Γιώργος Κιμούλης: Αγωγή κατά της Ζέτας Δούκα, Νίκου Ψαρά, Δώρας Χρυσικού και του ΣΕΗ
Με τις πολυσέλιδες αγωγές του ο ηθοποιός ζητά αποζημίωση για ηθική και περιουσιακή βλάβη, τις οποίες υπέστη μετά τη δημόσια καταγγελία που έκανε η Ζέτα Δούκα σε βάρος του κατά τη διάρκεια τηλεοπτικής συνέντευξης της. Υπενθυμίζεται, ότι η δημοφιλής ηθοποιός είχε καταγγείλει τον κ. Κιμούλη για άσκηση λεκτικής και σωματικής βίας, κατά τη διάρκεια συνεργασίας τους στο πλαίσιο θεατρικής παράστασης.
Την ίδια στιγμή, ο Γιώργος Κιμούλης κατέθεσε δεύτερη αγωγή και κατά του ΣΕΗ, κατηγορώντας το σωματείο του για μεροληπτική συμπεριφορά προς το πρόσωπό του, η οποία τον έβλαψε σε τέτοιο βαθμό ώστε να διακοπεί κάθε συνεργασία του και ο ίδιος να υποστεί μεγάλη ηθική και επαγγελματική ζημία.
Η αγωγή κατά των 3 ηθοποιών
Η πρώτη αγωγή του Γιώργου Κιμούλη στρέφεται κατά των τριών συναδέλφων του στην παράσταση «Πιο Κοντά», Ζέτας Δούκα, Δώρας Χρυσικού και Νίκου Ψαρρά. Οι δύο τελευταίοι με ανακοίνωση τους την επόμενη ημέρα της δημόσιας τοποθέτησης της κ. Δούκα ανέφεραν ότι ήταν μπροστά σε πολλά από τα περιστατικά που εκείνη κατήγγειλε και δήλωναν πρόθυμοι να καταθέσουν στις αρμόδιες αρχές εφόσον κληθούν.
Ο κ. Κιμούλης ζητά ποσό 231.227,80 ευρώ για την περιουσιακή του ζημία, ενώ για την ηθική βλάβη ζητά από την Ζέτα Δούκα 250.000 ευρώ, από τη Δώρα Χρυσικού 125.000 ευρώ και τον Νίκο Ψαρρά 125.000 ευρώ. «Η ως άνω παράσταση ανέβηκε στο θέατρο Αθηνών, κατά τη θεατρική περίοδο 2008-2009, δηλαδή, 13 χρόνια πριν από την ως άνω «καταγγελία». Την λέξη «καταγγελία» θέτω εντός εισαγωγικών, διότι ουδέποτε έγινε επίσημη καταγγελία εις βάρος μου από την ά των εναγομένων (σ.σ. την κυρία Δούκα), σε ουδεμία αρμόδια Αρχή, ουδεμία διαμαρτυρία, υπό οιανδήποτε μορφή, εκδηλώθηκε ποτέ από την πλευρά των εναγομένων εναντίον μου και ουδεμία εξώδικη ή δικαστική όχληση είχα ποτέ εκ μέρους της για οποιοδήποτε ζήτημα και για οποιοδήποτε λόγο», αναφέρει στην αγωγή του ο κ. Κιμούλης.
Και συνεχίζει: «Η συντριπτική πλειονότης των ανθρώπων με τους οποίους έχω συνεργαστεί, παρά την απρόσμενη και τεράστια διάσταση που έλαβε το κατωτέρω, αναλυτικά περιγραφόμενο, ζήτημα της δήθεν αντισυναδελφικής μου συμπεριφοράς, μετά την ανωτέρω «καταγγελία», σε ουδεμία περίπτωση υποστήριξαν την επίθεση, που αναιτίως δέχθηκα εκ μέρους της α’ των εναγομένων. Είναι δε αξιοσημείωτο ότι απέναντι στους συναδέλφους μου, που προέβησαν σε δημόσιες δηλώσεις σε βάρος μου, ήδη ισάριθμοι αυτόπτες μάρτυρες έσπευσαν να καταθέσουν υπέρ μου, καταρρίπτοντας έναν προς έναν όλους τους ισχυρισμούς περί καταχρηστικών εκτός ορίων, μη ανεκτών ή μη νόμιμων δήθεν συμπεριφορών μου».
