμού Βουλής: Κίνδυνος στην ελληνική οικονομία για έλλειμμα και πληθωρισμό
Τον κώδωνα κινδύνου για την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας έκρουσε το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής διά στόματος του επικεφαλής, Φραγκίσκου Κουτεντάκη, στο πλαίσιο της παρουσίασης της τριμηνιαίας έκθεσής του.
Το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής τονίζει ιδιαίτερα τους κινδύνους που προκύπτουν από την εκτόξευση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών στο 10% του ελληνικού ΑΕΠ και την πολύ μικρότερη άνοδο του ελληνικού ΑΕΠ, μέσα στο 2023 σε σχέση με το 2022.
Στην έκθεση του Δ’ τριμήνου του 2022 γίνεται αναφορά στην εκτόξευση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών στα 20 δισ. ευρώ στο τέλος του 2022, αριθμός σχεδόν δεκαπλάσιος σε σχέση με τα 2,7 δισ. ευρώ το 2019, ενώ αναμένεται πολύ μικρότερη άνοδος του ελληνικού ΑΕΠ μέσα στο 2023, σε σύγκριση με το 5,9% της περσινής χρονιάς.
Για πληθωρισμό
Ο κ. Κουτεντάκης διαψεύδει το αφήγημα της κυβέρνησης για βελτίωση της κατάστασης σε ό,τι αφορά τον πληθωρισμό και τονίζει ότι μολονότι βαίνει μειωμένος το 2023 σε σχέση με το 2022, εντούτοις, «συρρικνώνει το πραγματικό εισόδημα μεγάλου μέρους των νοικοκυριών, ειδικά των πιο ευάλωτων, με αποτέλεσμα την αύξηση της κοινωνικής ανισότητας και των κοινωνικών εντάσεων».
Στην έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής γίνεται αναφορά στην κατάσταση του Κράτους Δικαίου στην Ελλάδα και τη λειτουργία των θεσμών, καθώς αναφέρεται ότι «η επιτροπή LIBE του Ευρωκοινοβουλίου, το State Department και το διεθνές παρατηρητήριο V-Dem προέβησαν σε αρνητικές διαπιστώσεις».
Τέλος, αναφορά γίνεται ακόμη και στην κακή κατάσταση των δημόσιων υποδομών, στον απόηχο του τραγικού δυστυχήματος των Τεμπών, που στοίχισε τη ζωή σε 57 ανθρώπους. «Η συζήτηση για τις δημόσιες επενδύσεις και υποδομές, το μεγαλύτερο μέρος των οποίων χρηματοδοτείται από Ευρωπαϊκούς πόρους, δεν θα πρέπει να εξαντλείται στο ύψος των ταμειακών εισπράξεων και τα ποσοστά απορρόφησης αλλά να εξετάζει και το πραγματικό όφελος των δημόσιων έργων, τις επιπτώσεις τους στις συνθήκες ζωής των πολιτών και την παραγωγικότητα των επιχειρήσεων και, το κυριότερο, τον βαθμό αποτελεσματικής και υπεύθυνης διαχείρισής τους από τους αρμόδιους φορείς» επισημαίνεται, μεταξύ άλλων, στην έκθεση.