Γιώργος Κατρούγκαλος: Άρθρο στην Εφημερίδα των Συντακτών για την εξωτερική πολιτική Μάιος 2021
Η εξέλιξη της πανδημίας, αλλά και ο εξωραϊσμός της κατάστασης από την κυβέρνηση και τα φιλικά της μέσα, δεν έχει επιτρέψει να διαφανεί σε όλη της την έκταση η προβληματική κατάσταση όλων των μετώπων της εξωτερικής πολιτικής. Δυστυχώς, η έλλειψη σχεδιασμού και στρατηγικής της κυβέρνησης συνδυάζεται με μία στάση της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατώτερη των περιστάσεων, που δεν αφορά μόνον τις υποθέσεις δικού μας ενδιαφέροντος. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα πολιτικής ανεπάρκειας αποτελούν οι πολλαπλές αδυναμίες της στη διαχείριση των διπλωματικών και πολιτικών επιπτώσεων της πανδημίας.
Η Επιτροπή συνήψε συμβάσεις με τις πολυεθνικές του φαρμάκου που δεν εξασφάλιζαν ούτε πλήρως αποτελεσματικούς όρους ταχείας παράδοσης των εμβολίων, ούτε πρόβλεψη για τα πνευματικά δικαιώματα, μολονότι μεγάλο μέρος της παραγωγής και έρευνας είχε προχρηματοδοτηθεί με ευρωπαϊκό, δημόσιο χρήμα. Στη συνέχεια αντιτάχθηκε στις προοδευτικές προτάσεις της Αριστεράς, όπως αυτές του Αλέξη Τσίπρα, να αντιμετωπιστούν τα εμβόλια ως παγκόσμιο δημόσιο αγαθό. Η σαφής υποστήριξη της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης και του Ευρωκοινοβουλίου δεν ευαισθητοποίησε την Επιτροπή. Αντιθέτως, η πρόσφατη υποστήριξη από την Κυβέρνηση Μπάιντεν της πρότασης για την άρση της πατέντας οδήγησε την Πρόεδρο της Επιτροπής σε εντυπωσιακή φραστική κυβίστηση, που μένει να δούμε αν θα οδηγήσει σε ουσιαστική αλλαγή στάσης, δεδομένου ότι η Α. Μέρκελ, υποστηρίζει μέχρι τέλους τα συμφέροντα των εταιριών της.
Ίδια παθητικότητα, παρά τις μεμονωμένες προσπάθειες της Γαλλίας, επικρατεί σε όλα τα θέματα της εξωτερικής πολιτικής, όπου η ΕΕ φαίνεται ότι έχει παραιτηθεί από τη φιλοδοξία να κινείται ως αυτόνομος διεθνής παίκτης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Δεκεμβρίου να μην διαμορφώσει αυτοτελή στρατηγική απέναντι στην Τουρκία, αλλά να περιμένει πρώτα τις αποφάσεις της νέας αμερικανικής προεδρίας για να στοιχηθεί αναλόγως. Τα δε Συμπεράσματα που ακολούθησαν τον Μάρτιο 2021 αντανακλούν την αδυναμία της ΕΕ να αναδείξει μια συγκροτημένη στρατηγική σε σχέση με την Τουρκία. Η Γερμανία, ακολουθεί πλέον χωρίς προσχήματα μία πολιτική ίσων αποστάσεων, που εξ αντικειμένου ενθαρρύνει την αναθεωρητική τουρκική στρατηγική. Αυτή επιβεβαιώθηκε όχι μόνον στις πρόσφατες δηλώσεις του Γερμανού Υπουργού Εξωτερικών μετά τη συνάντηση του με τον Τούρκο ομόλογο του, αλλά και από την ίδια την Α. Μέρκελ στην Διακοινοβουλευτική Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης. Με ανάγκασε να παρατηρήσω ότι αναφέρθηκε σε όλα τα ανοικτά μέτωπα της ηπείρου, εκτός από το Κυπριακό.
Δεν είναι, βεβαίως, μόνον η Καγκελάριος που «ξέχασε» το Κυπριακό. Ο ίδιος ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι ο μόνος Έλληνας Πρωθυπουργός που δεν αναφέρθηκε σε αυτό, στην ετήσια ομιλία του στον ΟΗΕ. Και αυτό στην πιο κρίσιμη καμπή του, όταν επίσημα πλέον η Τουρκία επιδιώκει τη νομιμοποίηση της εισβολής μέσω της αναγνώρισης δύο κυρίαρχων κρατών. Στην πρόσφατη άτυπη πενταμερή η χώρα μας πήγε χωρίς να έχει προηγηθεί συνάντηση του Πρωθυπουργού με τους αρχηγούς των κομμάτων, όπως το 2017. Η Ευρωπαϊκή Ένωση έλειπε από το τραπέζι, αντίθετα με την διαπραγμάτευση στη Γενεύη επί των ημερών μας.