Μάλιστα, η αγωγή δεν αναφέρεται μόνο στις δημόσιες τοποθετήσεις των συναδέλφων του, αλλά και στα όσα κατέθεσαν κατά τη διάρκεια της πειθαρχικής διαδικασίας ενώπιον του ΣΕΗ. «Όσα κατήγγειλε η ά των εναγομένων σε βάρος μου (σ.σ. η κ. Δούκα) κατά τη διάρκεια της ανωτέρω τηλεοπτικής εκπομπής είναι απολύτως ψευδή, επιπλέον ψευδή είναι και όσα κατέθεσε δια του από 23.2.2021 μηνύματος ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που απέστειλε προς το Πειθαρχικό Συμβούλιο του Σ.Ε.Η. όπως ψευδής είναι και η προφορικής της κατάθεση ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου του Σ.Ε.Η. Ουδεμία σχέση έχουν με την πραγματικότητα, είναι απολύτως συκοφαντικά, ανεπέρειστα, ανυπόστατα και κατασκευασμένα, ψευδολογήματα, γεγονός το οποίο η ά των εναγομένων γνώριζε κατά την στιγμή που κατέθετε, ωστόσο, με πλήρη επίγνωση, εκνόμως το έπραξε».
Ο ίδιος αρνείται κατηγορηματικά ότι χτύπησε την Ζέτα Δούκα στα παρασκήνια της παράστασης, αλλά και πως ουδέποτε άσκησε λεκτική βία. «Ουδείς λόγος υπήρχε για να βρίσω τόσο χυδαία και να χτυπήσω μια γυναίκα μια συνάδελφο και μάλιστα με κλωτσιά στο στέρνο, ενώπιον μάλιστα τρίτων, μετά από την φράση «είσαι ο θιασάρχης, είσαι ο επικεφαλής της παράστασης». Και τούτο αφενός γιατί πράγματι ήμουν και αφετέρου διότι τούτο δε συνιστά μειωτικό της τιμής μου χαρακτηρισμό, ώστε να δικαιολογεί τέτοιο μένος και τέτοιο εκρηκτικό θυμό! Ουδέποτε έχω δημιουργήσει κλίμα φόβου και απαξίωση σε βάρος της πρώτης των εναγομένων, ουδέποτε έχω βρίσει την πρώτη των εναγομένων, ουδέποτε έχω σκίσει σωματική, λεκτική ή ψυχολογική βία κατά αυτής, ουδέποτε έχω επιδείξει εις βάρος της απάνθρωπη, αντισυναδελφική ή καταχρηστική συμπεριφορά επί σκηνής, ούτε της έχω προκαλέσει οιανδήποτε βλάβη η ζημιά, όπως ψευδώς ισχυρίζεται. Η οποιαδήποτε, δε, στιγμιαία ένταση στη σχέση μας στο πλαίσιο της δουλειάς μας, ουδέποτε υπερέβη τα ανεκτά από τον μέσο άνθρωπο όρια του και ουδέποτε ανέπτυξα ο ίδιος καταχρηστικές, παρενοχλητικές και συμπεριφορές εκτός των ορίων του νομού».
Προς επίρρωση των ισχυρισμών του, ο ηθοποιός επικαλείται την κατάθεση του φροντιστή της παράστασης, ο οποίος είχε σημειώσει: «Δεν έχω καμία γνώση για τα περιστατικά που διηγήθηκε η κυρία Δούκα σχετικά με τον κύριο Κιμούλη. Αυτό που μπορώ να πω, είναι πως δε θυμάμαι ποτέ να ήρθε να μου εκφράσει κάποιο παράπονο. Η συνεργασία μου με το Γιώργο Κιμούλη και τους εργαζόμενους – ηθοποιούς, τεχνικούς και τα λοιπά – ήταν πάρα πολύ καλή».
Η αγωγή κατά του ΣΕΗ
Κατά του ΣΕΗ και ειδικότερα του προέδρου του πειθαρχικού Πασχάλη Τσαρούχα και δύο ακόμη μελών στρέφεται με τη δεύτερη αγωγή του ο Γιώργος Κιμούλης, διεκδικώντας αποζημίωση ύψους 100.000 ευρώ από το Σωματείο και 50.000 ευρώ από το καθένα από τα τρία μέλη του. Ταυτόχρονα, διεκδικεί αποζημίωση ύψους 231.227,80 ευρώ για την περιουσιακή ζημία, την οποία όπως υποστηρίζει ότι υπέστη.
Σύμφωνα με όσα ισχυρίζεται, αν και η Ζέτα Δούκα δεν έκανε πότε καταγγελία στο Σωματείο τους, εντούτοις στις 29.1.2021 το Διοικητικό Συμβούλιό του αποφάσισε «εσπευσμένα (τρεις μόλις ημέρες μετά την εμφάνιση της Ζέτας Δούκα στη τηλεόραση) δίκην εισαγγελίας» να τον καταγγείλει αυτεπάγγελτα και να τον παραπέμψει στο πειθαρχικό όργανο του Σωματείου και μάλιστα μαζί με άλλον ηθοποιό, ο οποίος είχε καταγγελθεί για σεξουαλικές παρενοχλήσεις.
Κατά τον ηθοποιό υπήρξε μεροληψία από το πειθαρχικό όργανο του σωματείου, καθώς, όπως επισημαίνει, ο εισηγητής της υπόθεσης στο πειθαρχικό συμβούλιο κ. Ζάχαρης «ελάμβανε «ξεκάθαρα θέση» με αναρτήσεις του σε μέσο κοινωνικής δικτύωσης υπέρ της «καταγγέλλουσας» Ζέτας Δούκα. Και αυτό συνέβη πριν την κλήση μου σε απολογία από το ΣΕΗ και πριν εκδοθεί απόφαση». Αναφορά κάνει και στον πρόεδρο του ΣΕΗ Σπύρο Μπιμπίλα, λέγοντας: «Σε δεκάδες συνεντεύξεις, για το σχηματισμό εις βάρος μου εντυπώσεων, ξέθαψε δημοσίως την πληροφορία, ότι το 1998, δηλαδή πριν από 23 χρόνια, με είχαν διαγράψει από το Σωματείο. Παρέλειψε όμως να αναφέρει ότι ο λόγος της διαγραφής μου ήταν η παράταση της διάρκειας μιας πρόβας κατά ένα τέταρτο της ώρας (!), απόφαση η οποία ήταν άκυρη καθώς δεν λήφθηκε, με την νόμιμη, σύμφωνα με το καταστατικό του ΣΕΗ απαρτία».
Επιπρόσθετα ο Γιώργος Κιμούλης αναφέρει ότι ο ΣΕΗ εκτός του ότι δεν του χορηγούσε αντίγραφα των πρακτικών και της διαδικασίας που ακολουθήθηκε για το πρόσωπό του, όταν τα έλαβε διαπίστωσε όπως λέει, ότι: «δεν κλήθηκαν να καταθέσουν ενώπιον, του ως άνω, πειθαρχικού συμβουλίου μόνο μάρτυρες, όπως το τελευταίο με είχε ενημερώσει αλλά επρόκειτο για κλήση για προσωπική εμφάνιση και «συνομιλία» με τα μέλη του ως άνω πειθαρχικού συμβουλίου με την «καταγγέλλουσα» κ. Ζέτα Δούκα. Από τις ερωτήσεις των μελών του προς τους καταθέσαντες ενώπιον του και από το γενικότερο πνεύμα των απομαγνητοφωνημένων διαλόγων προκύπτει με βεβαιότητα ότι ο πραγματικός λόγος για τον οποίο κλήθηκαν τα ως άνω πρόσωπα να καταθέσου εκ νέου ενώπιον του ΣΕΗ ήταν η διόρθωση των αρχικών τους «καταγγελιών» καθ΄ υπόδειξη των ίδιων των μελών του, ως άνω, πειθαρχικού συμβουλίου».