Η κυβέρνηση εκμεταλλεύεται επικοινωνιακά τα όσα -ορθώς- είπε ο Ν. Δένδιας στην Άγκυρα, αλλά βάζοντας όλα τα προβλήματα στη γυάλα, θεωρώντας, από ότι φαίνεται, ότι ουσιαστικός διάλογος με την Τουρκία μπορεί να υπάρξει μόνο στα θέματα οικονομίας και εμπορίου. Πρόκειται για ιδιαίτερα επικίνδυνη επιλογή. Η Άγκυρα επιδιώκει να αξιοποιήσει την στασιμότητα στο Κυπριακό για την αλλαγή του πλαισίου της διαπραγμάτευσης, στα δε διμερή, ώστε να κερδίσει χρόνο για να περάσει τον κάβο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Ιουνίου και να δει πώς θα χειριστεί την νέα αμερικανική προεδρία στη συνάντηση Ερντογάν-Μπάιντεν στο ΝΑΤΟ.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ελλείψει άλλης ενεργητικής στρατηγικής, φαίνεται να θεωρεί ότι η πίεση της Προεδρίας Μπάιντεν είναι επαρκής, όχι για έντιμες λύσεις στα ελληνοτουρκικά, τις οποίες ούτε καν σκέπτεται, ή για έναν ουσιαστικό διάλογο, αλλά μόνο για εκτόνωση της έντασης. Πρόκειται για επικίνδυνη αυταπάτη. Βασική και διαχρονική στόχευση της αμερικανικής πολιτικής είναι να κρατήσει την Άγκυρα στη Δύση, μακριά από την Ρωσία και να αξιοποιήσει την παρουσία της στην περιοχή. Εκεί θα εστιάσει και πολύ λιγότερο στα ελληνοτουρκικά. Συνδυάζει δε την πίεση με αντίθετες κινήσεις αναγνώρισης του ρόλου της Τουρκίας στην διεθνή σκηνή, εφόσον επανευθυγραμμιστεί με τα ατλαντικά συμφέροντα. Για παράδειγμα, με επίνευση των ΗΠΑ έχει προγραμματιστεί να διεξαχθεί στην Κωνσταντινούπολη η διεθνής διάσκεψη του ΟΗΕ για το Αφγανιστάν. Στην Τουρκία έχει ανατεθεί από τον Ιανουάριο η διοίκηση της Ομάδας Πολύ Υψηλής Ετοιμότητας του ΝΑΤΟ και πρόσφατα ορίσθηκε επικεφαλής της νατοϊκής αποστολής στο Αφγανιστάν Τούρκος στρατηγός. Οι συνομιλίες σε σχέση με τον τουρκικό ρόλο στη Λιβύη, τη Συρία και την Ουκρανία επίσης αναβαθμίζονται.
Δεν πρέπει να θεωρούμε, συνεπώς, δεδομένη τη ρήξη ΗΠΑ και Τουρκίας ούτε απόλυτη την υποστήριξη τους δικές θέσεις μας. Η σχέση με την Ουάσινγκτον θα πρέπει να κινείται στη βάση της αμοιβαιότητας και της ευθυγράμμισης συμφερόντων, όχι στην αποδοχή του ρόλου του «πιστού και δεδομένου σύμμαχου», που, όπως υποστήριξε πρόσφατα ο κ. Δένδιας στο Atlantic Council, υποστηρίζει προκαταβολικά την ενίσχυση της αμερικανικής παρουσίας στην περιοχή, «επειδή μοιραζόμαστε κοινές αξίες».
Στο πλαίσιο αυτό, η κυβέρνηση πρέπει να αξιοποιήσει το παράθυρο ευκαιρίας που ανοίγει η ανάγκη της Τουρκίας να εξασφαλίσει ομαλό πολιτικό περιβάλλον σχέσεων με την ΕΕ και τις ΗΠΑ, ενόψει των μεγάλων προβλημάτων της οικονομίας της, ούτως ώστε να ασκηθεί πίεση σε αυτή για την πραγματοποίηση ουσιαστικού διαλόγου, για την εξομάλυνση σχέσεων και αναζήτηση αμοιβαία αποδεκτών λύσεων, όπου είναι δυνατόν, στο πλαίσιο πάντοτε του διεθνούς δικαίου και ειδικά του δικαίου της θάλασσας.