Ο ίδιος κάνει λόγο για σκοπιμότητα και μεθοδευμένες ενέργειες του πειθαρχικού συμβουλίου του ΣΕΗ με σκοπό, όπως αναφέρει: «να με διαβάλουν, να με εξευτελίσουν, να με εξοντώσουν επαγγελματικά και κυρίως ηθικά, προκειμένου να διασώσουν το αμφίβολο κύρος και να διαφημίσουν στα μέσα μαζικής ενημέρωσης τη δήθεν αποτελεσματικότητα και εγκυρότητα της πραγματικά αίολης πειθαρχικής διαδικασίας, ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου το ΣΕΗ, προς ίδιον όφελος των εναγομένων και πάντως εις βάρος μου», αναφέρει ο κ. Κιμούλης, συμπληρώνοντας ότι «το κλίμα» μέσα στο οποίο εξετάστηκε η υπόθεση του ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου «θυμίζει περισσότερο κλίμα συνοικιακού καφενείου παρά οργάνου απονομής δικαιοσύνης».
Αποτέλεσμα όλων των ενεργειών των συναδέλφων του, κατά τον κ. Κιμούλη, ήταν να πληγεί ο ίδιος επαγγελματικά καθώς διεκόπη κάθε συνεργασία του και αντιμετώπισε οικονομικό και βιοποριστικό πρόβλημα. Μάλιστα, σημειώνει, ότι μέχρι την καταγγελία σε βάρος του από το ΣΕΗ η υπόθεση βρισκόταν σε επίπεδο φήμης, ενώ η παραπομπή του από το ΣΕΗ ήρθε ως έμμεση επιβεβαίωση των φημών αυτών. «Είναι απολύτως βέβαιο, ότι οι, ως άνω, άδικοι, συκοφαντικοί και υβριστικοί χαρακτηρισμοί που μου αποδόθηκαν από τους «καταγγέλλοντες» και οι οποίο δεν έχουν εισέτι οδηγήσει σε απαλλακτική απόφαση του πειθαρχικού συμβουλίου του ΣΕΗ έχουν εισχωρήσει τόσο βαθιά στον ψυχισμό του θεατρικού κοινού, που θα συνεχίζουν επί μακρόν να πλήττουν την εικόνα μου και το αίσθημα εμπιστοσύνης των θεατών, των συναδέλφων μου ηθοποιών και σκηνοθετών, των τεχνικών, των θεατρικών και κινηματογραφικών παραγωγών προς το πρόσωπό μου που με τόσο κόπο κατάφερα να κερδίσω κατά τη διάρκεια της μακρόχρονης και επιτυχημένης, έως τώρα, πορείας μου στο χώρο ιδίως του θεάτρου και σο απώτερο μέλλον», καταλήγει ο κ. Κιμούλης.
Τι λέει ο δικηγόρος του
«Ο κ. Κιμούλης επί έναν ολόκληρο χρόνο συκοφαντείται, καθυβρίζεται και πλήττεται δημοσίως λόγω, ιδίως, μιας «καταγγελίας» σε μια τηλεοπτική εκπομπή για μια υποτιθέμενη βίαιη πράξη του, καθώς και για την «απομάκρυνση ενός ποτηριού» από την σκηνή κατά την διάρκεια μιας θεατρικής παράστασης προ δεκατριών ετών, πράξεις για τις οποίες ουδέποτε υπεβλήθη επίσημη καταγγελία ενώπιον εισαγγελικής, δικαστικής, αστυνομικής ή πειθαρχικής Αρχής. Καθυβρίζεται, δηλαδή, και συκοφαντείται, για δύο γεγονότα, τα οποία απέκτησαν σημαντικότητα, επειδή εντάχθηκαν σκοπίμως και συνειδητά μέσα σ’ ένα τοπίο κατηγοριών και καταγγελιών κατά άλλων ομοτέχνων του κ. Κιμούλη, οι οποίες έλαβαν χώρα την ίδια περίοδο, περί παιδοφιλίας, βιασμών, απόπειρας βιασμών και σεξουαλικών παρενοχλήσεων. Ένα ζοφερό τοπίο, το οποίο δικαίως είχε εγείρει τον κοινωνικό θυμό και την κοινωνική αγανάκτηση. Ωστόσο, οι, ως άνω, «καταγγελίες» σε βάρος του κ. Κιμούλη, είναι αόριστες, ανεπέρειστες, αναπόδεικτες αβάσιμες και απαράδεκτες» αναφέρει ο δικηγόρος του Βασίλης Καπερνάρος.